Κώστας Σαμαράς: Από το «Καταζητείται» στη σύλληψη
Ζώστηκε με εκρηκτικά και μετέβη σε γνωστή αλυσίδα παιχνιδιών, στα Jumbo, στο Μοσχάτο και απειλούσε να τα τινάξει στον αέρα.
Μόνο που τα εκρηκτικά αποδείχθηκαν ότι ήταν …παιχνίδια (απομιμήσεις)!
Ο λόγος για τον περιβόητο δραπέτης και συνεργών των αδελφών Παλαικώστα, Κώστας Σαμαράς ή Ζαρανίκας.
Ο συλληφθείς πλέον διώκεται για δεκάδες ληστείες και κλοπές ενώ έχει στο ενεργητικό του περί τις πέντε αποδράσεις από τις ελληνικές φυλακές και πέντε απόπειρες απόδρασης.
Η περίπτωση του Σαμαρά είναι ιδιαίτερη γιατί πρόκειται για έναν ευφυή άνθρωπο ο οποίος εισήλθε στο Πανεπιστήμιο και είναι άνθρωπος με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Έχει γράψει μάλιστα και το βιβλίο «Καταζητείται»
«Τελείωσα το Λύκειο αντιγράφοντας στα περισσότερα διαγωνίσματα και εξετάσεις, έχοντας αναγάγει τα σκονάκια σε επιστήμη.
Η κατασκευή τους μου έτρωγε περισσότερο χρόνο απʼ όσο αν διάβαζα κανονικά, αλλά
το διασκέδαζα περισσότερο. Από εκεί άρχισε και ο εθισμός στην ένταση της αδρεναλίνης. (…)Έκλεβα βιβλία και δίσκους με πρωτότυπο τρόπο, από το Μοναστηράκι συνήθως, αλλά και από μεγαλοκαταστήματα όπως το Μινιόν».
(...)«Αντίθετα μʼ αυτούς που κινούνταν στα νόμιμα πλαίσια όσον αφορά τον τρόπο ζωής τους, εγώ είχα γίνει κοινωνικό τσιμπούρι, παράσιτο και αρπακτικό. Θεωρούσα την κλοπή και την απόκτηση χρημάτων με τη βία σαν συμπυκνωμένη εργασία που σε ελάχιστο χρόνο περικλείει όλα τα κέρδη, αλλά και όλους τους πιθανούς
κινδύνους μιας πολύχρονης εργασίας».
«Μερικές φορές πηγαίναμε να κάνουμε μια δουλειά (σ.σ. με τους αδερφούς Παλαιοκώστα) όπως ο υπόλοιπος κόσμος βγαίνει το Σάββατο το βράδυ για διασκέδαση.
Έτσι, επειδή δεν μπορούσαμε να κάτσουμε για μέρες ήσυχα. Μας έτρωγε ο κώλος μας κι αναζητούσαμε την αδρεναλίνη της παράνομης δράσης, όπως οι άλλοι πηγαίνανε για ποτό ή για χορό στα μπαράκια.
Στην ουσία η παρανομία μάς είχε γίνει αυτοσκοπός, ψυχική και σωματική ηδονή και ίσως να ʽχαμε ξεφύγει από το ψυχρό κυνήγι του οικονομικού στόχου».
Η περιγραφή μιας απόδρασης:
«Έπεσα κάτω, στη βάση του συρματοπλέγματος. Μισοξάπλωσα, με τα πόδια σε κάτι φυτά και το κεφάλι ανάμεσα στον μπροστινό προφυλακτήρα ενός αυτοκινήτου και στο συρματόπλεγμα.
Στο ένα χέρι κρατούσα το όπλο έτοιμο και στο άλλο την αυτοσχέδια χειροβομβίδα με το δάχτυλο πάνω στον πυροκροτητή. Ακίνητος, με όλες τις αισθήσεις σε επιφυλακή.
Μια κατάσταση σχεδόν θρησκευτικού δέους που μόνο όποιος την έχει περάσει μπορεί να την καταλάβει. Τα μηνίγγια χτυπάνε και ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου. Είναι η αληθινή κόψη του ξυραφιού».
