Η βεβήλωση του Ερντογάν: Πώς νιώθουν οι Έλληνες της Πόλης για τη μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί
Ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα και πιο εμβληματικά μνημεία του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, με ισχυρή επιρροή στην κουλτούρα και τις παραδόσεις των Ελλήνων μέχρι και σήμερα.
Κατασκευασμένος τον 6ο αιώνα, ο ναός αποτελεί σύμβολο του πάλαι ποτέ μεγαλείου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της χιλιόχρονης ιστορίας της. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 σήμανε και το τέλος της λειτουργίας του μνημείου ως χριστιανικού ναού, και τη μετατροπή του σε ισλαμικό τέμενος.
Το 1934 ο Κεμάλ Ατατούρκ μετέτρεψε τον ναό σε μουσείο, ωστόσο το καλοκαίρι του 2020 με μια απόφαση που ήγειρε πολλές αντιδράσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μετέτρεψε ξανά το μνημείο σε λειτουργικό ισλαμικό τέμενος.
Μαρτυρίες Ρωμιών και σχετιζόμενων με την Κωνσταντινούπολη και το εμβληματικό μνημείο, παρατέθηκαν σε βίντεο, στο πλαίσιο της πτυχιακής εργασίας του γράφοντος, στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών «Ψηφιακά Μέσα Επικοινωνίας και Περιβάλλοντα Αλληλεπίδρασης» του τμήματος ΜΜΕ του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η πτυχιακή εργασία έχει τον τίτλο «Ο βυζαντινός ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη: Ιστορική διαχρονία και προσωπικές αφηγήσεις» και εκπονήθηκε υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας Ευαγγελίας Διαμαντοπούλου.
Στην εργασία καταγράφεται η ιστορική επισκόπηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Αγίας Σοφίας, όπως και η περιγραφή του ναού. Παράλληλα, με οκτώ ψηφιακές αφηγήσεις (με τη μορφή βιντεοσκοπημένων συνεντεύξεων), οι συνεντευξιαζόμενοι, οι οποίοι συνδέονται με τον ναό της Αγίας Σοφίας, καταθέτουν τις μαρτυρίες τους σχετικά με τη βιωματική τους σχέση με το μνημείο και σχολιάζουν το ζήτημα της πρόσφατης μετατροπής του σε ισλαμικό τέμενος.
Στο βίντεο περιλαμβάνεται επίσης και το πρόσφατο ρεπορτάζ του Newsbomb.gr μέσα στο μνημείο.
Δείτε το βίντεο:
Σημειώνεται ότι αφαιρέθηκαν οι συνεντεύξεις ανθρώπων που δεν συναίνεσαν στην ευρύτερη δημοσίευση της παρούσας εργασίας, στη μορφή δημοσιογραφικού άρθρου.
Ι) Πρώτο ερώτημα στους συνεντευξιαζόμενους
-Περιγράψτε μας τα βιώματα και τις εντυπώσεις σας από το μνημείο της Αγίας Σοφίας.
«Δέος», «ψυχική ανάταση», «έκσταση», «πρωτόγνωρη εσωτερική κατάσταση», «αίσθημα ότι ζούμε στον φυσικό μας χώρο», «εκστασιακή σιωπή», «απερίγραπτο μεγαλείο», «κατάλαβα αυτό που είναι ο άνθρωπος», είναι οι απαντήσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας συνεντευξιαζόμενων, στην απάντηση της ερώτησης για το τι ένιωσαν όταν μπήκαν για πρώτη φορά στο μνημείο.
«Μπαίνοντας σε ένα τέτοιο μνημείο που έχει αυτό το ύψος, αυτόν τον θόλο, αυτές τις αγιογραφίες γύρω-γύρω, που θαρρείς πως σε κοιτάζουν, νιώθεις ένα μεγάλο δέος», περιγράφει η Μαρία Ζαχαράκη, καθιστώντας την επιβλητικότητα του ναού, αλλά και την πολιτιστική αξία των ψηφιδωτών, ως τους κύριους παράγοντες για τη γέννηση αυτών των συναισθημάτων.
