Η Αμερικανίδα που συντάραξε το Καλαμάκι το 1961

«Αμέριμνα κοιμόντουσαν στα κρεβατάκια τους τα τρία αθώα πλάσματα όταν η κακούργος μητέρα τους τα εκτέλεσε. Πριν αποπειραθεί να αυτοκτονήσει, η θρησκόληπτος παιδοκτόνος άφησε ανοιχτή τη Βίβλο στην παράγραφο περί μοιχείας του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου και μια επιστολή στον άνδρα της: «Το πιοτό σου το άντεχα. Όχι όμως και τα όργια σου». Εφημερίδα Μακεδονία 3 Μαϊου 1961.
8'

Το τελευταίο Σαββατόβραδο του Μαϊού του 1961 ο καιρός ήταν γλυκός και δεκάδες Αθηναίοι είχαν επιλέξει το παραλιακό μέτωπο, που μόλις είχε αρχίσει να αναβαθμίζεται, για να διασκεδάσουν.

Αυτή η εικόνα της ανεμελιάς και του κεφιού ερχόταν σε πλήρη αντιδιαστολή με όσα συνέβαιναν λίγα στενά παραδίπλα, σε μια ισόγεια μονοκατοικία στο Καλαμάκι.

Η 28χρονη Αμερικανίδα Νίτα Μπέικερ, σύζυγος του Αμερικανού λοχία στη βάση Ελληνικού Τζόελ Μπέικερ είχε πάρει την απόφαση της.

«Στις οκτώ έδωσα στα παιδιά να φάνε. Έβαλα τη μικρή στην κούνια της και έβαλα και τα παιχνίδια της, όπως κάθε βράδυ. Δεν ήθελα αυτή βραδιά που ήταν και η τελευταία τους να ήταν διαφορετική από τις άλλες. Την φίλησα και της είπα να κοιμηθεί γιατί το πρωί θα πηγαίναμε ένα μακρινό περίπατο. Έστρωσα το κρεβάτι της Σουζάνας και την έβαλα κι αυτή να κοιμηθεί μαζί με τις κούκλες της, όπως τα άλλα βράδια. Κοιμήσου μικρούλα μου της είπα γιατί αύριο θα πάμε πολύ μακριά. «Που μαμά», μου είπε. Έβαλα μετά και τον Τζόελ στο κρεβάτι και αφού τον φίλησα πήγα και κάθισα στην κουζίνα.Άνοιξα την Βίβλο στο ευαγγέλιο κατά Ματθαίον και στο Έ κεφάλαιο που μιλάει ο Χρήστος για την μοιχεία. Σημείωσα όσα αναφερόταν σε αυτήν και από εκεί ώσπου να κοιμηθούν τα παιδιά,έγραψα το γράμμα σε εκείνον που δεν θα ξανάβλεπε πια εκείνους που τόσο τον είχαν αγαπήσει, μα και που έτσι είχε που καταντήσει δεν ήθελαν να τον βλέπουν πια» περιγράφει η ίδια.

Μία περίπου ώρα διήρκεσε η προετοιμασία της Νίτα για το αποτρόπαιο έγκλημα της. Σηκώθηκε από το τραπέζι της κουζίνας, πήρε κάποια κορδόνια από ένα αλεξίπτωτο, με το οποίο κάποτε είχε πέσει ο άντρας της στην Κορέα και μ’ αυτά έπνιξε πρώτα την μικρή της κόρη Κίτυ. «Κοιμόταν ήσυχη δεν κατάλαβε το παραμικρό όταν της πέρασα το κορδόνι. Της έπιασα το λαιμό και την σκότωσα. Πήγα μετά στο κρεβάτι της Σουζάνας και κάνω το ίδιο. Δεν κατάλαβε κι αυτή τίποτα. Έπνιξα μετά το Τζόελ τζούνιορ και δε θυμάμαι να σας πω τίποτα. Μη με ρωτάτε. Το μυαλό μου δε με βοηθάει» απάντησε στις επίμονες ερωτήσεις του αστυνομικού που την εξέτασε λίγες ώρες μετά την στυγερή δολοφονία των παιδιών της.

