Έγκλημα στο Παγκράτι: Ο ρόλος της θρυλικής «κυρίας Σοφίας» από το «Ρετιρέ»
Μια νεαρή γυναίκα δολοφονείται νυχτερινές ώρες στο Παγκράτι. Για περίπου ένα μήνα η δολοφονία παραμένει ανεξιχνίαστη, μέχρι που η ηθοποιός Κούλα Αγαγιώτου φτάνει στην αστυνομία και αποκαλύπτει το δολοφόνο.
Στη διασταύρωση της Βασιλέως Γεωργίου και Πραττίνου στο Παγκράτι ένας νεαρός άνδρας φαίνεται να προσεγγίζει μια γυναίκα. Δευτερόλεπτα αργότερα εκείνη κάνει μερικά βήματα τρεκλίζοντας και σωριάζεται στο έδαφος. Η όμορφη Μαρία Μπαβέα ήταν νεκρή και ο δράστης είχε διαφύγει προς άγνωστη κατεύθυνση. Μόνο ένας περαστικός είχε δει τη σκηνή, χωρίς να μπορεί όμως να βοηθήσει τις έρευνες των αστυνομικών.
Στο μικροσκόπιο των ερευνών μπήκαν οι συγγενείς, οι φίλοι και οι συνάδελφοι της κοπέλας στο κατάστημα όπου εργαζόταν. Νούμερο ένα ύποπτος ήταν ο αρραβωνιαστικός της, ο Λάζαρος, αφού το έγκλημα έγινε μόλις 100 μέτρα από το σπίτι του. Ωστόσο, από την προανάκριση δεν μπορούσε να αποδοθεί το έγκλημα σε εκείνον, τόσο γιατί είχε άλλοθι, όσο και επειδή η όμορφη Μαρία -σύμφωνα με όσα κατέθεσαν οι φίλοι της- τον λάτρευε. Το επόμενο σενάριο ήθελε κάποιον άγνωστο να επιτέθηκε στη Μαρία για λόγους όμως που η αστυνομία αδυνατούσε να εξηγήσει.
Η αποκάλυψη του ένοχου
Η δολοφονία της Μαρίας θα παρέμενε ανεξιχνίαστη αν ο ίδιος ο δολοφόνος δεν αποφάσιζε να αποκαλύψει το μυστικό του στη θεία του και εκείνη με τη σειρά της στην εξαδέλφη της Κούλα Αγαγιώτου, γνωστή ηθοποιό από τη σειρά «Ρετιρέ», που εκείνη την περίοδο συμμετείχε στο θίασο της Σμαρούλας Γιούλη. Η Αγαγιώτου είχε μεγάλη αδυναμία στο νεαρό ανιψιό της και γνωρίζοντας τα προβλήματά του προσπαθούσε πάντα να τον ηρεμεί και τον έχει υπό έλεγχο.
Η ηθοποιός λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία της Μπαβέα επέστρεψε στο σπίτι της από τη Θεσσαλονίκη, όπου εμφανιζόταν στον θίασο της Σμαρούλας Γιούλη. Με την επιστροφή της, η μητέρα της και γιαγιά του νεαρού, παραπονέθηκε πως εκείνος επιχείρησε δύο φορές να την πνίξει. Εκείνη πήγε να του μιλήσει και αυτός της αποκάλυψε πως είχε στην κατοχή του ένα μαχαίρι. Το γεγονός δεν της προκάλεσε έκπληξη, αφού την προηγούμενη χρονιά είχε ανακαλύψει πάνω του ένα πιστόλι. Του το ζήτησε, το πήρε και αμέσως η ηθοποιός το παρέδωσε σ’ ένα φίλο της ανθοπώλη για να το πετάξει.
Ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, ο ανιψιός αποκάλυψε σε μια άλλη θεία του ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα. Μάλιστα, εκείνη είχε ανακαλύψει αίματα στη μανσέτα του πουκαμίσου κι εκείνος της είπε ότι ήταν από κάποιο σπυράκι που είχε σπάσει. Όπως περιέγραψε ο ίδιος στην αστυνομία μετά τη σύλληψή του, μια μέρα η θεία του, σήκωσε τα μανίκια του πουκάμισου του, εκείνου που φορούσε όταν σκότωσε την άτυχη κοπέλα, και είδε τα αίματα που ήταν στην μανσέτα. Τότε τον ρώτησε τι είναι αυτό που βλέπει και εκείνος απάντησε πως ήταν από κάποιο σπυράκι.
