Η μοναρχία στην Ελλάδα - Από τον Όθωνα έως τον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ
Η Ελλάδα, αν και είναι η χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, είναι πλούσια και σε... βασιλική ιστορία. Από την ίδρυση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι δύο οίκοι που βασίλευσαν στη χώρα ήταν οίκος Βίτελσμπαχ και ο οίκος Γλύξμπουργκ.
Τρία χρόνια μετά τη Διάσκεψη του Λονδίνου, το 1830, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αφού αναγνώρισαν την πολιτική ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, παρέδωσαν, το 1833, το στέμμα της Ελλάδος στον νεαρό Βαυαρό πρίγκιπα, Όθωνα.
Για τη διαδρομή της ελληνικής μοναρχίας μίλησε στο Newsbomb.gr, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Η Βασιλική Οικογένεια της Ελλάδος», Χρήστος Ζαμπούνης. Σύμφωνα με όσα ανέφερε: «Η ανεξαρτησία της Ελλάδος οφείλεται στις προστάτιδες δυνάμεις οι οποίες εκείνη την εποχή ήταν η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία. Αν δεν είχαν έρθει το 1927 οι στόλοι αυτών των δυνάμεων της εποχής να ναυμαχήσουν εναντίων του οθωμανικού στόλου, η Ελλάδα θα ήταν υποτελής.
Αυτές οι προστάτιδες δυνάμεις διάλεξαν για πρώτο Βασιλιά τον Όθωνα. Το γιο του βασιλιά Λουδοβίκου Β΄της Βαυαρίας. Ο Όθων αμέσως εξελληνίσθηκε αλλά δεν μπόρεσε να δώσει διάδοχο με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αστάθεια και να οδηγηθεί στην έξοδο το 1863».
Και πρόσθεσε: «Πάλι οι προστάτιδες δυνάμεις επέλεξαν από τη Δανία, στην οποία υπάρχει μια από τις παλιότερες βασιλικές δυναστείες, τον δευτερότοκο γιο του βασιλιά Φρειδερίκου, τον Γουλιέλμο ο οποίος όταν ήρθε στην Ελλάδα 17 ετών ονομάστηκε Γεώργιος.
Ο Γεώργιος ήρθε με ομόφωνη γνώμη της ελληνικής εθνοσυνέλευσης και μάλιστα η αντιπροσωπεία που είχε πάει στη Δανία είχε πει, "σας ευχαριστούμε πάρα πολύ διότι αδυνατούμε να κυβερνηθούμε από μόνοι μας".
Αυτά ήταν τα δεδομένα τότε για την Ελλάδα και για άλλες χώρες. Έτσι ήταν τα ήθη της εποχής. Με το πέρασμα του χρόνου οι Βασιλείς, οι οποίοι από ορισμένους θεωρούνται ξενόφερτοι όπως και ο θεσμός, λες και οι Βρετανοί μονάρχες είναι Εγγλέζοι ενώ είναι Γερμανοί, έγιναν Έλληνες. Εδώ πολιτογραφούμε διάφορους. Δεν καταλαβαίνω πώς για παράδειγμα προπονητές που μένουν εδώ και έχουν πάρει 5 πρωταθλήματα, να παίρνουν την ελληνική υπηκοότητα και αυτοί που ήταν 100 χρόνια στον θρόνο να μην μπορούν».
Αναφερόμενος στο σήμερα ο κ. Ζαμπούνης δήλωσε στο Newsbomb.gr: «Φτάνοντας στο σήμερα, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχει μια αγκύλωση στην προσέγγιση αυτού του κομματιού της ιστορίας. Νομίζω λοιπόν ότι παρότι έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε που άλλαξε το πολίτευμα, η μόνη απάντηση που μπορώ να δώσω για την φασαρία που γίνεται ακόμα και σήμερα, είναι ότι μάλλον αυτός ο θεσμός είναι δυνατός.
Πώς γίνεται άλλωστε τόσα χρόνια μετά το δημοψήφισμα του Καραμανλή που ο Μητσοτάκης χαρακτήρισε “unfair” - διότι δεν επετράπει στον Κωνσταντίνο να επιστρέψει και να συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία με τη φυσική του παρουσία - να γίνεται τόση συζήτηση. Προφανώς αυτός ο θεσμός κάτι έχει».
Ελληνική Μοναρχία
Η Μοναρχία της Ελλάδας (ή Ελληνική Μοναρχία) ήταν το σύστημα διακυβέρνησης της χώρας, στο οποίο ο κληρονομικός μονάρχης ήταν ο ανώτατος άρχοντας του Βασιλείου της Ελλάδας από το 1832 ως το 1924, και έπειτα από το 1935 ως το 1973.
Η Μοναρχία στην Ελλάδα ορίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, βάσει των συμφωνιών του Πρωτόκολλου του Λονδίνου του 1830. Για τη θέση του μονάρχη οι συμβαλλόμενες χώρες επέλεξαν τον πρίγκιπα Λεοπόλδο της Σαξονίας-Κόμπουργκ και Γκότα (μετέπειτα Βασιλιά του Βελγίου), ο οποίος δεν δέχτηκε. Ο Λεοπόλδος, μεταξύ άλλων, επικαλέστηκε στην άρνησή του ζητήματα αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, καθώς η επιλογή του είχε γίνει από ξένες δυνάμεις. Έπειτα, οι τρεις Δυνάμεις κατέληξαν στον Όθωνα, δευτερότοκο γιο του Λουδοβίκου A' της Βαυαρίας. Η επίσημη αναγόρευση του Όθωνα ως Βασιλιά της Ελλάδας οριστικοποιήθηκε με τις Συνδιάσκεψης του Λονδίνου του 1832. Η επιλογή του Όθωνα επικυρώθηκε τυπικά από την ελληνική πλευρά τον Ιούλιο του 1832.
Ο Βασιλιάς της Ελλάδας Όθων ο Α΄παρέμεινε στον ελληνικό θρόνο για 30 χρόνια, μέχρι τον Οκτώβριο του 1862, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, εν μέσω κοινωνικών αναταραχών. Τον Νοέμβριο του 1862 θα διεξαχθεί ένα δημοψήφισμα στην Ελλάδα για την εύρεση ενός νέου Βασιλιά. Οι περισσότεροι Έλληνες προτίμησαν τον πρίγκιπα Αλφρέδο, Δούκα του Εδιμβούργου.
Η βρετανική κυβέρνηση μπλόκαρε την μετάβαση του πρίγκιπα στην Ελλάδα, κυρίως επειδή δεν το επιθυμούσε η Βασίλισσα Βικτώρια του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην αδυναμία εξεύρεσης ενός βασιλιά η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση πρότεινε το θρόνο στον πρίγκιπα Γουλιέλμο της Δανίας του Οίκου των Γκλύξμπουργκ, γιο του Βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Θ'. Ο Γουλιέλμος δέχτηκε την πρόταση των Ελλήνων αντιπροσώπων, ενώ αμέσως μετά η Βουλή των Ελλήνων, επικύρωσε κατά πλειοψηφία την επιλογή του Γουλιέλμου, ο οποίος έπειτα θα ονομαζόταν Γεώργιος Α΄, Βασιλεύς των Ελλήνων.
Το 1924 με δημοψήφισμα καταργείται η Μοναρχία και εγκαθιδρύεται η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία. Λίγα χρόνια μετά, το 1935 με νέο δημοψήφισμα η Μοναρχία επανέρχεται, καθώς το 97,88% των Ελλήνων θα ταχθεί υπέρ αυτού του πολιτεύματος. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελληνική Βασιλική Οικογένεια θα εγκαταλείψει την χώρα μαζί με την κυβέρνηση, ενώ όταν μετά το τέλος του πολέμου θα επιστρέψει στη χώρα, αυτό θα επικυρωθεί από νέο δημοψήφισμα του 1946.