Λίγες ώρες αργότερα, ο σύζυγός της θα επιστρέψει στο σπίτι. Μια εφημερίδα είχε φράξει την πόρτα της εισόδου και δυσκολεύτηκε να περάσει μέσα. Απόλυτη σιωπή επικρατούσε στο εσωτερικό του σπιτιού. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και όταν άνοιξε την πόρτα βρέθηκε μπροστά σε ένα σοκαριστικό θέαμα. Η Νίτα ήταν πεσμένη στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Είχε επιχειρήσει να κόψει την καρωτίδα της.

Στο δωμάτιο του ζευγαριού, πάνω στο διπλό ξύλινο κρεβάτι μια κηλίδα αίματος είναι η απόδειξη ότι η Νίτα επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Που είναι όμως τα παιδιά; Ο λοχίας, που συνοδευόταν από ένα φίλο του εκείνο το βράδυ, θα βρει τον μικρό του γιό στο κρεβάτι μπρούμυτα. Το παιδί ήταν νεκρό. Το ίδιο θα διαπιστώσει και για τις δύο κόρες του. Ο Τζόελ Μπέικερ έπαθε νευρικό κλονισμό και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της αμερικάνικης βάσης, όπου υπηρετούσε. Σε διπλανό δωμάτιο μεταφέρθηκε και η σύζυγος του ελαφρά τραυματισμένη από μαχαίρι με το οποίο, όπως προέκυψε στη συνέχεια, είχε επιχειρήσει να κόψει την καρωτίδα της.

Στην κουζίνα πάνω στο τραπέζι θα βρεθεί μια επιστολή. «Ελπίζω να είσαι τώρα ευχαριστημένος. Βαρέθηκα κάθε βράδυ τα όργιά σου. Είναι βρωμερή ντροπή για μένα που αναγκάζομαι να αφαιρέσω τη ζωή από αυτά τα τόσο όμορφα και καλά παιδιά, αλλά δεν πρόκειται να τα αφήσω να μεγαλώσουν για να μάθουν το τι έκανες. Κάθε βράδυ μου λες και από ένα άλλο ψέμα. Θα έπρεπε να τα σκεφτείς τα παιδιά, όταν άρχισες τα όργια σου. Τούτο εδώ έπρεπε να το κάνω πριν από εννέα χρόνια, τότε θα ήταν πολύ πιο εύκολο. Το ήξερα ότι κάποια ημέρα θα μου άρχισες το γυναικοκυνήγι. Το πιοτό μπορώ να το αντέξω, όχι όμως και τα όργια σου.Αν εκείνη είναι τόσο καλή, τότε ας σε κρατήσει. Θα σου πλένει εκείνη τα κοκκινάδια από τα πουκάμισα σου, εγώ βαρέθηκα πια. Κάτι έπρεπε να γίνει. Θα μπορούσα να γυρίσω με τα παιδιά στην Αμερική, έχω εκεί ένα καλό χριστιανικό σπίτι, αλλά εσύ είσαι τόσο παράλογος ώστε δεν θα ωφελούσε διόλου» έγραφε η Νίτα.

Η γνωριμία και ο γάμος

Δέκα χρόνια πριν το τραγικό συμβάν, το ζευγάρι γνωρίστηκε σε ένα φιλικό σπίτι στη Νότια Καρολίνα των Η.Π.Α.. «Το αίσθημά μας ήταν δυνατό και σχεδόν αμέσως παντρευτήκαμε» θα πει αργότερα ο Τζόελ, περιγράφοντας τη γυναίκα του ως έντονα θρησκευόμενη γυναίκα, που η διασκέδασή της δεν ήταν άλλη από το να διαβάζει θρησκευτικά βιβλία.

