Φόνος στο Κουκάκι: Η Σουηδή, η αγάπη για τη ρετσίνα και ο μονόφθαλμος εραστής

Το πρωί της 17ης Απριλίου 1964 η Εύα Γκουνίλα Μπάρνε βρέθηκε νεκρή στο κρεβάτι της. Οι συνθήκες θανάτου της εικοσάχρονης Σουηδής, όπως τις περιέγραψε ο φίλος της, δημιούργησαν υπόνοιες εγκληματικής ενέργειας και προκάλεσαν την σύλληψη του.
6'

Η αυτοψία που έγινε στον τόπο του εγκλήματος ενίσχυσε τις υπόνοιες σε βάρος του μονόφθαλμου εραστή της νεαρής κοπέλας, αφού βρέθηκαν σταγόνες αίματος στο μαξιλάρι της, αλλά και στο πάτωμα του δωματίου.

Η όμορφη Εύα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Στοκχόλμη, όπου εργαζόταν στον ιππόδρομο. Σε μία δοκιμαστική ιπποδρόμια είχε ένα ατύχημα και έπεσε από το άλογο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνεχίσει τη δουλειά αυτή. Μετά το ατύχημα της και παρά το νεαρό της ηλικίας της έλαβε σύνταξη, αλλά οι γιατροί της συνέστησαν να αλλάξει κλίμα. Οι γονείς της την έστειλαν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κέρκυρα, όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι γνωστής κερκυραϊκής οικογένειας.

Το κορίτσι έμεινε στο νησί των Φαιάκων μέχρι το καλοκαίρι του 1963. Στα δύο χρόνια που έμεινε εκεί ήταν φοβερά λυπημένη που δεν μπορούσε να συνεχίσει το επάγγελμα που αγαπούσε και κάπως έτσι βρήκε διέξοδο στο αλκοόλ. Φαίνεται όμως πως ο αλκοολισμός της την οδήγησε σε σκανδαλώδη επεισόδια, με αποτέλεσμα οικογένεια που την φιλοξενούσε να την διώξει από το σπίτι και ίδια να αποφασίσει να αναχωρήσει για την Αθήνα.

Τον Ιούνιο του 1963 έφτασε στην πρωτεύουσα και νοίκιασε ένα δωμάτιο στο Κουκάκι. Σπιτονοικοκύρης της ήταν ο Χρήστος, ένας μονόφθαλμος ελαιοχρωματιστής στον οποίο ανήκε το δωμάτιο. Ήδη από τη δεύτερη ημέρα η νεαρή Σουηδέζα έπαψε να είναι απλώς η ενοικιάστρια του δωματίου και σύναψε ερωτικό δεσμό με τον σπιτονοικοκύρη της. Από εκείνη την ημέρα η Εύα ζούσε με τον Χρήστο ξοδεύοντας σε οινοποσίες τα χρήματα που λάμβανε από τη σύνταξη της, αλλά και εκείνα τα οποία της έστελνε η μητέρα της για να την ενισχύσει οικονομικά. Η οινοποσία όμως, προς την οποία είχαν ροπή αμφότεροι, έγινε επανειλημμένα αφορμή πρόκλησης επεισοδίων και άγριου γρονθοκοπήματος μεταξύ τους.

Κατά την εξέταση του από τους αστυνομικούς, ο Χρήστος αποκάλυψε ότι η φίλη του εκείνη τη νύχτα επέστρεψε μεθυσμένη και μόλις της έκανε παρατήρηση, εκείνη τον έβρισε σκαιά. Όντας κι εκείνος μεθυσμένος εξοργίστηκε και άρχισε να την χαστουκίζει με αποτέλεσμα να ανοίξει μύτη της και να υποστεί ελαφριά ρινορραγία. «Ήταν ζαλισμένη αλλά σκέφτηκα ότι ήταν από τα χαστούκια που της είχα δώσει. Δεν ανησύχησα. Ξαπλώσαμε και κοιμηθήκαμε. Όταν σηκώθηκα περίπου στις 07.30 το πρωί εκείνη δε σηκώθηκε. Νόμιζα ότι δεν είχε συνέλθει ακόμη από το μεθύσι, την χτύπησα ελαφρά στο πρόσωπο, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε. Άρχισα να την τραντάζω πιο δυνατά αλλά και πάλι δεν άνοιξε τα μάτια της», περιέγραψε στους αστυνομικούς.

Την επόμενη ημέρα ο «μονόφθαλμος φονεύς», όπως τον αποκαλούσαν οι εφημερίδες της εποχής, οδηγήθηκε στον ανακριτή. «Δεν δαρθήκαμε για πρώτη φορά. Στο μεθύσι μας επάνω και εκείνη και εγώ δεν ξέραμε τι κάνουμε. Πολλές φορές την χτύπησα χωρίς λόγο. Μετάνιωσα όταν συνήλθα για ότι κακό έκανα σε αυτό το πλάσμα που ομολογώ ήταν άκακο.

Τόσα του είχα κάνει και όμως δε μου κρατούσε κακία. Μια φορά την χτύπησα τόσο δυνατά, που παραπάτησε και χτύπησε πάνω στον τοίχο με δύναμη. Ζαλίστηκε και έπεσε κάτω, κρατώντας το κεφάλι της με τα δυο της χέρια. Δεν την φρόντισα καθόλου, δεν την σήκωσα. Την άφησα εκεί να σφαδάζει από τον πόνο. Και πάλι δύστυχη δε μου κράτησε κακία. Σαν συνήλθε ξαναγύρισε κοντά μου και είναι αλήθεια πως την δέχτηκα καλά γιατί δεν είχα πιει. Θηρίο γινόμουν μόνο όταν έπινα» είπε ο κατηγορούμενος.

Ωστόσο, επιφύλαξε στον εαυτό του ρόλο καθοδηγητή, υποστηρίζοντας πως την συμβούλευε να αφήσει το ποτό γιατί μια μέρα αυτό θα την οδηγούσε στο θάνατο. «Θα πεθάνω, μου έλεγε είτε πιω, είτε δεν πιω. Άφησε με να χαρώ τη ζωή όπως θέλω. Μη μου στερείς εκείνο που με ευχαριστεί.

Άφησε με να πιω όσο θα έχω ανοιχτά τα μάτια μου, από την ρετσίνα σας που είναι τόσο ωραία. Αν θέλεις να με έχεις κοντά σου άφησε με να πίνω. Θα μου πεις θα πεθάνω. Σου είπα το ξέρω. Τι δύο μήνες πιο μπροστά, τι δύο μήνες αργότερα. Θα πίνω και θα τα πάω και θα είμαι πάντα κοντά σου κι ας με χτυπάς» υποστήριξε πως του έλεγε η άτυχη Εύα κάθε φορά που την νουθετούσε προκειμένου να κόψει το αλκοόλ. «Δεν ήθελα το κακό της» είπε ο κατηγορούμενος, χωρίς να πείσει ανακριτή και εισαγγελέα που του άσκησε δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση.

Η δίκη

Την επόμενη χρονιά, ο Χρήστος κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου της Αθήνας. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας αποκαλύφθηκε ότι η 20χρονη Εύα ήταν καρπός αιμομιξίας του πατέρα της και της αδελφής του και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Μάλιστα, έπρεπε να υποβάλλεται συχνά σε μεταγγίσεις αίματος, τις οποίες το τελευταίο διάστημα δεν έκανε σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων, γιατί «ήθελε να πεθάνει επειδή ο κατηγορούμενος της φερόταν άσχημα».

Από την πλευρά του, ο κατηγορούμενος άλλαξε κατεύθυνση, λέγοντας πως δεν ήταν βίαιος μαζί της αλλά και πως είχε πρόθεση να την παντρευτεί. «Την λυπόμουν γιατί ήταν πολύ άρρωστη. Οι γιατροί της είχαν δώσει λίγους μήνες ζωής και εκείνη αρνιόταν να σταματήσει τις καταχρήσεις», είπε στην απολογία του. Όμως, οι καταθέσεις των γειτόνων και των φίλων, που περιέγραφαν μια βίαιη σχέση, αλλά και μια επιστολή του θείου του, στην οποία αναφερόταν πως είχε διώξει από το σπίτι τη μητέρα του γιατί αρνήθηκε να γίνει ζητιάνα και να του δίνει τα χρήματα, οδήγησαν στην καταδίκη του σε κάθειρξη 13 ετών.

Δείτε και αυτά από το Weekend Edition:

Το έγκλημα που συγκλόνισε τη Θεσσαλονίκη: Η ανήλικη που πέταξε το μωρό της στα σκουπίδια

Γάμος στο Κακουργιοδικείο: Προτίμησε τα δεσμά του γάμου από αυτά της φυλακής

Έγκλημα στην Ηλιούπολη: Η δολοφονία της ωραίας Ελένης και ο ρόλος του κουμπάρου

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