Το Ελληνικό Δημόσιο «χάνει» το Κτήμα Βεΐκου με απόφαση... Δημογερόντων!
Με μια ιστορική από κάθε άποψη απόφασή του, ο Άρειος Πάγος, «προσυπέγραψε», ιδιωτικό συμφωνητικό (ομόλογο) Δημογερόντων (κοινοτικοί άρχοντες με ιδιότητες δικαστή επί τουρκοκρατίας), του έτους 1833, σύμφωνα με το οποίο, το σημερινό Κτήμα Βεΐκου ή “Ομορφοκκλησιάς”, κατοχυρωνόταν σε ιδιώτες, ως αγροτική γη!
Μέχρι και τις Συνθήκες Λονδίνου και Κωνσταντινούπολης επικαλέστηκαν οι εκπρόσωποι του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκειμένου να πείσουν ότι όλη αυτή η επίδικη έκταση ήταν δασική, ανήκε στο Οθωμανικό Κράτος και με την απελευθέρωση πέρασε στο Ελληνικό Κράτος.
Όμως το δικαστήριο τους πέταξε ουσιαστικά «στα μούτρα», συνθήκες πρωτόκολλα και μεταγενέστερες νομοθεσίες, όχι μόνο γιατί ήταν νομικά ανίσχυρες έναντι των ισχυρών συμφωνητικών των δημογερόντων, καθώς μέσω αυτών κατοχυρωνόταν ακλόνητο δικαίωμα «χρησικτησίας», αλλά και γιατί οι αιτιάσεις και διεκδικήσεις του Ελληνικού Δημοσίου ήρθαν τη δεκαετία του 2000.Δηλαδή, 170 και πλέον χρόνια μετά!!!
Η ιστορία ξεκινάει το 1833,όταν: «...Με το από 27/2/1833,ιδιωτικό συμφωνητικό (ομόλογο),το οποίο συντάχθηκε από το Δημογέροντα Αθηνών, Παλαιολόγο Βενιζέλο, παρουσία των μαρτύρων Αλυπίου Σαντζίρη και Αντωνίου Δήμου και των δημογερόντων Μιχαήλ Τουρναβίτη, Σταύρου Βλαχόπουλου κ. α. οι οποίοι επικυρώνουν τις υπογραφές εκείνου, ο οποίος συνέταξε το έγγραφο και των μαρτύρων, “κατά τας προσωπικάς ομολογίας έκαστου”,τρία αδέρφια το γένος Κοτζιά και κληρονόμοι της συγκεκριμένης έκτασης πώλησαν προς τον Ανδρέα Κομπατή 60 στρέμματα καλλιεργήσιμης έκταση,με το υπ άριθμ 2094/1837,συμβόλαιο του
συμβολαιογράφου Αθηνών Κων. Πιτάρη...».
Όλο αυτό το κτήμα εκτάσεως 4.500 στρεμμάτων, που προήλθε από τη συνένωση των
κτημάτων «Εύμορφη Εκκλησιά» και “Σκουμπουργιάννη” γνωστής σήμερα ως κτήμα “Βεΐκου” ή “Ομορφοκκλησιάς”, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια των Δήμων Γαλατσίου,Ν. Ιωνίας και Αθηνών και εντοπίζεται μεταξύ της κορυφογραμμής των Τουρκοβουνίων, Γαλατσίου, συνοικίας Κυπριάδου, οδούς Ηρακλείου, Ριζούπολης, Περισσού, Ν. Ιωνίας και ρέματος Καλογρέζας περιήλθε στους σημερινούς δικαιοπαρόχους, οικογένεια Βεΐκου, μέσω του παραπάνω συμφωνητικού, που είχε συντάξει ο Κομπατής με τους δημογέροντες και βάση του οποίου ακολούθησαν μια σειρά αγοραπωλησιών, με συμβόλαια, όπου έγινε απόλυτος κυρίαρχος της έκτασης αυτής, την οποία κατείχε από το 1829,η οικογένεια Κοτζιά.
Πώς έφτασε στην Οικογένεια Βεΐκου;
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία,της απόφασης του Αρείου Πάγου, “...Ο Ανδρέας Κομπατής απεβίωσε στις 9.9.1864 και με την από 11.1.1864 μυστική διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε από το Πρωτοδικείο Αθηνών, εγκατέστησε κληρονόμο του, την Αικατερίνη, χήρα του γνωστού Σουλιώτη οπλαρχηγού της Επαναστάσεως Λάμπρου Βέικου ή Μπέκιου, πρώτου εξαδέλφου του διαθέτη..”