Η Μοναρχία κράτησε σταθερή πορεία στην Ελλάδα μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967. Παρόλο που αρχικά ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄ θα ορκίσει πραξικοπηματική κυβέρνηση, αργότερα θα προσπαθήσει να την ανατρέψει, κάτι που δεν θα καταφέρει και θα έχει ως αποτέλεσμα της αυτοεξορία της Ελληνικής Βασιλικής Οικογένειας στο εξωτερικό. Το 1973 με ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα, το στρατιωτικό καθεστώς θα καταργήσει τη Μοναρχία και θα εγκαθιδρύσει Προεδρική Δημοκρατία. Αργότερα, με την έλευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία της χώρας, το δημοψήφισμα θα επαναληφθεί το 1974 επικυρώνοντας επίσημα το τέλος της ελληνικής Μοναρχίας.
Οίκος του Βίττελσμπαχ
Ο Οίκος του Βίττελσμπαχ είναι ευρωπαϊκή βασιλική οικογένεια και ειδικότερα μια γερμανική δυναστεία από τη Βαυαρία.
Μέλη της οικογένειας υπήρξαν Δούκες, Εκλέκτορες και Βασιλείς της Βαυαρίας (1180-1918), Κόμητες του Παλατινάτου του Ρήνου (1214-1803 και 1816-1918), Μαρκήσιοι του Βρανδεμβούργου (1323-1373), Κόμητες της Ολλανδίας, Αινώ και Ζηλανδίας (1345-1432), Εκλέκτορες-Αρχιεπίσκοποι της Κολωνίας (1583-1761), Δούκες του Γύλιχ και Μπεργκ (1614-1794/1806), Βασιλείς της Σουηδίας (1441-1448 και 1654-1720) και Δούκες της Βρέμης-Φέρντεν (1654 -1719).
Στην ίδια οικογένεια ανήκαν δύο Αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1328/1742), ένας Βασιλιάς των Ρωμαίων (1400), δύο αντιβασιλείς της Βοημίας (1619/1742), ένας Βασιλιάς της Ουγγαρίας (1305), ένας Βασιλιάς της Δανίας και της Νορβηγίας (1440) και ένας Βασιλιάς της Ελλάδας (1832-1862). Κεφαλή της οικογένειας είναι από το 1996 ο Φραγκίσκος της Βαυαρίας.
Οίκος του Γλύξμπουργκ
Η οικογένεια πήρε το όνομά της από τo Γλύξμπουργκ (Glücksburg), μια μικρή παραλιακή πόλη στη νότια, γερμανική πλευρά του φιόρδ του Φλένσμπουργκ, που χωρίζει τη Γερμανία από τη Δανία. Το 1460 το Γλύξμπουργκ περιήλθε, ως μέρος των συνενωμένων Δανο-Γερμανικών δουκάτων Σλέσβιχ και Χόλσταϊν, στον Κόμη Χριστιανό Ζ΄ του Όλντενμπουργκ, που το 1448 οι Δανοί είχαν εκλέξει βασιλιά τους ως Χριστιανό Α΄, όπως είχαν κάνει και οι Νορβηγοί το 1450.
Το 1564 ο δισέγγονος του Χριστιανού Α΄, ο Βασιλιάς Φρειδερίκος Β΄, κατά την αναδιανομή των φέουδων των Σλέσβιχ και Χόλσταϊν, διατήρησε κάποιες εκτάσεις για τη δική του ανώτερη βασιλική γραμμή, ενώ παραχώρησε το Γλύξμπουργκ στον αδελφό του Δούκα Ιωάννη το Νεότερο (1545-1622), μαζί με το Σόντερμπουργκ για τη συντήρησή του. Οι κληρονόμοι του Ιωάννη υποδιαίρεσαν περαιτέρω το μερίδιό τους και δημιούργησαν, μεταξύ άλλων κλάδων, μια γραμμή από δούκες του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόνντερμπουρκ στο Μπεκ (ένα κτήμα κοντά στο Mίντεν που αγόρασε η οικογένεια το 1605), που παρέμειναν υποτελείς των βασιλιάδων της Δανίας.