Το καλοκαίρι του 1960 ο Τζόελ Μπέικερ πήρε μετάθεση για την Ελλάδα και μαζί με τη Νίτα και τα τρία τους παιδιά εγκαταστάθηκαν στη μονοκατοικία του Καλαμακίου. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς ο λοχίας θα γνωρίσει την Βενετία, που εργαζόταν ως τηλεφωνήτρια στην αμερικανική βάση. «Στην αρχή δεν είχα καμία ύποπτη σχέση μαζί του. Ανέλαβα να του μάθω τη γλώσσα μας με δίδακτρα συγκαταβατικά, αφού είμαστε συνάδελφοι. Ο μαθητής μου ήταν πολύ προσεκτικός και είχε κάνει αρκετή πρόοδο στη γλώσσα μας. Η σχέση μας ήταν μαθητή προς δασκάλου.Στις αρχές του Μάρτη, που είχαμε πάει στο Σούνιο, μου είχε πει πως μ’αγαπά και πως ήταν διατεθειμένος, αν εγώ το ήθελα, να αφήσει τη γυναίκα του και να ζήσουμε μαζί. Αρνήθηκα γιατί δεν το ήθελα να γίνω αφορμή να χωρίσει το ζευγάρι. Επέμεινε και στο τέλος αναγκάστηκα να υποχωρήσω. Μια μέρα δε θυμάμαι ποτέ, είχε έρθει στο ραντεβού μας πολύ στεναχωρημένος και όταν τον ρώτησα μου είπε πως η γυναίκα του υποψιάζεται πως την απατά με κάποια άλλη. Μου είπε πως προδόθηκε από κάτι κοκκινάδια που βρέθηκαν στο πουκάμισο του και στο μαντίλι. Δε βαριέσαι όμως μου είπε. Τα κανόνισα πάλι μια χαρά. Της είπα μερικά ψέματα τα πίστεψε και έτσι ησυχάσαμε προς το παρόν» κατέθεσε στους αστυνομικούς η Βενετία.

Η δίκη

Τον Σεπτέμβριο του 1961 η Νίτα Μπέικερ κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Αθηνών. Τρεις ψυχίατροι κλήθηκαν να καταθέσουν για την ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η κατηγορουμένη, αλλά καθοριστική για την έκβαση της δίκης στάθηκε η κατάθεση του ψυχιάτρου Χ. Μικρόπουλου, ο οποίος την είχε εξετάσει δύο ημέρες μετά το έγκλημα:

«Νομίζω ότι η κατηγορουμένη είχε αντίληψη του τι έκανε, αλλά διέπραξε το έγκλημα ακριβώς επειδή είχε ανώριμη προσωπικότητα και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στη ζωή μαζί με τον σύζυγό της. Ήταν τύπος σχιζοειδής. Η Μπέικερ ήταν κλειστός χαρακτήρας. Δεν μπορούσε να εκφρασθεί και να αντιδράσει σε ό,τι έκανε ο άντρας της. Θα μπορούσε να σκοτώσει τον σύζυγό της, αλλά θεωρούσε ότι δεν άξιζε αυτός μια τέτοια τιμωρία. Ήθελε να αυτοκτονήσει. Αυτή ήταν η βαθύτερη επιθυμία της, αλλά θα άφηνε έτσι πίσω της τα παιδιά. Θα έπεφταν στα χέρια του συζύγου της. Θέλησε λοιπόν να τα λυτρώσει. Με την πράξη της αυτή ήθελε να εκδικηθεί και τον άπιστο σύζυγό της» κατέθεσε ο ψυχίατρος.

Οι ένορκοι αποδέχτηκαν ότι η κατηγορουμένη οδηγήθηκε στην πράξη της υπό το κράτος πλήρους σύγχυσης και το δικαστήριο αποφάσισε τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρείο και όχι στις φυλακές. Ωστόσο, ο εισαγγελέας ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση πεπλανημένη. Λίγες ημέρες πριν από την εναρκτήρια ημέρα της δεύτερης δίκης, την επισκέφθηκε ο δικηγόρος της και την ρώτησε με ποια ποινή φυλάκισης θα ήταν ικανοποιημένη. «Θέλω να πεθάνω» του απάντησε εκείνη.

Την άνοιξη του 1962, η Ν. Μπέικερ κάθισε ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αυτή τη φορά στο Κακουργιοδικείο Πειραιά. Και οι δύο πλευρές άλλαξαν τους ισχυρισμούς τους, με τον σύζυγό της να υποστηρίζει πως δεν διατηρούσε παράνομο ερωτικό δεσμό αλλά φιλική σχέση με την νεαρή Βενετία, ενώ η Νίτα τον παρουσίασε στο δικαστήριο ως βίαιο σύζυγο που δεν της επέτρεπε να επιστρέψει στην Αμερική με τα παιδιά της. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε πως διέπραξε τις δολοφονίες σε βρασμό ψυχικής ορμής και της αναγνώρισε το ελαφρυντικό της μέτριας σύγχυσης. Της επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 16 ετών, αλλά δυο χρόνια αργότερα έλαβε χάρη και επέστρεψε στην Αμερική.