Στη διαθήκη αυτή, μεταξύ άλλων ο διαθέτης, όρισε τα εξής: «Καταλείπω και παραχωρώ εις την Αικατερίνη Λαμπρομπέκαινα συμβία του Λάμπρου Φώτη Μπέκιου εκ Σουλίου της Ηπείρου πρώτου εξαδέλφου, επειδή δε η αυτή Αικατερίνη μου έσωσε και τη ζωή κατά την επικίνδυνη ασθένεια μου το 1857, εις τέλεια ιδιοκτησία το κτήμα μου “Εύμορφη Εκκλησία” ,κείμενο εντός της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων...ήμερα και άγρια, μάνδρες, αλώνια, ζευγαροσπιτότοποι, το ασβεστοκάμινο Ανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και όλη τη γύρω περιοχή...”
Η υπόθεση απασχόλησε τα δικαστήρια από το 2009, όταν το Ελληνικό Δημόσιο, άρχισε να διεκδικεί την συγκριμένη έκταση, υποστηρίζοντας ότι είναι δασική και ως τέτοια ανήκει στο δημόσιο. Τον Άρειο Πάγο απασχόλησε ένα υποσκέλος, που αφορούσε στην αγορά οικοπέδου εντός της επίμαχης έκτασης από μια πολίτη. Όμως και επειδή η απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία δικαιώνει τη δικαιοπάροχο, στηρίζεται ακριβώς στα ίδια νομικά δεδομένα και κεκτημένα από τους ιδιώτες ιδιοκτήτες, θα πρέπει να θεωρείται προπομπός του αποτελέσματος των εκκρεμών υποθέσεων που
αφορούν, στο σύνολο σχεδόν της επίμαχης έκτασης, όπως μας εξηγεί παρακάτω ο δικηγόρος Δρ. Απόστολος Παπακωνσταντίνου, που χειρίζεται τις σχετικές υποθέσεις εκ μέρους κληρονόμων των Βέικων, καθώς και άλλων σημερινών ιδιοκτητών του Κτήματος.
Το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο έδειξε πολύ αργά το ενδιαφέρον του-όπως στηλίτευσε με την απόφασή του και ο Άρειος Πάγος- στις αρχές του 2000, όταν με απόφαση της Διεύθυνσης Αναδασώσεως Αττικής, χαρακτηρίστηκε όλη η περιοχή ως δημόσια περιουσία και άρχισε το δικαστικό πόλεμο.
Στη δίκη μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι:
“... Δυνάμει των άρθρων 1-3 του Οθωμανικού νόμου της 7ης Ραμαζάν του Οθωμανικού έτους 1274(χριστιανικού 1826), η επίδικη έκταση υπήρξε ιδιοκτησία του Οθωμανικού κράτους, ανήκουσα κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (εμιριγιέ) και ως τέτοια (εμιριγιέ), περιήλθε κατά καθολική (in globo) διαδοχή του Οθωμανικού Δημοσίου στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, με δεδομένο ότι ανήκε στις δημόσιες εκείνες εκτάσεις που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα από τους Οθωμανούς δυνάμει των Συνθηκών,του Λονδίνου,της Κωνσταντινουπόλεως και των σχετικών πρωτοκόλλων αυτών.”
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ”υιοθέτησε” την άποψη του Εφετείου, με την οποία είχε κριθεί ότι «η επίδικη έκταση δεν περιήλθε στο αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ως δημόσια γαία, δυνάμει των προαναφερομένων Συνθήκης της Κων/πόλεως και πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ούτε ως ανήκουσα σε Τούρκους ιδιώτες, οι οποίοι με την απομάκρυνσή του από την Αττική, την εγκατέλειψαν και την κατέλαβε το Ελληνικό Δημόσιο, ούτε ότι κατά την διάρκεια του πολέμου την κατέλαβε και την εδήμευσε.
