Η κυβέρνηση αντιμέτωπη με τις προκλήσεις της επόμενης διετίας
Γράφει ο Δημήτρης Πεφάνης
Αντιμέτωπη με μια σειρά από προκλήσεις βρίσκεται η κυβέρνηση, ακριβώς στο μέσο της θητείας της. Mπορεί κατά την πρώτη διετία να κυριάρχησε σχεδόν αποκλειστικά η διαχείριση της πανδημίας -που για κάποιους αποτέλεσε και «τέλειο άλλοθι»- όμως με την επιστροφή στην κανονικότητα, προκύπτουν νέα και μεγάλα «στοιχήματα».
Το πρώτο από αυτά σχετίζεται με την υλοποίηση των κυβερνητικών δεσμεύσεων που -αναγκαστικά- έμειναν στον «πάγο», λόγω της πανδημίας. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι ανάμεσα στα βασικά προεκλογικά μηνύματα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη συμπεριλαμβανόταν μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στην οικονομία αλλά και η στήριξη της μεσαίας τάξης, που επωμίσθηκε το μεγαλύτερο κομμάτι το βάρους της δεκαετούς οικονομικής κρίσης.
Και μπορεί η ψηφιοποίηση του κράτους να έκανε όντως άλματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όμως μια σειρά από μέτωπα στο κομμάτι των μεταρρυθμίσεων παραμένουν ανοικτά - λειτουργώντας μάλιστα αποτρεπτικά για την προσέλκυση των επενδύσεων, που τόσο χρειάζεται η χώρα.
Η επιτάχυνση της λειτουργίας της δικαιοσύνης, η μείωση της γραφειοκρατίας, η διευκόλυνση των επενδύσεων -εγχώριων και ξένων- αλλά και η απλοποίηση των φορολογικών διατάξεων και μηχανισμών είναι κάποιες μόνο από τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν «χθες», αν η χώρα θέλει να κερδίσει το στοίχημα της ανάκαμψης μετά την πανδημία.
Την ίδια στιγμή, μεγάλο πολιτικό αλλά και οικονομικό «στοίχημα» για την κυβέρνηση είναι η στήριξη της μεσαίας τάξης, που όχι μόνο χτυπήθηκε βάναυσα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αλλά ένιωσε εντονότατα «στο πετσί της» τις συνέπειες και της πανδημίας.
Ο αρχικός, προεκλογικός σχεδιασμός της Νέας Δημοκρατίας προέβλεπε μια σειρά από φοροελαφρύνσεις και άλλα μέτρα στήριξης ώστε το κομμάτι αυτό του πληθυσμού να πάρει πίσω έστω και ένα κομμάτι όσων έχασε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η πανδημία «πάγωσε» το πλάνο υλοποίησης, με την επιστροφή όμως στην κανονικότητα το ζήτημα αυτό επανέρχεται και μάλιστα με μεγαλύτερη ορμή.
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Άμεσα σχετιζόμενο με τα παραπάνω είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο -υπό συνθήκες- μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης αλλαγών για την επόμενη ημέρα. Η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί ένα τεράστιο ποσό, ένα νέο «Σχέδιο Μάρσαλ» με στόχο όχι μόνο να επουλώσει τις πληγές τις πανδημίας αλλά και θωρακίσει τη χώρα ενόψει των νέων προκλήσεων της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Έτσι, σε εξαιρετικά περιορισμένο χρονικό διάστημα -της τάξης των δύο με τριών ετών- καλείται να εξασφαλίσει ότι τα 32 δισ. ευρώ που κατευθύνονται στη χώρα μας όχι μόνο θα φτάσουν στην οικονομία αλλά και θα «πιάσουν τόπο», λειτουργώντας ως πολλαπλασιαστής βιώσιμης και ουσιαστικής ανάπτυξης.
Εδώ το στοίχημα είναι διπλό: Αφενός τα χρήματα να απορροφηθούν έγκαιρα και αφετέρου να έχουν πραγματικό αντίκτυπο και να μην κατευθυνθούν σχεδόν αποκλειστικά σε ένα περιορισμένο κομμάτι της οικονομίας και της κοινωνίας.
Έχοντας ως αντι-παράδειγμα τα χαμηλά ποσοστά απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων στο παρελθόν αλλά και τη διασπάθισή τους, η κυβέρνηση καλείται να εξασφαλίσει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα αποτελέσει εξαίρεση και πως τα κεφάλαιά του θα έχουν δομικό αντίκτυπο, αλλάζοντας το παραγωγικό μοντέλο και εκσυγχρονίζοντας τη χώρα. Έτσι, θα αποφύγουμε το εφιαλτικό σενάριο της επίπλαστης ανάπτυξης για τα επόμενα δύο χρόνια και εν συνεχεία της βύθισης της οικονομίας σε ένα νέο κύκλο ύφεσης.
Ταυτόχρονα, με ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού να ταλανίζεται από πολυετείς οικονομικές πιέσεις, πρωταρχικό μέλημα της κυβέρνησης πρέπει να είναι η ευημερία όχι των αριθμών -με ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και χρήματα που καταλήγουν σε ελάχιστες μεγάλες επιχειρήσεις- αλλά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Αυτό, όχι μέσω μιας πολιτικής επιδομάτων και «φιλοδωρημάτων» όπως γινόταν στο παρελθόν αλλά με ουσιαστική στήριξη της εργασίας και της καινοτομίας.
Ο «εφιάλτης» του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους
Τέλος, το επόμενο μεγάλο στοίχημα που ήδη καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση είναι η διόγκωση του χρέους, τόσο σε ιδιωτικό όσο και σε δημόσιο επίπεδο.
Στο πρώτο μέτωπο, θεωρείται δεδομένο ότι η πανδημία θα δημιουργήσει μια νέα γενιά κόκκινων δανείων, το ύψος των οποίων παραμένει άγνωστο. Και μπορεί μέσα από τα μορατόρια αλλά και τα προγράμματα «Γέφυρα» οι επιπτώσεις να έχουν αμβλυνθεί αρκετά, είναι δεδομένο όμως ότι ο λογαριασμός αργά η γρήγορα θα έρθει και η κυβέρνηση θα κληθεί να τον αντιμετωπίσει. Ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, όμως ακόμα μένει να ξεκαθαρίσει τι θα συμβεί με την Πρώτη Κατοικία και τους πλειστηριασμούς, ζήτημα με μείζονα πολιτική, οικονομική και κοινωνική σημασία.
Την ίδια στιγμή, «πονοκέφαλο» στο οικονομικό επιτελείο αποτελεί η διαχείριση των δίδυμων ελλειμμάτων (προϋπολογισμού και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) που θυμίζουν εποχές λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Ταυτόχρονα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ έχει εκτιναχθεί, δημιουργώντας σοβαρό ανάχωμα στα όποια σχέδια αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς Οίκους Αξιολόγησης.
«Αντίδοτο» στα παραπάνω μπορεί να αποτελέσει μια βιώσιμη και ισχυρή ανάπτυξη, μέσω της οποίας και το ιδιωτικό χρέος θα μπορέσει να ρυθμιστεί αλλά και η εικόνα του δημόσιου δανεισμού θα βελτιωθεί.
Μένει όμως να δούμε με ποιο τρόπο θα καταφέρει η κυβέρνηση να αξιοποιήσει τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της -με πρώτο και βασικότερο το Ταμείο Ανάκαμψης- ώστε να τα καταφέρει αλλά και να εκπληρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις.