Αριστείδης Παγκρατίδης: «Δράκος του Σέιχ Σου» ή θύμα πλεκτάνης;
Στις 16 Απριλίου 1964, παραπέμφθηκε τελικά σε δίκη ο Αριστείδης Παγκρατίδης, ο οποίος είχε συλληφθεί ως ο «Δράκος του Σέιχ Σου», εκτελέστηκε τον Φεβρουάριο του 1968 αλλά σχεδόν 60 χρόνια μετά παραμένουν αμφιβολίες για το κατά πόσο ήταν αυτός ο ένοχος.
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης (1940 - 16 Φεβρουαρίου 1968) κατηγορήθηκε από τις αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης ως ο υπαίτιος μιας σειράς δολοφονικών και ληστρικών επιθέσεων σε ζευγάρια στην περιοχή του δάσους του Σέιχ Σου το 1959.
Συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1963 ύστερα από την επίθεσή του σε 12χρονη τρόφιμο του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος», δικάστηκε τον Οκτώβριο του 1964 και καταδικάστηκε σε εννέα χρόνια φυλάκιση. Κατά την διάρκεια των ανακρίσεων ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο διαβόητος «Δράκος του Σέιχ Σου» , δικάστηκε τον Φεβρουάριο του 1966 καταδικάστηκε σε θάνατο ως άτομο επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και δυο χρόνια αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου του 1968 εκτελέστηκε στον τόπο που εγκλημάτισε, στο δάσος του Σέιχ Σου.
Ο Παγκρατίδης γρήγορα ανακάλεσε την ομολογία του, ισχυρίστηκε ότι ελήφθη κατόπιν ψυχολογικών πιέσεων και σωματικής βίας και μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσής του παρέμεινε σταθερός υποστηρίζοντας την αθωότητά του. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, το αν ήταν αθώος ή ένοχος, παραμένει αμφισβητούμενο, με τους περισσότερους να υποστηρίζουν τελικά ότι ήταν αθώος.
Η δίκη του, που όπως ήταν αναμενόμενο, συγκέντρωνε κάθε μέρα πλήθη κόσμου, ήταν το πιο σημαντικό γεγονός για την Θεσσαλονίκη, εκείνο τον καιρό.
Άρχισε την Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 1966 στο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης και τελείωσε στις 22 Φεβρουαρίου 1966, με την κήρυξη του Παγκρατίδη ως ενόχου για όλα τα εγκλήματα που κατηγορήθηκε και με ποινή τετράκις εις θάνατον.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1968 στις 07:05' το πρωί, ο Παγκρατίδης εκτελέστηκε από απόσπασμα της Χωροφυλακής σε μια τοποθεσία του δάσους του Σέιχ -σου, κοντά στον τόπο που διέπραξε τα εγκλήματά του.
Η Βασιλική Γιγή, η δημοσιογράφος της εφημερίδας «Μακεδονία», που παρακολούθησε από την αρχή ως το τέλος την υπόθεση υποστηρίζει ότι «μετά τη σύλληψή του, όταν τα στοιχεία έδειξαν ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο που έκανε τα εγκλήματα του 1959, ο διοικητής Ασφάλειας Ν. Τζαβάρας ενημέρωσε τον εισαγγελέα Δ. Παπαντωνίου ότι επερατώθη η προανάκριση για την επίθεση στο ορφανοτροφείο και του ζήτησε να συνεχίσει την προανάκριση, γιατί τα ευρήματα ‘μύριζαν’ δράκο.
Τότε εστάλη στην ασφάλεια ο εισαγγελέας Νίκος Αθανασόπουλος και η ανάκριση γινόταν μόνο παρουσία του. Ο Παγκρατίδης, που πίστευε ότι λόγω της νεαρής ηλικίας του θα δικαστεί με ελαφρυντικά και θα εκτίσει την ποινή του σε αγροτικές φυλακές εξιστόρησε τη ζωή του, τις ανωμαλίες του καθώς και τα εγκλήματα που διέπραξε με λεπτομέρειες που δεν γνώριζε κανένα μέχρι τότε και που συνέπιπταν με τα ευρήματα των εγκλημάτων που είχαν διαπραχθεί πριν από τέσσερα χρόνια.