Περαιτέρω έκρινε ότι ο χαρακτήρας της επίδικης έκτασης ήταν αγροτικός και όχι δασικός και ότι δεν υπήρξε βοσκότοπος ή λιβάδι, ή αδέσποτη έκταση, ούτε ότι το Ελληνικό Δημόσιο τη νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως από της απελευθερώσεως της Αττικής μέχρι της εγέρσεως της αγωγής 24.9.2009, αφού καμία πράξη νομής δεν αποδείχθηκε από μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, ούτε τέλος αποδείχθηκε ότι καταλήφθηκε αυτή από το Ελληνικό Δημόσιο ως αδέσποτη έκταση, αφού ποτέ δεν ήταν αδέσποτη έκταση.”
Και υπογραμμίζεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
“...Με τη διάταξη του άρθρου 1 του από 16.11.1836 προεδρικού διατάγματος “περί ιδιωτικών δασών” σε συνδυασμό και με τα άρθρα 2και 3,αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρου διατάγματος που έχει ισχύ νόμου. Έτσι θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών πουν υπήρχαν στα όρια του ελληνικού κράτους κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρου διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού, προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγω διατάγματος.”
Δήλωση Δρ. Απόστολου Παπακωνσταντίνου:
Με την πρόσφατη αυτή απόφαση του ανωτάτου αναιρετικού δικαστηρίου της χώρας τέθηκε σοβαρό ανάχωμα στις προσπάθειες του Δημοσίου των τελευταίων δεκαετιών να αμφισβητήσει την κυριότητα των κληρονόμων του κτήματος Βεΐκου και των άλλων σημερινών ιδιοκτητών του.
Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση κρίθηκε αμετάκλητα ότι έκταση του κτήματος στη θέση «ΛΟΦΟΣ ΚΟΚΚΟΥ» δεν ανήκει στο Δημόσιο, όπως αυτό προέβαλε, αποκρούοντας έτσι το σύνολο των ισχυρισμών του, μεταξύ των οποίων ήταν ότι η έκταση είναι δασική και ότι έχει περιέλθει στο Δημόσιο μετά την απελευθέρωση του
ελληνικού κράτους.
Σημειώνεται ότι το σύνολο του κτήματος Βεΐκου ανέρχεται σε 4.500 στρέμματα και
βρίσκεται στο κέντρο του Λεκανοπεδίου της Αττικής, εκτείνεται δε μεταξύ της κορυφογραμμής των Τουρκοβουνίων, των ορίων του σχεδίου πόλεως του Γαλατσίου, της συνοικίας Κυπριάδου, της οδού Ηρακλείου, της Ριζούπολης, του Περισσού, της Νέας Ιωνίας και του ρέματος «Καλογρέζα».
Τις τελευταίες δεκαετίες το Δημόσιο αμφισβητεί, με διάφορους τρόπους, τον ιδιόκτητο χαρακτήρα του κτήματος, ανοίγοντας δικαστικό μέτωπο με τους σημερινούς ιδιοκτήτες του. Η Διοίκηση θεωρεί ότι πρόκειται περί δασικών εκτάσεων, για τις οποίες ισχύει το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου, βάζοντας έτσι σε νομικές περιπέτειες τους σημερινούς ιδιοκτήτες του κτήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο το Πρωτοδικείο όσο και το Εφετείο απέρριψαν το σύνολο των ισχυρισμών του Δημοσίου, ενώ,
αντίθετα, υιοθέτησαν τα τεκμηριωμένα επιχειρήματα της ιδιοκτήτριας, μεταξύ των οποίων ήταν ο μη δασικός χαρακτήρας της εκτάσεως, καθώς και ο ιδιωτικός χαρακτήρας του κτήματος τουλάχιστον από το έτος 1833. Τις αποφάσεις αυτές επικύρωσε ο Άρειος Πάγος, διαμορφώνοντας έτσι ένα νομικό προηγούμενο για το σύνολο των ιδιοκτησιών του κτήματος. Πρόκειται αναμφίβολα για ιδιαιτέρως
σοβαρή δικαστική απόφαση, αφού οι κρίσεις της αναμένεται να επηρεάσουν όχι μόνον την εξέλιξη των εκκρεμών υποθέσεων που αφορούν το κτήμα Βεΐκου, αλλά ευρύτερα, την εξέλιξη αντίστοιχων υποθέσεων αμφισβήτησης ιδιοκτησιών εκ μέρους του Δημοσίου.