Ρεπορτάζ Newsbomb.gr: Ενδοοικογενειακή βία - Γιατί είναι τόσο δύσκολο να ξε-φύγεις (στην Ελλάδα)
Η ψυχολόγος Αντωνία Τσιριγώτη, από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας, μιλά στο Newsbomb.gr για την πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας.
«Αν ήθελε, θα είχε φύγει»… «Εγώ στη θέση της θα είχα φύγει»… Αλήθεια, ποιος και πώς μπορεί να μιλήσει για το τι θα έκανε, εάν δεχόταν βίαιη, κακοποιητική συμπεριφορά, από τον άνθρωπο με τον οποίο διάλεξε να μοιραστεί ένα διάστημα από τη ζωή του; Ποιος και πώς μπορεί να μιλά και να εκφέρει με τόση βεβαιότητα γνώμη για μία τόσο δύσκολη συνθήκη, ψυχολογικά και συναισθηματικά. «ΑΝ ήθελε, ΘΑ ΕΙΧΕ φύγει»… «Εγώ στη θέση της, ΘΑ ΕΙΧΑ φύγει»… Και στις δύο προτάσεις, όλα είναι υποθετικά. Καμία γυναίκα όμως, που έπεσε θύμα κακοποίησης από τον σύντροφό της δεν μιλά υποθετικά. Με όλο της το είναι, φωνάζει «Φύγε», χρησιμοποιεί Προστακτική. Αυτές που έφυγαν, γιατί άλλες δεν πρόλαβαν να φύγουν. Και μόνο κάποιος, που μιλά εκ του ασφαλούς, γιατί δεν γνωρίζει, πώς μπορεί ο ίδιος άνθρωπος που αγαπάς και εμπιστεύεσαι να σε πονάει τόσο πολύ, μπορεί να εκφράσει τόσο εύκολα άποψη.
Ίσως «ΑΝ μπορούσε, ΝΑ ΕΙΧΕ φύγει», αλλά να μην μπόρεσε. Γιατί δεν είχε στήριξη, γιατί δεν είχε χρήματα. Γιατί είχε παιδιά, γιατί υποσχέθηκε ότι δεν θα το ξανακάνει. Γιατί κάποιος την έπεισε να μην κάνει μήνυση, γιατί τι θα πει ο κόσμος. Γιατί το κράτος, αδυνατεί να προσαρμοστεί στις ανάγκες της κοινωνίας και αφήνει συχνά απροστάτευτα τα θύματα στις «ορέξεις» του θύτη, που δεν είναι άλλος από το πιο κοντινό τους πρόσωπο. Γιατί το μετά φαντάζει πιο τρομακτικό, από αυτό που συνηθίζεις να ζεις, κλείνοντας τα μάτια, ευελπιστώντας ότι θα τελειώσει. Για χίλιους λόγους, για τους οποίους βλέπει τα σημάδια. Για τους ίδιους λόγους, ένα θύμα κακοποίησης μπορεί να μην φύγει, να μην ξε-φύγει.
Η κυρία Αντωνία Τσιριγώτη, ψυχολόγος στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας, μιλά στο Newsbomb.gr με αφορμή πρόσφατη ημερίδα για την πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας.
Τι εμποδίζει τις γυναίκες, με παιδιά η χωρίς, να φύγουν από μια βίαιη σχέση; Πόσο εύκολο είναι; Τι μπορεί να κάνει μια γυναίκα που κακοποιείται και ποια βήματα πρέπει να ακολουθήσει για να ζητήσει στήριξη και προστασία από την αστυνομία, το δικαστικό σύστημα και το σύστημα υγείας και πρόνοιας; Και κυρίως τι οφείλουν να κάνουν αυτά τα συστήματα για εκείνη;
Δεν υπάρχει προφίλ θύματος – Οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί να κακοποιηθεί από τον σύντροφό της
«Κατ’ αρχάς να δώσουμε έναν ορισμό: ο όρος Ενδοοικογενειακή βία αναφέρεται σε κάθε μορφής βία στην οικογένεια ανεξαρτήτως της ηλικίας ή του φύλου του θύματος ή του δράστη. Αποτελεί δηλαδή έναν όρο που αφορά όχι μόνο τη βία ανάμεσα στο ζευγάρι αλλά και τη βία μεταξύ γονιών και παιδιών, τη βία κατά ηλικιωμένων ατόμων, αλλά και ανάμεσα σε αδέλφια. Η ”ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών“ περιλάβει όλες τις μορφές βίας κατά των γυναικών που διαπράττονται από ερωτικό σύντροφο, ανεξάρτητα από το αν συνοικούν ή όχι».