Ο Βύρων Ματαράγκας φαίνεται να επηρεάζεται ακόμα περισσότερο, ανάγοντας τα συναισθήματά του στη σφαίρα του εσώτερου ψυχικού του κόσμου, αφού αναφέρει ότι κάθε φορά που επισκέπτεται τον ναό νιώθει μια «ψυχική ανάταση» και «ανακούφιση του ψυχικού του κόσμου».
Ο Θωμάς Κοροβίνης, μάλιστα, καθιστά το βίωμα της επίσκεψης του ναού ως μια καθαρά προσωπική υπόθεση, αφού λέει ότι δεν θέλει να επισκέπτεται τον ναό με άλλον άνθρωπο, «γιατί η παρουσία του του κλέβει κάτι από το εκστασιακό δέος που ένιωσε την πρώτη στιγμή», συναισθήματα που, όπως ξεκαθαρίζει, δεν έχει νιώσει ξανά σε άλλο μνημείο. Ο ίδιος δηλώνει ότι είναι ο «τυχερός της ιστορίας», για τη «χάρη» που δέχεται από το «μυστηριακό φως» του ναού.
Ο Αντώνης Στεφανίδης, για να καταδείξει τα συναισθήματα που γεννά το μνημείο, περιγράφει παραστατικά το γεγονός ότι όταν μπήκε στον ναό για πρώτη φορά με τους συμμαθητές του, ενώ συνήθως ως παιδιά έκαναν φασαρία παντού, μέσα στον χώρο παρέμειναν όλοι σιωπηλοί. Όπερ σημαίνει, ότι ο ναός υποβάλλει όλους τους επισκέπτες του, ακόμη και τους μικρούς σε ηλικία και εκ φύσεως, λιγότερο σεβαστικούς σε ιστορικά μνημεία.
Η Αντωνία Μοροπούλου ξεχωρίζει τη «μεγαλειώδη» αρχιτεκτονική του ναού, όσο και το φως του ναού, το οποίο, κατά την κρίση της, αποτελεί και την «ουσία του ανθρώπου». «Όταν πρωτομπήκα στην Αγία Σοφία, αισθάνθηκα να καταλαβαίνω αυτό που είναι ο άνθρωπος: Άνω θρώσκειν. Αυτό το μνημείο, μιας μεγαλειώδους αρχιτεκτονικής, λειτουργεί ακριβώς με αυτόν τον τρόπο. Κοιτάς προς τα πάνω, κοιτάς το φως και αυτή ακριβώς είναι και η ουσία του ανθρώπου», τονίζει, προβάλλοντας μάλιστα και την αντίθεση με τα ισλαμικά μνημεία, αντίστοιχης αρχιτεκτονικής αξίας: «Σε αντίστιξη, το Μπλε Τζαμί, αντίγραφο της ίδιας αρχιτεκτονικής, λειτουργώντας όμως στο πλαίσιο της μουσουλμανικής λατρείας, όταν μπαίνεις μέσα, σε κάνει να σκύβεις και να βλέπεις το έδαφος. Άλλωστε σκυμμένοι είναι και οι μουσουλμάνοι όταν προσεύχονται. Εμείς κοιτάμε προς τα πάνω», τονίζει.
Η υψηλή ιστορική αξία του μνημείου είναι κάτι στο οποίο αναφέρονται αναλυτικά οι συνεντευξιαζόμενοι στις ψηφιακές τους αφηγήσεις. Διαχωρίζουν, δε, τη θρησκευτική του αξία – για τους Χριστιανούς Ορθόδοξους- από την ιστορικότητά του και ειδικά για τη σημασία που έχει για τους Έλληνες.
«Είναι το μνημείο των μνημείων γιατί έχει μέσα του μεγάλη ιστορία. Βλέπεις την ιστορία, νιώθεις την ιστορία και όλα αυτά τα πράγματα που έχουμε μάθει ως Έλληνες και ως Ορθόδοξοι, χωρίς να είσαι απαραίτητα, με τη στενή έννοια του όρου, Χριστιανός Ορθόδοξος για να τα νιώσεις αυτά», περιγράφει χαρακτηριστικά η Μαρία Ζαχαράκη.