Η θεία του δέχτηκε την δικαιολογία που της είπε, όμως λίγες μέρες αργότερα διάβαζε στην εφημερίδα για το φόνο της Μπαβέα και αναφώνησε: «Μα τι κάνει αυτή αστυνομία; Ακόμα δεν μπόρεσε να ανακαλύψει αυτόν που σκότωσε το δύστυχο κορίτσι». Τότε, ο ανιψιός της δεν συγκρατήθηκε και απάντησε: «Εγώ την σκότωσα». Εκείνη ξαφνιάστηκε. Έχασε τη λαλιά της. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και γύρισε το κεφάλι της προς τον ανιψιό της λέγοντας: «Εσύ την σκότωσες; Δε μπορώ να το πιστέψω». Η γυναίκα ενημέρωσε την εξαδέλφη της Κούλα Αναγιώτου, η οποία συνδύασε τα γεγονότα με το μαχαίρι που είχε ανακαλύψει πάνω του και πήγε στο φίλο της τον ανθοπώλη να το πάρει πίσω. Το παρέδωσε σ’ έναν δικηγόρο, εκφράζοντας υπόνοιες ότι ο ανιψιός της ήταν δολοφόνος και εκείνος με τη σειρά το παρέδωσε στην αστυνομία η οποία συνέλαβε το νεαρό.
Τι πραγματικά έγινε εκείνη τη νύχτα
Το βράδυ της 23ης Απριλίου, ο δράστης είχε βγει για απογευματινό περίπατο. Στην αρχή παρακολουθούσε τις περιπτύξεις ενός νεαρού ζευγαριού στη λεωφόρο Καβάλας και θέλησε να τους επιτεθεί, όμως λίγα λεπτά αργότερα άλλαξε γνώμη, έφυγε από το σημείο και έφτασε στο εργοστάσιο Φιξ. Σε ολόκληρη τη διαδρομή αναζητούσε γυναίκες για να τους επιτεθεί. Στην οδό Φορμίωνος αντελήφθη τη Μαρία. Την ακολούθησε από το απέναντι πεζοδρόμιο με τρόπο που δεν κατάφερε να γίνει αντιληπτός από εκείνη. Στα επόμενα λεπτά επιχείρησε να της επιτεθεί δύο φορές, αλλά κάποιοι περαστικοί ανέκοψαν το ύπουλο σχέδιό του.
Όταν το κορίτσι βρέθηκε σε ένα σκοτεινό σημείο της οδού Βασιλέως Γεωργίου, εκείνος άρπαξε το μαχαίρι του και με γρήγορες κινήσεις της έφερε πλήγμα χωρίς καν να της μιλήσει. Έπειτα με το μαχαίρι στο χέρι τράπηκε σε φυγή προς την αντίθετη κατεύθυνση και μόλις βρέθηκε σε σκοτεινό σημείο σκούπισε το μαχαίρι με μερικά χόρτα και στη συνέχεια με το μαντήλι του. Το τοποθέτησε στην θήκη του και μετά μέσα στο σακάκι του και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Ατάραχος, έπλυνε κανονικά το μαχαίρι και το μαντήλι του, δείπνησε και παρακολούθησε χαλαρός στον καναπέ την ταινία «Μπεν Χουρ».
Οι γονείς του νεαρού είχαν χωρίσει όταν εκείνος ήταν κάποιων ημερών ακόμη και η μητέρα του είχε βρεθεί στο ψυχιατρείο. Έτσι, εκείνος μεγάλωσε με τη θεία του και τη γιαγιά του, αλλά ήδη στα πρώτα χρόνια του γυμνασίου εγκατέλειψε το σχολείο επειδή τον κορόιδευαν οι συμμαθητές του γιατί δυσκολευόταν να πει το «ρ». Είδωλό του ήταν ο «Τζακ ο αντεροβγάλτης», λάτρευε να πηγαίνει σε κηδείες και νεκροταφεία, ενώ προσπαθούσε να μοιάσει στο «Δράκουλα». Μάλιστα, μια φορά η θεία του τον εντόπισε στο μπάνιο να έχει βάψει τα δόντια του κόκκινα προκειμένου να του μοιάσει. Όταν ήταν 16 ετών νοσηλεύτηκε για πέντε μήνες σε ψυχιατρική κλινική, όπου και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ενώ πολλές φορές είχε επιτεθεί σε συγγενικά του πρόσωπα.