«Μέχρι το 2018, ο νόμος 3500/2006 αφορούσε μόνο μόνιμους συντρόφους που συνοικούν κάτω από την ίδια στέγη. Από το 2018 και μετά, με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, ο νόμος για την ενδοοικογενειακή βία επεκτάθηκε και σε συντρόφους που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης, σε μόνιμους συντρόφους χωρίς να απαιτείται να συνοικούν, καθώς και σε τέως συντρόφους που δεν συνοικούν πια».
«Η περίπτωση για παράδειγμα δολοφονίας μιας γυναίκας από τον πρώην μόνιμο σύντροφό της, όπως η πρόσφατη δολοφονία στη Ρόδο, εμπίπτει στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας παρόλο που είχαν χωρίσει και παρόλο που δεν είχαν συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης», σημειώνει η κυρία Τσιριγώτη, τονίζοντας πως «δεν υπάρχει προφίλ θύματος». «Η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε γυναίκα, δεν κάνει διακρίσεις».
«Προέρχονται από όλα τα κοινωνικοοικονομικά και μορφωτικά στρώματα. Είναι γυναίκες κάθε ηλικίας, από έφηβες μέχρι γυναίκες τρίτης ηλικίας. Η πλειονότητα είναι Ελληνίδες, αλλά υπάρχουν φυσικά και αλλοδαπές που ζουν στην Ελλάδα, οι οποίες κακοποιούνται, στην πλειονότητά τους, από Έλληνα σύντροφο ή σύζυγο. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει άλλο χαρακτηριστικό, που να τις ομαδοποιεί. Δεν είναι γυναίκες με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Είναι γυναίκες, που ο θύτης έχει πολύ μεθοδικά "ροκανίσει" την αυτοεκτίμησή τους και διαστρεβλώσει την εικόνα του εαυτού τους».
«Ωστόσο, οι γυναίκες που έχουν ένα καλό υποστηρικτικό πλαίσιο, που δεν έχουν μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με στερεοτυπικές αντιλήψεις ή σε ένα περιβάλλον ενδοοικογενειακής βίας , ενδεχομένως, αυτές οι γυναίκες να φεύγουν πιο γρήγορα, πιο νωρίς, με το που αντιλαμβάνονται την κακοποιητική συμπεριφορά».
«Έφυγα, όταν το έξω έγινε λιγότερο απειλητικό από το μέσα»
Στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί, από τη στιγμή που μία γυναίκα αντιλαμβάνεται την κακοποιητική συμπεριφορά, μέχρι να φύγει από τη σχέση αυτή, τι συμβαίνει; Γιατί «συντηρεί» μία τόσο επώδυνη και υποτιμητική για εκείνη συνθήκη;
«Κατ’ αρχάς θα πρέπει να μη ξεχνάμε ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι αποκλειστικά ζήτημα ισχύος και ελέγχου, δηλαδή ο μόνος στόχος του συντρόφου που κακοποιεί τη σύντροφό του, είναι να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της ζωής της». Ο δράστης, χρησιμοποιεί τη βία, τις απειλές και τον εκφοβισμό για να κάνει το "θύμα του" να νιώθει άσχημα, να νιώθει ενοχές και συνεπώς να είναι υπό τον έλεγχό του.
«Οι παράγοντες που παγιδεύουν τη γυναίκα σε μία κακοποιητική σχέση είναι πολλαπλοί και για κάθε γυναίκα είναι διαφορετικοί. Μπορεί να είναι πρακτικοί ή οικονομικοί οι λόγοι. Μπορεί να μην έχει υποστηρικτικό πλαίσιο. Ένας άλλος λόγος, πολύ σοβαρός όμως, μπορεί να είναι, ότι φοβάται. Φοβάται, τι μπορεί να της κάνει, όταν καταλάβει ότι θέλει να τον χωρίσει ή ότι προσπαθεί να φύγει ή πως όπου και να πάει, θα την βρει και θα πραγματοποιήσει τις απειλές του. Μπορεί να την έχει απειλήσει, ότι θα της πάρει τα παιδιά ή ότι θα της κάνει κακό. Μπορεί και να την έχει απειλήσει, ότι θα αυτοκτονήσει, σε περίπτωση που τον εγκαταλείψει. Είναι αρκετές οι γυναίκες, που ζουν υπό καθεστώς τρόμου. Μπορεί να ντρέπεται, να αισθάνεται ταπεινωμένη ή να νομίζει, ότι κανείς δεν θα την πιστέψει. Μπορεί να τον αγαπάει ακόμη και να ελπίζει ότι η κατάσταση θα αλλάξει. Μπορεί να πιστεύει ότι είναι καλύτερο για τα παιδιά να μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς τους ή να πιστεύει ότι είναι δική της ευθύνη να κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη και ότι πρέπει να υπομείνει τα πάντα και να κάνει το παν προκειμένου να μην "διαλύσει" την οικογένειά της. Κάποιες μπορεί να μην αντιλαμβάνονται, ότι αυτό που υφίστανται είναι κακοποιητική συμπεριφορά», λέει η ψυχολόγος.