Το 1825 το κάστρο του Γλύξμπουργκ είχε επιστραφεί στο Δανικό στέμμα (από άλλο κλάδο δουκών με το όνομα Γλύξμπουργκ, που εξέλιπε το 1779) και δόθηκε εκείνο το έτος από το Βασιλιά Φρειδερίκο ΣΤ΄, μαζί με ένα νέο τίτλο δούκα, στο συγγενή του Φρειδερίκο Γουλιέλμο του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόνντερμπουρκ-Γλύξμπουργκ. Ο Φρειδερίκος πρόσθεσε τον εδαφικό προσδιορισμό στον τίτλο του δούκα που ήδη κατείχε, αντί του "Μπεκ" (ένα κτήμα που η οικογένεια είχε στην πραγματικότητα πουλήσει το 1745). Έτσι εμφανίστηκαν οι υπάρχοντες Δούκες του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόνντερμπουρκ-Γλύξμπουργκ.
Η Δανική γραμμή των βασιλιάδων του Όλντενμπουργκ εξέλιπε το 1863, το ίδιο και η παλαιότερη γραμμή της οικογένειας Σλέσβιχ-Χόλσταϊν με το θάνατο του τελευταίου δούκα του Αουγκούστενμπουργκ το 1931. Έτσι ο Οίκος του Γλύξμπουργκ έγινε η μεγαλύτερη σωζόμενη γραμμή του Οίκου του Όλντενμπουργκ. Μια άλλη γραμμή κατιόντων του Όλντενμπουργκ, οι Δούκες του Χόλσταϊν-Γκόττορπ, αποτελούντο από δύο κλάδους που διατήρησαν την εξουσία μέχρι τον 20ό αιώνα. Αλλά τα μέλη της γραμμής Ρομανώφ εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν από τη Ρωσική Αυτοκρατορία τους το 1917, ενώ το Μεγάλο Δουκάτο του Όλντενμπουργκ καταργήθηκε το 1918, αν και επιβιώνει η δυναστική γραμμή του.
Ούτε οι Δούκες του Μπεκ ούτε εκείνη του Γλύξμπουργκ ήταν κυρίαρχοι ηγεμόνες, αλλά είχαν τα εδάφη τους ως φέουδα στην κορυφή από τους κυβερνώντες Δούκες του Σλέσβιχ και Χόλσταϊν, δηλαδή τους βασιλιάδες της Δανίας, και (μέχρι το 1773) τους Δούκες του Χόλσταϊν-Γκόττορπ.
Ο Πρίγκιπας Χριστιανός του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόνντερμπουρκ-Γλύξμπουργκ, τέταρτος γιος του Δούκα Φρειδερίκου του Γλύξμπουργκ, αναγνωρίστηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1852 ως διάδοχος του άτεκνου Βασιλιά Φρειδερίκου Ζ΄ της Δανίας. Έγινε βασιλιάς της Δανίας ως Χριστιανός Θ΄ στις 15 Νοεμβρίου 1863.
Ο Πρίγκιπας Γουλιέλμος, δεύτερος γιος του Πρίγκιπα του Στέμματος Χριστιανού και της Πριγκίπισσας του Στέμματος Λουίζας, εξελέγη Βασιλιάς των Ελλήνων στις 30 Μαρτίου 1863, διαδεχόμενος τον εκπεσόντα Όθωνα της Ελλάδας των Βίττελλσμπαχ, και βασίλεψε με το όνομα Γεώργιος Α΄.
Ο Πρίγκιπας Κάρολος, δεύτερος γιος του Φρειδερίκου Η΄ της Δανίας, μεγαλύτερου γιου του Χριστιανού Θ΄, έγινε βασιλιάς της Νορβηγίας στις 18 Νοεμβρίου 1905 ως Χάακον Ζ΄ της Νορβηγίας. Οι κόρες του Χριστιανού Θ΄, Αλεξάνδρα της Δανίας και Δάγμαρ της Δανίας (ως Μαρία Φιόντοροβνα) έγιναν σύζυγοι, αντίστοιχα, του Εδουάρδου Ζ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου και του Αλέξανδρου Γ΄της Ρωσίας. Έτσι το 1914 οι απόγονοι του βασιλιά Χριστιανού Θ΄κατείχαν τα στέμματα αρκετών ευρωπαϊκών βασιλείων, και έγινε γνωστός ως «Πεθερός της Ευρώπης».