Ο Θωμάς Κοροβίνης κάνει λόγο για το «ιστορικό παλίμψηστο, που περνάει μέσα από τις τρεις αυτοκρατορίες», εξαίροντας έτσι την ιστορική σημασία του ναού και πέρα από την ελληνική πολιτισμική του αξία, ενώ ξεκαθαρίζει ότι τα συναισθήματά του δεν γεννώνται επειδή είναι βαπτισμένος χριστιανός. Μάλιστα, με χαρά περιγράφει το γεγονός ότι ο Τούρκος υπεύθυνος του ναού, σε μία επίσκεψή του με τις μαθήτριες του, αναγνώρισε ότι οι Έλληνες «είναι οι πρώτοι που δικαιούνται να επισκεφτούν αυτό τον ναό γιατί ήταν αρχικά δικός τους», αν και θεωρεί ως εξαίρεση αυτή την αντιμετώπιση. Διευκρινίζει πάντως ότι «πολλές φορές ενθουσιάζεσαι, σπάνια βέβαια, από ανθρώπους οι οποίοι ξεχωρίζουν με αυτήν την διακριτική τους γνώση, γιατί έχουν και τρομακτικές αντιλήψεις, εθνικιστικές, άγριες, για το γένος μας και για τα πολιτιστικά του ντοκουμέντα».
Ο Βύρων Ματαράγκας συνδέει την Αγία Σοφία με τις Χαμένες Πατρίδες ενώ τονίζει κι αυτός ότι το θρήσκευμά του δεν είναι αυτό που καθορίζει τον θαυμασμό του για το μνημείο. «Από τα παιδικά μου χρόνια ήταν κάτι, πώς να το πω, όχι μύθος, κάτι πολύ σημαντικό. Να πάμε στην Αγία Σοφία», λέει.
Ο Αντώνης Στεφανίδης υπογραμμίζει τη χιλιετή ιστορία του ναού, εξ ου και την «θρυλική» κληρονομιά του και μάλιστα για αυτόν τον λόγο αισθάνεται, όταν βρίσκεται εκεί, ότι ζει στον «φυσικό βιότοπο» του. «Θυμάμαι που μας μιλούσε ο καθηγητής και μας έλεγε, πριν την επίσκεψή μας, ότι περίπου 10.000 μάστορες και εργάτες λειτούργησαν, ότι είχαν φέρει μάρμαρα από διάφορα σημεία της γης, μας έλεγε για το πόσο ικανοί ήταν οι δύο αρχιτέκτονες της εποχής εκείνης… Ήταν ένας θρύλος η Αγία Σοφία τέλος πάντων», αφηγείται.
Άξιο αναφοράς είναι ότι οι συνεντευξιαζόμενοι αναφέρουν κάποιου είδους «επικοινωνία» με τα ψηφιδωτά των Αγίων, ανυπέρβλητης αξίας, περιγράφοντας ως μια αξέχαστη αίσθηση την εντύπωση ότι τους «παρακολουθούν» όπου και να βρίσκονται εντός του ναού. Ο Αντώνης Στεφανίδης περιγράφει: «Κάθε φορά που πήγαινα, προσπαθούσα να βρω μία γωνία, έτσι ώστε να αποφύγω το βλέμμα του Χριστού, αλλά, σε κάθε περίπτωση, μας κοίταγε και μας κάρφωνε κατάματα».
Ενδιαφέρον έχει επίσης το γεγονός ότι ορισμένοι συνεντευξιαζόμενοι ξεκαθαρίζουν ότι η Αγία Σοφία έχει ιδιαίτερη σημασία πρωτίστως για του Ρωμιούς, σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες, ενώ αναφέρουν, στο ίδιο πνεύμα, ότι πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο δεν απασχολεί τους μη Ορθοδόξους. Ο Βύρων Ματαράγκας εμφανίζεται απόλυτος, λέγοντας πως «μόνο η Ρωμιοσύνη έχει αυτόν τον ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό με το μεγάλο μνημείο. Κι όταν λέω Ρωμιοσύνη, εννοώ τους Έλληνες Ορθοδόξους και δη τους συνδεδεμένους με την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία, τις Χαμένες Πατρίδες».