Παρόλα αυτά, πάρα πολλές γυναίκες καταφέρνουν να σπάσουν τη σιωπή τους, αν και εξακολουθούν να φοβούνται και να ντρέπονται. Είναι η στιγμή της απόγνωσης ή η στιγμή που νιώθουν έτοιμες να παραμερίσουν τον φόβο και τις ενοχές τους και να αναζητήσουν βοήθεια, για να αποδράσουν.
Για κάποιες από αυτές τις γυναίκες η πρώτη απόδραση είναι και η τελευταία. Κάποιες άλλες, πριν την τελική "απόδραση", γυρνούν πίσω μία, δύο ή και περισσότερες φορές. Δεν είναι όμως αυτό το σημαντικό και ούτε σημαίνει, ότι μένουν, επειδή τους αρέσει.
Το σημαντικό είναι, ότι φεύγουν, ότι κάνουν τα πάντα, για να καταφέρουν να φύγουν.
Και, ίσως, το πιο σημαντικό είναι ότι κάποιες αναγκάζονται να γυρίσουν πίσω για τους ίδιους λόγους, που αρχικά τις εμπόδιζαν να φύγουν. Και δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε, ότι πολλές αναγκάζονται να γυρίσουν πίσω, επειδή δεν βρήκαν τη στήριξη ή την προστασία που περίμεναν από τους αρμόδιους φορείς και πρέπει να οργανώσουν ένα νέο, πιο αποτελεσματικό και ασφαλές, πλάνο απόδρασης.
Όταν αρχίσει μία γυναίκα να αντιλαμβάνεται την κακοποιητική συμπεριφορά και τις επιπτώσεις της στην ίδια και/ή στα παιδιά, τότε σίγουρα, αυτό είναι ένα βήμα προς την έξοδο από αυτή τη σχέση.
«Θυμάμαι, μία γυναίκα είχε πει… «Έφυγα όταν το έξω έγινε λιγότερο απειλητικό από το μέσα». Αν μάλιστα, μία γυναίκα έχει παιδιά και δεν έχει ούτε δικό της εισόδημα ούτε φίλους και συγγενείς να τη στηρίξουν, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Άλλωστε, η παροχή βοήθειας στη χώρα μας, δεν είναι αυτή που θα έπρεπε. Όταν μία γυναίκα καταλαβαίνει, ότι πρέπει να φύγει και θα πάει σε έναν ξενώνα, όπου μπορεί να μείνει για 3 το πολύ 6 μήνες, ανησυχεί, φοβάται, γιατί σκέφτεται τι θα γίνει μετά και πώς θα βρει δουλειά, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της», προσθέτει.
Κατά πόσο όμως αρκεί ή επαρκεί το νομικό και γενικότερο πλαίσιο που υπάρχει για την προστασία των θυμάτων της ενδοοικογενειακής βίας στη χώρα μας; Πόσο προστατευμένη μπορεί ή πρέπει να θεωρείται μία γυναίκα που αποφασίζει να απομακρυνθεί από τον σύντροφό της;
Όπως σημειώνει η κυρία Τσιριγώτη, συνήθως τη στιγμή που φεύγει, θα πάει στο Αστυνομικό Τμήμα, για να καταθέσει μήνυση. «Από εκεί και πέρα, εξαρτάται από το εάν η αντίδραση των Αρχών είναι ή όχι η ενδεδειγμένη».
Σύμφωνα με το Νόμο 3500/2006, η ενδοοικογενειακή βία είναι αυτεπάγγελτα διωκόμενο αδίκημα για το οποίο μάλιστα ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία: αυτό σημαίνει πως αν καταγγελθεί το βίαιο περιστατικό αμέσως, η Αστυνομία οφείλει να αναζητήσει τον δράστη για να τον συλλάβει και να δικαστεί με την αυτόφωρη διαδικασία (δηλαδή, εντός 2-3 ημερών). Σε αυτό το χρονικό διάστημα υπάρχει η δυνατότητα να εκδοθούν περιοριστικοί όροι (από εισαγγελέα ή δικαστήριο) για την προστασία της κακοποιημένης γυναίκας και των παιδιών, όμως αυτό δεν γίνεται σχεδόν ποτέ. Ακόμα και αν η ίδια το γνωρίζει και το ζητήσει, την παραπέμπουν σε αστικό δικαστήριο για να ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του δράστη.
Ας πάρουμε την περίπτωση που η αντίδραση των Αρχών είναι η ενδεδειγμένη.