«Ήμασταν δραπέτες, κυνηγημένοι (σ.σ. αναφέρεται στον εαυτό του και τους αδερφούς Παλαιοκώστα), χωρίς σταθερή διαμονή, αφού σχεδόν κάθε ένα-δυο μήνες νοικιάζαμε σπίτι σε άλλη πόλη. Συχνά διατηρούσαμε
συγχρόνως από δύο σπίτια-καβάτζες σε διαφορετικές πόλεις.
Στους ιδιοκτήτες παρουσιαζόμασταν σαν φοιτητές ή μουσικοί ή πλανόδιοι έμποροι. Τους πληρώναμε από δυο-τρία νοίκια μπροστά και μετά είχαμε το
κεφάλι μας ήσυχο (…)
Είχαμε γίνει από καιρό ʽʼτζάνκιαʼʼ, εξαρτημένοι τόσο από τα τελετουργικά, όσο και από τα λειτουργικά στοιχεία
που προσδιόριζαν την υλοποίηση κάθε παράνομης επιχείρησης: γρήγορα αυτοκίνητα, όπλα, προετοιμασία και
σχεδιασμό, παρατήρηση και αξιολόγηση κάθε επιμέρους στόχου μας. Και κυρίως μας μαγνήτιζε η κόντρα-
παιχνίδι με τους μπάτσους».
H ιστορική ληστεία που έκαναν μαζί με τον Βασίλη και τον Νίκο Παλαιοκώστα το 1992 στην Εθνική Τράπεζα της Καλαμπάκας.
«Έβγαλαν τις καραμπίνες από την πάνινη τσάντα και τις όπλισαν φωνάζοντας προς τους ταμίες και τους υπαλλήλους. Το ίδιο έκανα κι εγώ βγάζοντας το ούζι κάτω από το σακάκι μου. ʽʼΛηστεία!
Όλοι όρθιοι αμέσως!ʼʼ.
ʽʼΛηστεία! Όλοι όρθιοι και πίσω στον τοίχο και συ, χοντρούλη, τσακίσου αμέσως όρθιοςʼʼ, φώναξα άγρια στον διευθυντή που είχε κοκαλώσει. (…)
Δεν προλάβαμε να κάνουμε δεκαπέντε-είκοσι μέτρα και ακούσαμε δύο κρότους και κάποιον να τρέχει πίσω μας. Γύρισα το κεφάλι και είδα έναν σαραντάρη τύπο να μας ακολουθεί για λίγο στον κατήφορο κρατώντας
πιστόλι στο δεξί του χέρι και μετά να μένει πίσω.
ʽʼΚάποιος μπάτσος πρέπει να μας πυροβόλησε, αλλά δεν ξέρω αν πέτυχε τʼ αυτοκίνητοʼʼ, είπα στα παιδιά μπροστά, ενώ το βλέμμα μου έπεφτε στις τσάντες με τα λεφτά.
ʽʼΠρέπει να ʽναι πάνω από 100 εκατομμύρια εδώ πέρα, μάγκεςʼʼ…
Περάσαμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα το Κέντρο Υγείας της πόλης από τα δεξιά μας και το γήπεδο πιο πάνω στʼ αριστερά χωρίς να μας ακολουθεί κανένα αυτοκίνητο από πίσω. (…)
Κανα δυο χιλιόμετρα πριν από την Καλαμπάκα, καθώς κινούμασταν με αρκετά μεγάλη ταχύτητα, είδαμε να εμφανίζονται από την απέναντι μεριά
τα δύο περιπολικά της αστυνομίας που είχαν βγει στο κατόπι μας. Πρώτο ήταν το τζιπ και από πίσω το Μιτσουμπίσι κι άλλο ένα συμβατικό αυτοκίνητο.
ʽʼΝάτοι!ʼʼ έκανε ο Βασίλης όλο έξαψη. ʽʼΕγώ πέφτω κάτω, παιδιάʼʼ, είπα και χώθηκα στο κενό ανάμεσα στα πίσω και στα μπροστινά καθίσματα του αυτοκινήτου ώστε οι
μπάτσοι να δούνε μόνο δύο άτομα στο Όπελ. Μόλις κατάλαβα ότι διασταυρωθήκαμε με τα τρία αστυνομικάοχήματα χωρίς να ακουστεί κάποιο ανησυχητικό φρενάρισμα άρχισα νʼ ανασηκώνομαι πάλι».
Διαβάστε επίσης:
Συνεργός του Παλαιοκώστα ο δράστης στα Jumbo