Τέλος, η οικουμενικότητα της αξίας του μνημείου διαφαίνεται από τις αφηγήσεις του Βύρωνα Ματαράγκα και της Αντωνίας Μοροπούλου. Ο καθηγητής αφηγείται γλαφυρά το γεγονός ότι, το 1967, ο τότε Πάπας της Ρώμης γονάτισε αυθόρμητα και προσευχήθηκε μέσα στο μνημείο, μια πρωτοβουλία που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Τουρκία, βρίσκει ωστόσο απόλυτα σύμφωνο τον ίδιο. Η αρχιτέκτων τονίζει τη διεπιστημονική συνεργασία στην οποία συμμετείχε, στην οποία συμμετείχαν πανεπιστήμια από τρεις χώρες, με αντικείμενο την προστασία της Αγίας Σοφίας, όσο βεβαίως και την ανάδειξη και προστασία του μνημείου από τον παγκόσμιο οργανισμό της UNESCO. Συνδέει δε τις ενέργειες αυτές με την ανάγκη «να γνωρίζουν το μεγαλείο της Αγίας Σοφίας όλοι οι λαοί ανεξάρτητα από θρησκείες, πεποιθήσεις και προελεύσεις».
ΙΙ) Δεύτερο ερώτημα
-Πώς κρίνετε την απόφαση του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μετατραπεί το μνημείο από μουσείο, όπως καθορίστηκε το 1934, σε ισλαμικό τέμενος, τον Ιούλιου του 2020;
Η απόφαση για μετατροπή του μουσείου της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος, τον Ιούλιο του 2020, από τον Πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (κατόπιν σχετικής έγκρισης του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας, αλλά, όπως είναι γνωστό, στην Τουρκία η διάκριση των εξουσιών δεν υφίσταται με τον τρόπο που την αντιλαμβάνονται οι δυτικές δημοκρατίες), πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις, κυρίως από την Ελλάδα αλλά και, σε κάποιον βαθμό, από άλλες χώρες του δυτικού κόσμου, οι οποίες ωστόσο περιορίστηκαν στο επίπεδο των ανακοινώσεων αποδοκιμασίας αυτής της εξέλιξης. Ελάχιστα 24ωρα έπειτα από την απόφαση, τελέστηκαν και οι πρώτες ισλαμικές τελετουργίες στο μνημείο, κάτι που είχε να συμβεί από το 1934, οπότε ο Κεμάλ Ατατούρκ μετέτρεψε το μνημείο από τέμενος, τότε, σε μουσείο.
Αντιδράσεις εκδηλώθηκαν και από την UNESCO, αφού η Αγία Σοφία αποτελεί αναγνωρισμένο Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από τον οργανισμό, όμως και αυτές οι ενστάσεις παρακάμφθηκαν, παρά τις έντονες αντιδράσεις αποδοκιμασίας αλλά και τις εκκλήσεις ακύρωσης της απόφασης.
Το μνημείο έκτοτε λειτουργεί ξανά ως ισλαμικό τέμενος, ικανοποιώντας ένα σημαντικό μέρος της τουρκικής κοινωνίας, αλλά και του μουσουλμανικού κόσμου, που χαιρέτησε αυτή την εξέλιξη.
Οι συνεντευξιαζόμενοι, σχεδόν στο σύνολό τους, αποδοκιμάζουν κι αυτοί τη συγκεκριμένη εξέλιξη, εκφράζοντας την απογοήτευση και τη θλίψη τους.
Η μαρτυρία της Μαρίας Ζαχαράκη έχει βαρύνουσα σημασία, διότι η ίδια παρακολούθησε από κοντά τα γεγονότα και την πρώτη λειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τέμενος, προκειμένου να μεταδώσει στο κανάλι της και στη χώρα μας τις εξελίξεις αυτές. Τηρώντας τις «αποστάσεις» που επιτάσσει το δημοσιογραφικό καθήκον στις σχετικές ανταποκρίσεις της, στην αφήγηση της πάντως, για τις ανάγκες της παρούσης διπλωματικής εργασίας, εκφράζει ακριβώς τα συναισθήματα που ένιωσε και τις σκέψεις που έκανε βιώνοντας αυτή την εξέλιξη.