«Κανονικά θα έπρεπε, να διατάσσεται, αμέσως μετά την καταγγελία, αποχώρηση του δράστη από την οικογενειακή εστία (και όχι να αναγκάζεται το θύμα να αποχωρήσει) και απαγόρευση προσέγγισης των θυμάτων, αλλά και να παρακολουθείται η συμμόρφωσή του με τους περιοριστικούς όρους. Αυτό όμως δεν ισχύει. Ας υποθέσουμε λοιπόν, ότι καταθέτει τη μήνυση και στο πλαίσιο του αυτοφώρου, τον βρίσκουν και τον συλλαμβάνουν. Αυτή είναι η καλή περίπτωση, που δεν είναι όμως, αυτό που συνήθως συμβαίνει. Συνήθως, η υπόθεση θα πάει στην τακτική δικάσιμο και για την Αθήνα θέλει 5 με 7 χρόνια για να τελεσιδικήσει. Αυτό σημαίνει χρήματα. Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι πολύ ακριβή και αυτό αποθαρρύνει πολλές γυναίκες να ζητήσουν προστασία ή τις αναγκάζει να παραιτούνται, όταν ο θύτης χρησιμοποιεί το δικαστικό σύστημα, για να τις εξοντώσει. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις στη νομική βοήθεια, ώστε η δωρεάν νομική εκπροσώπηση που λαμβάνουν τα θύματα, να είναι ποιοτική και να παρέχεται με απλές και σύντομες διαδικασίες (τώρα είναι πολύ γραφειοκρατική και χρονοβόρα, παρέχεται μόνο σε άτομα που βιώνουν ακραία φτώχεια, και τα οποία υποχρεώνονται να αλλάζουν δικηγόρο σε κάθε δικαστήριο). Και βέβαια, ακόμα κι όταν υπάρχουν ασφαλιστικά μέτρα, στις περισσότερες περιπτώσεις παραβιάζονται», χωρίς ο δράστης να υφίσταται κυρώσεις.
Νομικό πλαίσιο, όπως σημειώνει, έχουμε. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε, αλλά το θέμα είναι ότι παρότι υπάρχει το νομικό πλαίσιο, δεν εφαρμόζεται. Αυτά που ανέφερα πηγάζουν από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Ό,τι κάνει η κοινωνία μας ολόκληρη, που συχνά επιρρίπτει την ευθύνη στο θύμα και όχι στον δράστη, το κάνουν φυσικά και τα πλαίσια, στα οποία ζητά βοήθεια. Η Αστυνομία είναι ενδεχομένως το καλύτερο παράδειγμα, γιατί κάνει προσπάθειες από το 2019 και μετά, οι όποιες "κακές πρακτικές" να εξαλειφθούν. Είναι νωρίς όμως, για να έχουμε αποτελέσματα. Στην ουσία, αρχές του 2020 άρχισε να λειτουργεί το Επιτελικό Τμήμα για την Ενδοοικογενειακή βία στο Αρχηγείο της Αστυνομίας και τώρα, τέλος του 2021, ξεκινάνε τη λειτουργία τους πιλοτικά 6 γραφεία ενδοοικογενειακής βίας σε τοπικά αστυνομικά τμήματα και είναι νωρίς, για να γίνει καθολική εφαρμογή σε όλα τα τμήματα και να μην επικρατεί η αντίληψη, ότι φταίει το θύμα ή να αποτρέπεται το θύμα από την κατάθεση της καταγγελίας ή να μην ακολουθούνται οι διαδικασίες του αυτοφώρου κλπ. Και βέβαια υπάρχει τεράστιο έλλειμα εκπαίδευσης των εισαγγελέων και γενικά των δικαστικών λειτουργών. Γιατί ακόμα και αν η αστυνομία λειτουργήσει by the book που λέμε, μπορεί έπειτα στο δικαστήριο η υπόθεση να μην "πάει καλά" λόγω όπως είπα ελλιπούς εκπαίδευσης των δικαστικών λειτουργών που και εκείνοι/-ες όπως και το σύνολο της κοινωνίας δυστυχώς συχνά φέρουν τις ίδιες στερεοτυπικές αντιλήψεις και επιρρίπτουν την ευθύνη στο θύμα ή λόγω ανεπαρκούς νομικής εκπροσώπησης του θύματος ή λόγω έλλειψης ορθά συλλεχθέντων αποδεικτικών στοιχείων από τις ανακριτικές αρχές ή λόγω έλλειψης τεκμηρίωσης από τις δομές στις οποίες απευθύνθηκε για βοήθεια και στήριξη κ.ά.».