Ο μεγαλύτερος αδελφός του Χριστιανού Θ΄κληρονόμησε την επίσημη ηγεσία της οικογένειας ως Κάρολος Δούκας του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόνντερμπουρκ-Γλύξμπουργκ και οι δικοί του απόγονοί αντιπροσωπεύουν σήμερα τη μεγαλύτερη γραμμή του κλάδου Σλέσβιχ-Χόλσταϊν του Οίκου του Όλντενμπουργκ.
Ο Έλληνες Αντιβασιλείς
Οι Έλληνες αντιβασιλείς, εκτελούσαν χρέη ανώτατου άρχοντα της Ελλάδας, εξαιτίας της αδυναμίας του μονάρχη να ασκήσει τα καθήκοντά του, λόγω ηλικίας, απουσίας από τη χώρα ή προβλημάτων υγείας.
Αυτοί ήταν:
- Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ, Πρόεδρος του συμβουλίου της Αντιβασιλείας μέχρι την ενηλικίωση του Βασιλιά Όθων Α', 6 Φεβρουαρίου 1833 - 1 Ιουνίου 1835
- Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, Αντιβασιλέας μέχρι το δημοψήφισμα του 1920 για την επανόρθωση του Κωνσταντίνου Α, 28 Οκτωβρίου 1920 - 17 Νοεμβρίου 1920
- Βασίλισσα-Βασιλομήτωρ Όλγα, Αντιβασίλισσα μέχρι την επιστροφή του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α', 17 Νοεμβρίου 1920 - 19 Δεκεμβρίου 1920
- Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, Αντιβασιλέας μέχρι το δημοψήφισμα του 1924, 20 Δεκεμβρίου 1923 - 25 Μαρτίου 1924
- Στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, 10 Οκτωβρίου 1935 - 22 Νοεμβρίου 1935
- Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, 31 Δεκεμβρίου 1944 - 27 Σεπτεμβρίου 1946
- Διάδοχος Κωνσταντίνος Αντιβασιλέας κατά την αδυναμία του Βασιλιά Παύλου λόγω της επιδείνωσης της υγείας του, 20 Φεβρουαρίου 1964 - 6 Μαρτίου 1964
Τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ – Ο τελευταίος μονάρχης της Ελλάδας
Γεννημένος στις 2 Ιουνίου του 1940 στην Αθήνα, ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ελλάδας στις 6 Μαρτίου του 1964, σε ηλικία 24 ετών διαδεχόμενος τον πατέρα του, Παύλο Α΄ μετά τον θάνατό του την ίδια ημέρα.
Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκε την τότε πριγκίπισσα της Δανίας, Άννα - Μαρία με την οποία απέκτησε τρεις γιους και δύο κόρες.
Ήταν γιος του βασιλιά Παύλου Α', του οίκου των Γλύξμπουργκ και της βασίλισσας Φρειδερίκης-Λουίζας του Αννοβέρου, αδελφός της μετέπειτα (και πρώην πλέον) βασίλισσας της Ισπανίας Σοφίας και της πριγκίπισσας Ειρήνης.
Το 1941, η οικογένειά του διέφυγε στην Κρήτη και μετά στην Αίγυπτο. Στη διάρκεια του πολέμου έζησαν για μεγάλα διαστήματα στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής.
Το 1946, μετά την απελευθέρωση, η βασιλική οικογένεια επέστρεψε στη χώρα.
Την 1η Απριλίου 1947, ο πατέρας του ανέλαβε το βασιλικό αξίωμα, ύστερα από το θάνατο του Γεωργίου Β', και ο ίδιος ανακηρύχτηκε διάδοχος του θρόνου. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο δημοτικό σχολείο που λειτούργησε μέσα στα ανάκτορα Ψυχικού. Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στο εθνικό εκπαιδευτήριο Αναβρύτων και συνέχισε στη Σχολή Ευελπίδων.
