Λ. Γαβαλάς: «Εσείς με καταστρέψατε!»
Σε 28 σελίδες, ο κ. Γαβαλάς μηνύει τον πρώην γαμπρό του και διευθύνοντα σύμβουλο, τη διευθύντρια οικονομικών υπηρεσιών και την ταμία, το διευθυντή μηχανογράφησης, τον προϊστάμενο του λογιστηρίου, τον δικηγόρο της επιχείρησης σε φοροτεχνικά ζητήματα, τον προσωπάρχη, μια πωλήτρια και έναν υπάλληλο λογιστηρίου, ισχυριζόμενος ότι με τις ενέργειές του τον οδήγησαν στην καταστροφή.
Σύμφωνα με τη μήνυση, τα συγκεκριμένα στελέχη «είχαν προνομιακή κυριολεκτικά μεταχείριση. Εκτός του ότι αμείβονταν με παχυλότατους μισθούς και υπέρογκα μπόνους είχαν στην κατοχή τους πολυτελέστατα αυτοκίνητα μάρκας Mercedes κινητά τηλέφωνα, ακόμη και e-pass για τις διελεύσεις στην Αττική Οδό». Όπως αναφέρει ο επιχειρηματίας, όταν τους προειδοποίησε, «οι μηνυόμενοι αντί να θέσουν τους εαυτούς τους στη διάθεση και την υπηρεσία της εταιρείας που τους είχε ευεργετήσει και τους είχε πλέον ανάγκη, κάποιοι από αυτούς αρχικώς δήλωσαν ασθένεια και έλαβαν αναρρωτικές άδειες και στη συνέχεια υπέβαλλαν τις παραιτήσεις τους και αποχώρησαν προβάλλοντας αστείες δικαιολογίες».
Ο κ. Γαβαλάς υποστηρίζει ότι η αρχή του τέλους για την επιχείρησή του ξεκίνησε προς τα τέλη του 2009, όταν η οικονομική κρίση ξεκίνησε στη χώρα μας. Στα μέσα του 2010, για πρώτη φορά η επιχείρηση εμφάνισε για πρώτη φορά αρνητική θέση, που οδήγησε στη σημερινή διακοπή της δραστηριότητας.
Οι τράπεζες σταμάτησαν τις πιστωτικές διευκολύνσεις, με αποτέλεσμα ο επιχειρηματίας να ξεκινήσει εσωτερικό έλεγχο. Τότε, διαπίστωσε περίεργες κινήσεις στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης και ζήτησε βοήθεια από τον τέως σύζυγο της αδελφής του και διευθύνοντα σύμβουλο.
«Πρέπει να γίνει ειδική έρευνα για τις ενέργειες, πράξεις και παραλείψεις του καθώς και το είδος – τη μορφή των σχέσεων του με τους άλλους εγκαλουμένους. Εγινε ξεκάθαρο ότι όλοι έδρασαν ως μια ομάδα και ο ένας βοηθούσε τον άλλο, στο εγκληματικό σχέδιο αφαίμαξης εμού και της εταιρείας μου. Ειδικά όμως ο τελευταίος είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στον ευαίσθητο και κρίσιμο τομέα των οικονομικών της εταιρείας. Εκείνος επόπτευε, ήλεγχε αποφάσιζε από κοινού με την διευθύντρια των οικονομικών υπηρεσιών για δαπάνες, εισπράξεις, επενδύσεις, κατάρτιση συμβάσεων με τις τράπεζες, πληρωμές κ.λ.π της εταιρείας. Δηλαδή, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς κρατούσαν την καρδιά της επιχείρησης στα χέρια τους αφού εγώ δεν γνώριζα οικονομικά. Στις 6.6.11 η εταιρεία κατόπιν αιτήσεως της υποχρεώθηκε να εξευτελιστεί και ζήτησε να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 99» προσθέτει.
Σε όσους τον κατηγορούν για πολυτελή και σπάταλο βίο, ο κ. Γαβαλάς απαντά: « πρώτον ήταν δικαίωμα μου γιατί τα χρήματα ήταν δικά μου αφού τα έπαιρνα νόμιμα και δεν τα έκλεβα, δεύτερον δεν αποτελεί επιχείρημα για να αντικρούσει την αποδεδειγμένη πλέον υπεξαίρεση των χρημάτων της εταιρείας μου από εκείνους, τρίτον ακόμα και ο τρόπος διαβίωσης μου είχε να κάνει με τις διαφημιστικές προσπάθειες για το καλό της εταιρείας και τέταρτον εγώ μπορώ να ζήσω και με πολλά και με λίγα».
Όπως λέει, δέχεται την τιμωρία του γιατί υπήρξε κακός επιχειρηματίας ή είχε δίπλα του κακούς συνεργάτες που τον παραπλάνησαν, διευκρινίζει όμως «Εγώ όμως δεν έκλεψα. Εκείνοι αντιθέτως θα δώσουν λόγο για σοβαρά κακουργήματα που διέπραξαν σε βάρος μου και σε βάρος της εταιρείας μου. Έβαλαν το δάκτυλο στο μέλι και το έγλειψαν».