Στη Δάφνη χάθηκε μία ζωή από παράβαση καθήκοντος
«Σε όποιο αστυνομικό τμήμα δεν ακολουθείται η ενδεδειγμένη διαδικασία, αυτό αποτελεί παράβαση καθήκοντος. Είναι ένα σώμα, στο οποίο, εάν δεν κάνεις αυτό που πρέπει, είναι παράβαση καθήκοντος και θα γίνει ΕΔΕ. Για τους αστυνομικούς στη Δάφνη, έγινε ΕΔΕ. Δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί, αλλά είναι σημαντικό γιατί σηματοδοτεί η ΕΛΑΣ ότι αυτό που έκαναν εκείνη τη στιγμή είναι παράβαση καθήκοντος και άρα λειτουργεί παραδειγματικά προς τους υπόλοιπους συναδέλφους. Χάθηκε μία ζωή. Αν είχε ακολουθηθεί ορθά η προβλεπόμενη διαδικασία, καθώς η ενδοοικογενειακή βία όπως είπαμε είναι αυτεπάγγελτα διωκόμενο έγκλημα, αν τον συνελάμβαναν και παρείχαν προστασία στο θύμα, θα μπορούσε ίσως ή θα μπορούσε σίγουρα να είχε αποφευχθεί το συμβάν αυτό», υπογραμμίζει η κυρία Τσιριγώτη.
Τι δείχνουν τα στοιχεία για τα περιστατικά βίας και κακοποίησης και για τις γυναικοκτονίες στη χώρα μας; Έπαιξε ή όχι η οικονομική κρίση και η πανδημία ρόλο στην όποια αύξηση παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα;
Όπως εξηγεί η κυρία Τσιριγώτη, σε ό,τι αφορά τις γυναικοκτονίες, από το 2007 οπότε και έχουμε τον Νόμο και ξεκινήσαμε να μετράμε ξεχωριστά τα εγκλήματα οικογενειακής βίας, σε ό,τι αφορά στις ανθρωποκτονίες γυναικών από σύζυγο ή σύντροφο, μέχρι το 2018 μετρούσαμε τα εγκλήματα από μόνιμο σύζυγο ή σύντροφο που συνοικούσαν. Από το 2018 και μετά, έχουμε και τα άτομα, που δεν συνοικούν ή έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα της ΕΛ.ΑΣ για τις ενδοοικογενειακές δολοφονίες κατά την πενταετία 2007-2011, δολοφονήθηκαν 73 γυναίκες, οι 70 (95,9%) από άνδρα δράστη, που σημαίνει κατά μέσο όρο πάνω από μία γυναίκα το μήνα. Η πλειονότητα δολοφονήθηκε από τον σύζυγο/σύντροφό της (46 γυναίκες, 63,01%).
Πέρυσι, με βάση τα δεδομένα της Έκθεσης Απολογισμού Έργου του Τμήματος Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ, κατά το έτος 2020 καταγράφηκαν 16 τελεσμένες ανθρωποκτονίες (οι 9 με θύμα γυναίκα) και 16 απόπειρες ανθρωποκτονίας (οι 9 με θύμα γυναίκα).
«Οι γυναικοκτονίες είναι σίγουρα πολύ περισσότερες από αυτές που καταγράφονται στα επίσημα δεδομένα τα οποία περιλαμβάνουν μόνο τις δολοφονίες γυναικών που εξιχνιάσθηκαν το συγκεκριμένο έτος, και μόνο εκείνες για τις οποίες υπάρχουν αρκετά στοιχεία, ώστε να μπορούν να ταξινομηθούν ως γυναικοκτονία», σημειώνει η κυρία Τσιριγώτη.
«Δεν ξέρουμε, εάν φέτος θα καταγραφούν περισσότερες εξιχνιασθείσες γυναικοκτονίες (αν και αυτό προβλέπουμε μέχρι στιγμής) - θα το δούμε όμως στο τέλος του έτους.
Συνεπώς, πάντα ήταν πολλές οι γυναικοκτονίες, απλώς δεν ήταν θέμα που ενδιέφερε τα ΜΜΕ. Αυτό που σίγουρα συνέβη είναι ότι μέσα σε 6 μήνες (από τον Απρίλιο που έγινε η διπλή δολοφονία στη Μακρiνίτσα) μάθαμε για 10 γυναικοκτονίες, ίσως επειδή μετά την υπόθεση των Γλυκών Νερών τα ΜΜΕ έχουν αρχίσει να δίνουν έμφαση στη δημοσιοποίησή τους. Το 2011, για παράδειγμα, δεν μιλούσαμε καθόλου για "έκρηξη" κι όμως έγιναν 18 ανθρωποκτονίες γυναικών στο πλαίσιο ενδοοικογενειακής βίας».
Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούμε να πούμε, ότι αυξήθηκε η κακοποίηση από την πανδημία ή την οικονομική κρίση. Υπήρχε πάντα και συνέβαινε και πριν. Αυτό που συμβαίνει με την οικονομική κρίση και με οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη συνθήκη, είναι ότι μία τέτοια κρίση μπορεί να αυξήσει τη συχνότητα των συμβάντων. «Όταν δύο άνθρωποι είναι περισσότερες ώρες μαζί, αυτά τα περιστατικά αυξάνονται, γιατί υπάρχει μεγαλύτερη τριβή. Δεν είναι η αιτία η πανδημία, η συχνότητα και η επικινδυνότητα ωστόσο μπορεί να αυξάνονται. Την ίδια στιγμή, αυξήθηκαν πολύ οι δράσεις ευαισθητοποίησης, που σημαίνει, ότι μία γυναίκα τώρα μάλλον ξέρει πού πρέπει να απευθυνθεί».
Όσον αφορά πάντως στην επόμενη μέρα, η κίνηση των γυναικών που θέλουν να φύγουν μπορεί να αποκτήσει πραγματική αξία, μόνο εάν συντρέξουν αρκετές προϋποθέσεις σωρευτικά. Ειδικότερα, ποια είναι η επόμενη μέρα για τους δράστες, τους θύτες; Πώς μπορεί να διασφαλιστεί, ότι δεν θα επαναλάβουν την κακοποιητική συμπεριφορά;
«Αν μιλήσουμε για το δικαστικό κομμάτι, τα περισσότερα περιστατικά από τον Νόμο θεωρούνται πλημμελήματα (απλή σωματική βλάβη, επικίνδυνη σωματική βλάβη, παράνομη βία, παράνομη απειλή, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, παρακώλυση απονομής δικαιοσύνης). Αυτά που είναι κακουργήματα, είναι η δολοφονία, ο βιασμός, τα βασανιστήρια, η κατάχρηση σε ασέλγεια και η βαριά σωματική βλάβη. Αυτό σημαίνει, ότι κανείς δεν πάει φυλακή, παρά μόνο εάν έχει σκοτώσει και οι όποιες άλλες ποινές επιβάλλονται είναι μικρές και σχεδόν πάντα με αναστολή. Αυτό δίνει το μήνυμα, ότι η πράξη στην ουσία μένει ατιμώρητη», υπογραμμίζει η ψυχολόγος του ΕΔκΒ.
«Δεν είναι ευθύνη του θύματος να αποδείξει, ότι έχει κακοποιηθεί, αλλά υποχρέωση του συστήματος, να πάρει από το θύμα το βάρος της απόδειξης της κακοποίησης. Αρκετές υποθέσεις στα δικαστήρια γκρεμίζονται, δυστυχώς, γι’αυτόν τον λόγο, γιατί δεν κατάφερε εκείνη να αποδείξει καλά την κακοποίησή της αντί να υφίστανται κυρώσεις στο σύστημα, που δεν κατάφερε να συλλέξει τα αποδεικτικά στοιχεία τη στιγμή που έπρεπε».
«Από εκεί και πέρα, δεν έχουμε προγράμματα θεραπείας δραστών. Η ποινική διαμεσολάβηση υπάρχει μέσα στον Νόμο 3500/2006 και αφορά στα πλημμελήματα μόνο. Σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος, καλεί ο εισαγγελέας το θύμα, και εφόσον συναινέσει, ο δράστης παραπέμπεται να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα θεραπείας, αντί να οδηγηθεί στα δικαστήρια. Το θύμα θα πει «ναι», συνήθως γιατί δεν θέλει να καταστρέψει τον δράστη. Έτσι, μπαίνει η υπόθεση στο αρχείο για τρία χρόνια, εκείνος υπόσχεται ότι δεν θα το ξανακάνει και τον στέλνουν σε ένα πρόγραμμα θεραπείας, το οποίο στην ουσία δεν ακολουθείται. Το εάν πήγε ή δεν πήγε, το κατά πόσο παρακολούθησε το υποτιθέμενο πρόγραμμα είναι αμφίβολο, εκείνος στο μεταξύ έχει γλιτώσει το δικαστήριο, χωρίς να έχει γίνει καμία πράξη "σωφρονισμού". Εάν ο ίδιος δεν κατανοήσει το πρόβλημα, πώς θα θεραπευτεί;»
Όπως κατέστη σαφές, το πλαίσιο –και στη χώρα μας- υπάρχει. Αυτό που «χωλαίνει», σε μεγάλο βαθμό είναι η τήρηση και εφαρμογή του. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν, για να αναστραφεί αυτή η πραγματικότητα, ώστε να μην λειτουργεί σε βάρος των θυμάτων;
«Πρέπει καταρχήν, οι αρμόδιες υπηρεσίες να συνεργάζονται μεταξύ τους, Αστυνομία, εισαγγελείς, φορείς παροχής υπηρεσιών. Ότι δεν ανταλλάσσουμε μεταξύ μας πληροφορίες για τα περιστατικά που χειριζόμαστε, δημιουργεί προβλήματα. Είναι μία αλυσίδα, είναι πολλοί οι συναρμόδιοι φορείς», τονίζει η κυρία Τσιριγώτη.