Χαρακτηριστικό είναι ότι, όπως αναφέρει, δεν ήθελε καν να εισέλθει εντός του χώρου της Αγίας Σοφίας, αλλά το έκανε υποχρεωτικά, στο πλαίσιο του δημοσιογραφικού της καθήκοντος. Η δημοσιογράφος δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ως «αιμοδιψές» το ύφος των συγκεντρωμένων μουσουλμάνων, στο πρόσωπο των οποίων διέγνωσε τη «χαρά της κατάκτησης». Για την ίδια, το μεγαλείο της Αγίας Σοφίας, για το οποίο μίλησε με τόσο θερμά λόγια στο πρώτο μέρος της αφήγησης, έπαψε να υπάρχει στα μάτια της, καθώς παρατηρούσε τη διαδικασία της μουσουλμανικής προσευχής.
«Δεν υπήρχε κανένα δέος (σ.σ. σαν αυτό που ένιωθε όταν μπήκε για πρώτη φορά), γιατί είχε μικρύνει ο χώρος και υπήρχε σκοτεινιά», αναφέρει, κάνοντας άμεση αντιπαραβολή με το φως, που χαρακτήριζε το μνημείο και επηρέαζε την κρίση της και προκαλούσε συναισθήματα θαυμασμού. «Αυτή τη μιζέρια αισθάνθηκα, βλέποντας το, σαν να έχει επέμβει βίαια ένας πολιτισμός πάνω σε έναν άλλο πολιτισμό». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ό,τι βίωσε εκείνες τις στιγμές.
Η ίδια προσπάθησε να μπει και στη θέση των άλλων γυναικών, που συμμετείχαν στην πρώτη μουσουλμανική προσευχή. «Μου φαινόταν τόσο ξένο αυτό που έβλεπα, και ένιωθα ότι δεν μπορεί αυτές να νιώθουνε το ίδιο δέος που εγώ αισθάνθηκα όταν μπήκα εγώ ως Ελληνίδα, ως δυτική, μέσα σε έναν τέτοιο χώρο. Δεν μπορεί, λέω, αυτές να αισθάνονται ότι αυτός ο χώρος είναι τζαμί», αναρωτιέται, μια σκέψη που καταδεικνύει ότι μέσα της νιώθει πως αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια της δεν είναι το σωστό και αυτό που θα έπρεπε να συμβαίνει. Η απογοήτευσή της είναι τέτοια, που δεν διστάζει να το χαρακτηρίσει ως «κακής ποιότητας» τζαμί, «ένα κοντό, στενό, μίζερο πράγμα». Αυτό που βίωσε την απογοήτευσε και τη συντάραξε τόσο πολύ, ώστε πριν μεταδώσει την ανταπόκρισή της για το κανάλι, βούρκωσε.
Η Αντωνία Μοροπούλου, από την πλευρά της, ανέλαβε δράση από την πρώτη στιγμή, επιδιώκοντας να ευαισθητοποιήσει, με την επιρροή της, τη διεθνή κοινότητα, ώστε να πιεστεί ο Τούρκος πρόεδρος για την ακύρωση της απόφασης. Επεδίωξε και έλαβε χιλιάδες υπογραφές, από διάφορους, πολιτιστικούς και μη, φορείς, σε Ελλάδα και εξωτερικό, αποδοκιμασίας της απόφασης, και έστειλε το σχετικό ψήφισμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε διάφορους οργανισμούς. Αξίζει να αναφερθεί ότι αρωγός στην προσπάθειά της ήταν ο Τούρκος συνάδελφός της του πανεπιστημίου του Princeton, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί για τις εργασίες προστασίας του μνημείου. Η καθηγήτρια δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ως «βέβηλη» την απόφαση του Τούρκου προέδρου, που «παραγνωρίζει κάθε δεοντολογία και αξία του πολιτισμού».