Μάλιστα ο εισαγγελέας Αθανασόπουλος, που είναι γνωστό ότι δεν θα κάλυπτε την αστυνομία, όταν τελείωσε η προανάκριση, δήλωσε: «Είμαι τόσο πολύ σίγουρος ότι είναι αυτός». Την ίδια άποψη με τον εισαγγελέα είχε και ο ανακριτής Κιούσης: «Είμαι 2.000% σίγουρος ότι είναι αυτός», είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους. Μάλιστα, ήταν τόσες οι λεπτομέρειες που είχε αποκαλύψει για ευρήματα στους χώρους των εγκλημάτων, πολλά από τα οποία δεν είχαν αξιοποιηθεί από την αστυνομία καθώς πίστευαν ότι δεν σχετίζονται με τις δολοφονίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την τελευταία επίθεση στο νοσοκομείο αναφέρθηκε σε ένα κουμπί και κάποια ψιλά που είχε χάσει φεύγοντας από τον τόπο, τα οποία οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι ανήκουν στον δράστη. Ήταν σίγουρα ο δράστης των εγκλημάτων, για τα οποία κατηγορήθηκε. Όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο, στηρίχθηκαν σε μαρτυρίες ατόμων που δεν είχαν «ιδίαν αντίληψη» ούτε έζησαν τα γεγονότα».
Ο συγγραφέας Σάκης Σερέφας υποστηρίζει ότι: «...Μια τοπική κοινωνία καθαρμάτων μαζί με την αστυνομική και δικαστική εξουσία έβαλαν στη μέση έναν ανθρωπάκο και τον κατασπάραξαν… Έναν αλητάκο που λειτουργούσε ως οπή ηδονής για τα αποβράσματα της πόλης, προερχόμενος από μια οικογένεια που μάτωσε στον Εμφύλιο. Παράλληλα μια ανθρωποφαγική τοπική κοινωνία, το παρακράτος στα ντουζένια του, και η αστυνομία που έβγαζε άφοβα τα νύχια της και που η δικαστική εξουσία με τη σειρά της λίμαρε θωπευτικά. Το θέμα δεν είναι αν ο Παγκρατίδης ήταν αθώος ή ένοχος, αλλά ότι δεν είχε δίκαιη δίκη καθιστώντας την εκτέλεσή του εγκληματική».
Την ίδια άποψη ενστερνίζεται και ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης: «Η Θεσσαλονίκη της εποχής χαρακτηρίζεται από ένα παρακράτος – απομεινάρια των ταγματασφαλιτών και Χητών- που εκφοβίζει την πόλη με τον αέρα φυσικά που του δίνει η Ασφάλεια. Η οργάνωση «Καρφίτσα», που λύνει και δένει, αποτελείται από ρουφιάνους και μάγκες που αποθρασύνονται και κάνουν ο,τι θέλουν. Στους κόλπους της κυοφορούνται οι δολοφόνοι του Λαμπράκη. Ο Παγκρατίδης συλλαμβάνεται λίγο μετά την δολοφονία του βουλευτή και αποδεικνύεται για την Ασφάλεια η ιδανική περίπτωση να στρέψουν τα βλέμματα του κόσμου από ένα έντονα πολιτικό θέμα σε ένα κοινωνικό».
Σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις αρχές του 2022, ο απόστρατος υποστράτηγος της ΕΛ.ΑΣ. Βασίλης Κομνηνός ισχυρίζεται ότι είχε συλλάβει τον πραγματικό «Δράκο» το 1971. Οι ανώτεροί του όμως τον διέταξαν να θαφτεί η υπόθεση και να διαγραφεί οποιαδήποτε ομολογία του συλληφθέντα.
Με πληροφορίες από Wikipedia