Σε άλλες χώρες, υπάρχουν τα λεγόμενα «Family Justice Centers», δομές στις οποίες υπάρχει μέσα αστυνομικός, δικαστικός λειτουργός, ψυχολόγος, κοινωνικός λειτουργός. «Το θύμα πηγαίνει και λαμβάνει τις υπηρεσίες που χρειάζεται σε ένα σημείο. Φανταστείτε μια γυναίκα, με ανοιχτές τραυματικές εμπειρίες, να προσπαθεί να βγάλει άκρη μέσα σε ένα γραφειοκρατικό και δαιδαλώδες σύστημα και που πιθανότατα δεν έχει και χρήματα, και συνεπώς μπορεί να αποφεύγει να μπει σε έναν μακράς διάρκειας κυκεώνα, για να αποδείξει ό,τι έχει υποστεί ή να αποθαρρύνεται και να τα παρατάει».
«Η εφαρμογή του υπάρχοντος νόμου είναι το δεύτερο κομβικό σημείο και το τρίτο είναι ότι πρέπει ένας φορέας, που θα κάνει τον συντονισμό, να διερευνήσει ποια είναι τα πρακτικά προβλήματα και να δει πώς μπορεί, να λυθούν στην πράξη.
Παράλληλα, δεν έχουμε δομές έκτακτης φιλοξενίας. Δεν έχουμε δομές ούτε για το πριν ούτε για το μετά τον ξενώνα. Δεν χτυπάς ένα κουδούνι και μπαίνεις αμέσως σε έναν ξενώνα στην Ελλάδα. Απαιτείται χρόνος για να γίνουν εξετάσεις και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Πού θα μείνει λοιπόν μια γυναίκα (με παιδιά ίσως) για 1-2 εβδομάδες μέχρι να μπορέσει να μπει σε ξενώνα; Επίσης, σε άλλες χώρες υπάρχουν προστατευόμενα διαμερίσματα. Δεν γίνεται σε τρεις μήνες και σε έξι που μένεις στον ξενώνα, να σταθείς στα πόδια σου. Κάποιες μπορούν, όμως για τις περισσότερες από αυτές τις γυναίκες, είναι πολύ δύσκολο. Δεν πρέπει να υπάρχει μία δομή, μεταβατική, πιο μακροχρόνιας φιλοξενίας, ένα προστατευόμενο διαμέρισμα για το μετά; Ο ξενώνας έχει τη σημασία να περάσει ο κίνδυνος, να μην την κυνηγάει, να μην ξέρει πού βρίσκεται…»
«Οι γυναικοκτονίες γίνονται, όταν ο δράστης καταλαβαίνει ότι το θύμα θα φύγει»
«Συχνά αναρωτιόμαστε, γιατί γυρίζουν πίσω και τις καθιστούμε και υπεύθυνες γι’αυτό. Γιατί δεν υπάρχει η απαιτούμενη στήριξη, γι’αυτό γυρίζουν πίσω. Κάποιες γυρίζουν πέντε και εφτά φορές, πριν φύγουν οριστικά κι αυτό αν δεν μεσολαβήσει κάτι άλλο… Οι περισσότερες γυναικοκτονίες γίνονται, τη στιγμή που ο δράστης καταλαβαίνει, ότι το θύμα ετοιμάζεται να φύγει ή αφού έχει ήδη φύγει. Είναι ζήτημα εξουσίας και ο δράστης δολοφονεί εκείνη τη στιγμή καθώς αυτό αποτελεί και την τελευταία πράξη ελέγχου. Όπως στη Ρόδο, όπως στη Λαμία και σε άλλες περιπτώσεις», λέει η κυρία Τσιριγώτη.
Να αφουγκραστούμε τα θύματα – Το απαιτεί η κοινωνία που τρέχει πιο μπροστά από το κράτος
H κυρία Τσιριγώτη αναφέρεται ακόμη στο παράδειγμα της Ισλανδίας, όπου οι συναρμόδιες Αρχές άνοιξαν τους φακέλους, εξέτασαν τις υποθέσεις γυναικών που είχαν χάσει τη ζωή τους από τα χέρια των συντρόφων τους και κατόπιν σύγκρισης και ανάλυσής τους, κατέληξαν σε συμπεράσματα, που τους καθοδήγησαν στον καλύτερο χειρισμό των νέων περιστατικών. Επιπλέον, εκεί, η συλλογή των αποδείξεων γίνεται επί τόπου, τη στιγμή που καταγγέλλεται ένα περιστατικό και μία «ομάδα» ειδικών, αστυνομικού (που φέρει και κάμερα), δικαστικού λειτουργού και κοινωνικού λειτουργού σπεύδει στο σημείο.