Και για τον Βύρωνα Ματαράγκα, η εξέλιξη αυτή άλλαξε άρδην τον τρόπο που βλέπει αλλά και, κυρίως, αισθάνεται, για την Αγία Σοφία. Όπως αναφέρει στην αφήγησή του, δεν θέλει πια να ξαναμπεί στον ναό, και αυτό όχι από «θρησκευτική μνησικακία», όπως υπογραμμίζει. Εκτός από «θλιμμένος» για τη μετατροπή του μνημείου σε τζαμί, νιώθει και «προσβεβλημένος», για τον λόγο ότι το μνημείο χτίστηκε ως τόπος λατρείας των Χριστιανών, και όχι για τη χρήση που ισχύει τώρα. Δεν διστάζει μάλιστα να χαρακτηρίσει ως «γενναία» την απόφαση του Κεμάλ Ατατούρκ το 1934 να μετατρέψει την Αγία Σοφία από τέμενος σε μουσείο, δεδομένου ότι ο Ελληνισμός δεν θα είχε κάποια καλύτερη προσδοκία για το ζήτημα αυτό, άρα η «ουδέτερη», όπως λέει, «κατάσταση», θα ήταν αυτή που θα έπρεπε να ισχύει και σήμερα.
Ο Θωμάς Κοροβίνης βλέπει σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις πίσω από αυτή την εξέλιξη, ενώ κατηγορεί ευθέως τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον οποίο τον χαρακτηρίζει ως «τυραννικό εξουσιαστή», ο οποίος «φιμώνει τα καλύτερα στοιχεία του λαού του», ενώ κάνει «αντιπερισπασμούς», σαν και αυτή την πράξη, ώστε να αποπροσανατολίσει από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας του. Παράλληλα, τον κατηγορεί ότι με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί επιδιώκει να αποκτήσει ηγετικό ρόλο στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, πρωτοβουλία που τη χαρακτηρίζει «ολέθρια», όσον αφορά στα αποτελέσματα που μπορεί να επιφέρει. Για να στηρίξει τη θέση του, εκφράζει την άποψη ότι στην πολιτική των κρατών τον πρώτο λόγο θα πρέπει να έχουν οι πολιτικοί και όχι οι θρησκευτικοί ηγέτες, ρόλο, δηλαδή, που θέλει να υιοθετήσει ο Τούρκος Πρόεδρος. «Κάλλιο στην εξουσία οι πολιτικοί, ακόμα και οι συντηρητικότεροι, για μένα, παρά οι παπάδες», τονίζει χαρακτηριστικά.
Ο Αντώνης Στεφανίδης υπογραμμίζει την πολύ ιδιαίτερη πολιτισμική αξία της Αγίας Σοφίας για τους Έλληνες, αναφέροντας ωστόσο ότι αυτή η εξέλιξη έχει προεκτάσεις και για όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Το χειρότερο για αυτόν είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει πια η δυνατότητα για τον επισκέπτη να θαυμάσει τα φημισμένα ψηφιδωτά. Ωστόσο, για τον ίδιο, δεν χάνεται η ταυτότητα του μνημείου, χάρη στην χιλιόχρονη βυζαντινή κληρονομιά. Το μεγάλο πρόβλημα για αυτόν είναι οι συνθήκες ζωής και η διατήρηση της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας στην Κωνσταντινούπολη, αφού «απαιτούνται πολύ μεγάλες δυνάμεις για να συνεχίσει να επιβιώνει», ενώ ο αριθμός των Ρωμιών πια είναι πάρα πολύ μικρός. Ο Αντώνης Στεφανίδης καταλήγει με την αναφορά τριών αρχών για την επιβίωση της Ρωμιοσύνης, οι οποίες βασίζονται στο ένδοξο παρελθόν, στην αναγνώριση της παρούσης δύσκολης κατάστασης αλλά και στην ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. «Ποιες θα είναι οι αρχές; Πρώτον, να καυχιέσαι για το παρελθόν, να αισθάνεσαι οδύνη για το παρόν και να ελπίζεις για το μέλλον», αναφέρει.