Στην ίδια ηλικία ανακάλυψε και μια «γενετήσια ανωμαλία» -όπως την περιγράφουν οι εφημερίδες της εποχής- που δεν του επέτρεπε να συνάπτει σχέσεις. Μετά τη σύλληψή του ισχυρίστηκε πως αποφάσισε να επιτίθεται σε γυναίκες, όταν διάβασε στην εγκυκλοπαίδεια για την περίπτωση ενός ιππότη στη Βενετία, ο οποίος έπασχε από τη νόσο της υποσπαδίας (σσ: έπασχε και ο ίδιος) και διέπραττε φόνους για να ικανοποιείται.
«Κουνιστή και λυγιστή προκαλούσε τα πειράγματα»
«Γιατί την σκότωσες; Μπορείς να μας πεις γιατί σκότωσες μια γυναίκα που δεν γνώριζες» ρώτησε ο αστυνομικός τον κατηγορούμενο. «Σε τόσο κόσμο μου είναι πολύ δύσκολο να σας πω την απάντηση μου. Εγώ την σκότωσα, το μετάνιωσα αμέσως. Είχα σκεφτεί να σκοτώσω κι άλλες. Μόλις όμως έκανα αυτό, μετάνιωσα και δεν επρόκειτο να κάνω κάτι άλλο. Είχα σκεφτεί να σκοτώσω πολλές. Το είχα σχεδιάσει μα όπως σας είπα όταν σκότωσα εκείνη μετάνιωσα και καμιά διάθεση δεν για άλλο έγκλημα» απάντησε ο κατηγορούμενος.
Όταν ερωτήθηκε αν συνομίλησε με το κορίτσι, όπως κατέθεσαν αυτόπτες μάρτυρες, εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά και περιέγραψε: «Είναι ψεύτες. Δεν της είπα ούτε μία λέξη. Εκείνη με κατάλαβε ότι την παρακολουθούσα, δε μου έδωσε όμως σημασία, γιατί δεν ήμουν ο μόνος που την παρακολούθησε. Πολλοί άλλοι πριν από μένα, είχαν κάνει το ίδιο. Κουνιστή και λυγιστή, όπως πήγαινε, φυσικό ήταν να προκαλεί τα πειράγματα των νέων, που θα την συναντούσαν. Μόνον ένας πολύ γέρος δεν θα ένιωθε το παραμικρό για μια τέτοια κοπέλα».
Μόλις ρωτήθηκε γιατί αποκάλυψε στη θεία του το έγκλημα του, σκοτείνιασε και ύστερα από λίγο απάντησε: «Όταν της είπα την αλήθεια κατάλαβα ότι θα μπορούσαν να με πιάσουν. Της είχα όμως πολύ εμπιστοσύνη και την συμπαθούσα την καημένη, γιατί είχε μείνει γεροντοκόρη και δεν είχε νιώσει καμιά χαρά στη ζωή της. Η εμπιστοσύνη μου προς εκείνη με έκανε να της ανοίξω την καρδιά μου και να της πω ό,τι είχα κάνει, από τη στιγμή που είχα μετανιώσει για το κακό που έκανα σε μία κοπέλα που δε μου έφταιγε τίποτα. Αισθανόμουν την ανάγκη να το πω σε κάποιον, δεν μπορούσα να νιώσω το βάρος αυτό να μου πλακώνει την ψυχή».
Η δίκη
Τον Ιούνιο του 1965 οδηγήθηκε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου για να δικαστεί με τη διαδικασία να εξελίσσεται άκρως επεισοδιακά. «Είδα ένα νέο μαζί με μία νεαρά κοπέλα στην άκρη του πεζοδρομίου. Η κοπέλα φαινόταν σαν να ήθελε να φύγει, μια κίνηση έκανε ο νέος και νόμιζα ότι ήταν γροθιά, αργότερα κατάλαβα ότι ήταν χτύπημα μα μαχαίρι. Προχώρησε 40 μέτρα περίπου η κοπέλα τρεκλίζοντας και σωριάστηκε στο έδαφος. Την ίδια στιγμή ο δολοφόνος είχε εξαφανιστεί» είπε στο δικαστήριο ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας.