«Έτσι, οι υποθέσεις δεν καταρρίπτονται στα δικαστήρια. Αυτές τις αλλαγές έκαναν και αυτές οι αλλαγές δεν είναι ότι χρειάζονται περισσότερα χρήματα, για να γίνουν. Και ενδεχομένως και οι αστυνομικοί εδώ να αντιμετωπίζουν ένα επιπλέον πρόβλημα, όταν το συμβουλευτικό κέντρο λειτουργεί 9 με 5. Οι σύμβουλοι (κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, νομικοί) επιπλέον, θα πρέπει να καταθέτουν ως μάρτυρες. Πρέπει, να αφουγκραστούμε τα θύματα και να προσαρμοστούμε στις ανάγκες, γιατί σαν κράτος δυστυχώς δεν το κάνουμε. Δεν ακούμε και πολλές φορές σχεδιάζουμε υπηρεσίες που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες. Μας αρέσει να λέμε, ότι τα κάνουμε όλα πολύ καλά και δεν αξιολογούμε τις υπηρεσίες μας, όπως θα έπρεπε».
«Έχουμε φτάσει στο απροχώρητο. Πρέπει να κάνουμε κάτι ουσιαστικό. Το απαιτεί και η κοινωνία πλέον δυνατά, το φωνάζει. Μετά το #Μetoo τι έχουμε κάνει σαν χώρα; Τελευταία, η κοινωνία προχωράει πολύ πιο μπροστά, σε σχέση με το πώς προχωράει το σύστημα. Τρέχουμε πίσω από το πρόβλημα. Η κοινωνία είναι πιο μπροστά από το κράτος».
«Strong Me» για την καταπολέμηση της έμφυλης βίας
Το «Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας» συμμετείχε ενεργά στο Φεστιβάλ «Strong Me» με θέμα την πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας, που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες ημέρες στο Σεράφειο του Δήμου Αθηναίων.
Για πρώτη φορά, 21 φορείς υπό την αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων (Γ.Γ.Δ.Ο.Π.Ι.Φ), του Δήμου Αθηναίων, με την υποστήριξη της Διεύθυνσης Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδων (ΚΕΔΕ), ενώνουν τις δυνάμεις τους, σε ένα Φεστιβάλ αφιερωμένο στην πρόληψη.
Μεταξύ των ομιλητριών, ήταν η κυρία Σύλβια Μιχαλακάκου, δικηγόρος, η οποία κατά την παρουσίασή της αναφέρθηκε στο φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας και στις γυναικοκτονίες των τελευταίων μηνών.
Ανέλυσε το θεσμικό πλαίσιο και τις δυνατότητες που δίνει ο νόμος στις γυναίκες που έχουν υποστεί ενδοοικογενειακή βία κάθε μορφής, διακρίνοντας τα επιμέρους ζητήματα που αφορούν το ποινικό σκέλος και τις αστικές αξιώσεις κάθε υπόθεσης και ανέλυσε τα στάδια ενώπιον των Δικαστηρίων για την προσωρινή και οριστική ρύθμιση των θεμάτων γονικής μέριμνας, επιμέλειας και διατροφής.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην πρόσφατη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου και τις απόψεις που έχουν υποστηριχθεί υπέρ και κατά των νέων νομοθετικών ρυθμίσεων.
Τέλος, υποστήριξε την αναγκαιότητα ίδρυσης οικογενειακών δικαστηρίων για την εκδίκαση των οικογενειακών υποθέσεων από εξειδικευμένους δικαστές, που θα συνεπικουρούνται από ειδικούς (ψυχολόγους, παιδοψυχολόγους κλπ) και αναφέρθηκε και στην ποινικοποίηση του stalking με την προσθήκη σχετικής διάταξης στο άρθρο 333ΠΚ.
Επίσης, στην εκδήλωση πραγματοποίησε εισήγηση η κα Μαρία-Σοφία Κυριάκου, Υπαστυνόμος Α΄, Επικεφαλής του Τμήματος Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Διεύθυνσης Γενικής Αστυνόμευσης του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, ενημερώνοντας το κοινό για το έργο της Αστυνομίας στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας καθώς και για τις νέες δομές που επιλαμβάνονται των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας.
Τέλος, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης έγινε ανάγνωση από την κα Τζωρτζίνα Κακουδάκη, (Σκηνοθέτις, Θεατρολόγος) πραγματικής ιστορίας γυναίκας που απευθύνθηκε σε αστυνομικό τμήμα αναφέροντας τα εμπόδια που συνάντησε.
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.