Στις 28 Ιουνίου του 1958, ανακηρύχτηκε αξιωματικός και στα τρία όπλα. Ασχολήθηκε ενεργά με τον προσκοπισμό και το 1959, ανακηρύχτηκε αρχιπρόσκοπος. Το 1960, αναδείχτηκε χρυσός ολυμπιονίκης στη Ρώμη, στο αγώνισμα της ιστιοπλοϊας.
Στις 6 Μαρτίου 1964, την επομένη του θανάτου του πατέρα του ανακηρύχτηκε βασιλιάς σε ηλικία 24 ετών. Στις 18 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Άννα - Μαρία της Δανίας, τριτότοκη κόρη του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου Θ'. Από το γάμο του απέκτησε πέντε παιδιά: την Αλεξία, τον Παύλο, τον Νικόλαο, τη Θεοδώρα και τον Φίλιππο.
Στις 15 Ιουλίου του 1965, προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, αμφισβητώντας το δικαίωμα του πρωθυπουργού να αναλάβει προσωπικά το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια διόρισε τις βραχύβιες κυβερνήσεις Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα (15 Ιουλίου) και Ηλία Τσιριμώκου (20 Αυγούστου), οι οποίες δεν συγκέντρωσαν ψήφο εμπιστοσύνης. Στις 17 Σεπτεμβρίου διόρισε νέα κυβέρνηση υπό το Στέφανο Στεφανόπουλο, η οποία διατηρήθηκε στην εξουσία επί 15 περίπου μήνες.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1966, διόρισε την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ιωάννη Παρασκευόπουλου η οποία έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και στις 3 Απριλίου 1967, διόρισε πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών. Λίγες ημέρες αργότερα, παρότι αντίθετος με την ομάδα των πραξικοπηματιών που κατέλαβαν την εξουσία την 21η Απριλίου, υπέδειξε για τη θέση του πρωθυπουργού τον Κωνσταντίνο Κόλλια και προσυπέγραψε το διορισμό της υπό αυτόν κυβέρνησης.
Στις 13 Δεκεμβρίου οργάνωσε αντιδικτατορική κίνηση που απέτυχε. Κατέφυγε με την οικογένειά του στη Ρώμη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο.
Την 1η Ιουνίου 1973, το δικτατορικό καθεστώς ανακοίνωσε την κατάλυση της βασιλείας και στις 29 Ιουλίου έκανε «δημοψήφισμα» για να κατοχυρώσει την απόφασή του αυτή.
Το 1974, ύστερα από την πτώση των συνταγματαρχών και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, έγινε το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου για το πολιτειακό, με το οποίο ο Κωνσταντίνος Β' κηρύχτηκε οριστικά έκπτωτος, με ποσοστό ψήφων 69,18 % υπέρ της προεδρευομένης Δημοκρατίας.
Μετά την έκπτωσή του, διεκδίκησε ακίνητη περιουσία (Κτήμα και ανάκτορα Τατοίου, κτήμα και ανάκτορο Μon Repos Κερκύρας και δασόκτημα Πολυδενδρίου Λαρίσης) και προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Τελικά η απόφαση που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2002, του επιδίκασε αποζημίωση 13,7 εκατ. ευρώ.
Διαβάστε επίσης
Τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος: «Θρίλερ» με την ενδυμασία και το αν θα φοράει ρούχα ή στολή
Η άγνωστη ιστορία από το ειδύλλιο της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο
Τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος: Ο προτελευταίος που θα ταφεί στο Τατόι
Κωνσταντίνος: Ο τέως βασιλιάς που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή
Κωνσταντίνος: Το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπαικούς Αγώνες του 1960
Τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος: Το ζήτημα του ονόματος - Πώς προέκυψαν τα Γλύξμπουργκ και Ντε Γκρέτσια
Τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος – Ποιος ήταν ο τελευταίος Έλληνας μονάρχης