Στο δικαστήριο κλήθηκε να καταθέσει και ο ανθοπώλης, ο οποίος ήξερε τον κατηγορούμενο από όταν ήταν αυτός μικρό παιδί, και όπως κατέθεσε, απέφευγε πάντοτε τον κόσμο και ζούσε κλεισμένος στο σπίτι του. «Πιστεύω ότι είναι ψυχοπαθής. Μου έλεγε ότι εγώ είμαι όμορφος και μπορώ να έχω φιλενάδες, ενώ εκείνος είναι άσχημος και γυναίκες τον αποφεύγουν.Κάποτε, η θεία του ηθοποιός Κούλα Αγαγιώτου, τον έκλεισε για 3-4 μήνες στο «Μαρκομιχελάκειον». Δεν ήθελε να κλειστεί εκεί, μόνο όταν του είπαν ότι θα του άλλαζαν το πρόσωπο και θα τον έκαναν όμορφο, τους ακολούθησε. Φοβόταν η Αγαγιώτου, ότι κάτι κακό μπορούσε να κάνει ο ανιψιός της. Όταν αυτή έφευγε για περιοδεία στην επαρχία μου έλεγε να προσέχω γιατί θα έμενε μόνος του στο σπίτι με τη γιαγιά του. Τρεις φορές είχε αποπειραθεί να πνίξει την γιαγιά του» είπε στο δικαστήριο.
Τα ψυχολογικά προβλήματα του γιου του, κληρονομιά -όπως είπε- από τη μητέρα του, περιέγραψε και ο πατέρας του κατηγορουμένου. «Είχα υπόψιν δύο – τρία περιστατικά του γιου μου. Η θεία του όμως δε με άφηνε να επέμβω. Δεν θα ερχόταν στη σημερινή κατάσταση αν με άφηναν να φροντίσω εγώ. Δε διστάζω να πω ότι είναι σχιζοφρενής. Κυκλοφορούσε μόνο τα βράδια».
«Παρέδωσε το παιδί μου για να διαφημιστεί»
Εξαγριωμένη με την αδελφή της εμφανίστηκε η μητέρα του κατηγορουμένου, η οποία υποστήριξε πως παρέδωσε το παιδί της στην αστυνομία «για να διαφημιστεί, επειδή είναι ηθοποιός». Η Κούλα Αγαγιώτου δικαιολόγησε το ξέσπασμα της αδελφής της λέγοντας: «Είναι σχιζοφρενής. Η πάθησίς της εσημείωσεν έξαρσιν υπό την επήρειαν του θανάτου ενός παιδιού που είχαμε στο γκαράζ, το 1945. Τότε εγεννήθη ο Δημήτρης και ήρχισε αναπτυσσόμενος ανωμάλως». Στο άκουσμα της φράσης αυτής, ο ανιψιός της φώναξε «είσαι μια γελοία ηθοποιός, όλα τα έκανες για διαφήμιση επειδή δεν ήσουν τίποτα».
Η ηθοποιός συνέχισε την κατάθεσή της και περιέγραψε στους δικαστές το χαρακτήρα του ανιψιού της, τις συνήθεις και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε. «Διαρκώς ευρίσκετο εις τον κινηματογράφον. Η έμμονος ιδέα ότι είναι άσχημος του εδημιούργησε σύμπλεγμα ανθρωποφοβίας και την εντύπωση ότι οι πάντες τον περιέπαιζαν. Ήτο ιδιότροπος. Ηδύνατο επί μίαν εβδομάδα να συντηρήται μόνον με νερό και κατόπιν να τρώγη όσο ποτέ άνθρωπος. Του έκαναν εντύπωσι τα εγκλήματα. Επίσης, υποεδύετο διάφορα ιστορικά πρόσωπα: Τον Τιβέριον, τον Αγ. Δημήτριον, τον Αγ. Γεώργιον και τον Ριχάρδον τον Γ’. Διά τον τελευταίον έλεγεν ότι ήτο άσχημος, όπως αυτός και επί τη θέα του εγαύγιζαν τα σκυλιά, ενώ τον ίδιον περιπαίζουν οι άνθρωποι».
Μόλις έφτασε η ώρα της απολογίας του κατηγορουμένου, εκείνος περιέγραψε με λεπτομέρεια τις κινήσεις το μοιραίο βράδυ και ομολόγησε την πράξη του. Κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία της Μαρίας Μπαβέα, του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως και διατάχθηκε ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρική κλινική, αφού κρίθηκε πως «ο κατηγορούμενος ήταν ανιάτως φρενοβλαβής και επικίνδυνος».