Κλείνουμε την ανάλυση με την ιδιαίτερη θέση του γνωστού μουσουλμάνου ιμάμη της Αθήνας. Ο Αχμάντ Ελντίν αναλύει το ζήτημα της μετατροπής του μνημείου σε τζαμί θέτοντας δύο παραμέτρους. Καταρχάς, από θρησκευτικής σκοπιάς, όπως μας ενημερώνει, η απόφαση αυτή είναι λάθος και δεν προβλέπεται ούτε από το Κοράνι ούτε από τις μουσουλμανικές παραδόσεις. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ούτε ο Προφήτης ούτε τα ορθόδοξα ισλαμικά χαλιφάτα που ακολούθησαν, δεν μετέτρεπαν τις χριστιανικές εκκλησίες σε τζαμιά. Οι χριστιανικές κοινότητες απολάμβαναν τους χώρους λατρείας τους, γενικότερα την τήρηση της θρησκείας τους, έχοντας την προστασία των ισλαμικών ηγεσιών». Ωστόσο, ο Αχμάντ Ελντίν δικαιολογεί τελικά την απόφαση του Ερντογάν, ανάγοντας το ζήτημα στην πολιτική του διάσταση. «Ο κάθε κυβερνήτης μιας χώρας έχει δικαίωμα να κάνει κουμάντο στα του οίκου του», λέει.
Προκειμένου να αιτιολογήσει δε την απόφαση αυτή, «θεωρεί» ότι δεν επρόκειτο για πρωτοφανή απόφαση, λέγοντας ότι άλλες χώρες, χριστιανικές, καταπιέζουν θρησκευτικά τους μουσουλμάνους κατοίκους τους. Αναφέρει ότι «η Ελλάδα κλείνει μουσουλμανικούς χώρους λατρείας» (σ.σ. εννοεί τους μη αδειοδοτημένους»), ενώ προσθέτει και το παράδειγμα της Γαλλίας, η οποία, «εξαναγκάζει τους μουσουλμάνους να προσηλυτιστούν σε ξένες πεποιθήσεις και δυτικές αξίες». Τελικά, η θέση του ιμάμη συνοψίζεται στη φράση με την οποία κλείνει τη μαρτυρία του, σύμφωνα με την οποία η απόφαση του Τούρκου Προέδρου δικαιολογείται. «Η κάθε κυβέρνηση, είτε η ισλαμική είτε μη ισλαμική, ενεργεί με βάση το συμφέρον της, την ιδεολογία της και τις πεποιθήσεις της»», αναφέρει.
Συμπεράσματα
Ι) Τα βιώματα στην Αγία Σοφία
Όπως προκύπτει από την πλειονότητα των ψηφιακών αφηγήσεων, η μοναδικότητα και τα εμβληματικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τον ναό της Αγίας Σοφίας, αποτελούν και την κύρια αιτία θαυμασμού -υπέρμετρου σε πολλές περιπτώσεις- των συνεντευξιαζόμενων. Παράλληλα, η πολύ φορτισμένη ιστορικά για τους Έλληνες, και ειδικά για τους έχοντες καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, κληρονομιά της, εντείνει τα συναισθήματα που διακατέχουν τους επισκέπτες, οι οποίοι μάλιστα διατηρούν στη μνήμη τους ανεξίτηλες τις εικόνες και τα συναισθήματα που ένιωσαν κατά την πρώτη τους επίσκεψη στον ναό.
Οι περισσότερες αναφορές των συνεντευξιαζόμενων, ειδικά σχετικά με τα συναισθήματα της πρώτης επίσκεψης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, είναι «απερίγραπτα» με λόγια, γεγονός που υποδηλώνει τόσο τη βαθιά επιρροή που προκαλεί στο θυμικό τους ο ναός, όσο όμως και το αρχιτεκτονικό «μεγαλείο», το οποίο τους υποβάλλει σε μια κατάσταση ανείπωτου θαυμασμού. Ενός θαυμασμού τέτοιου μεγέθους, που φτάνει να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και τον εσώτερο ψυχισμό τους, οδηγώντας ακόμη και σε σχεδόν «υπερβατικές» καταστάσεις.
Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τόσο την επιβλητική ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο -μουσειακός και όχι λατρευτικός τότε- χώρος, όσο και τον μυστηριακό του χαρακτήρα, τουλάχιστον για όσους αισθάνονται «οικεία» με τα συγκεκριμένα ψηφιδωτά, λόγω της ορθόδοξης χριστιανικής τεχνοτροπίας τους. Το φημισμένο φως, τη διάχυση του οποίου εξασφάλισαν οι αρχιτέκτονες του ναού, αποτελεί και για τους σύγχρονους επισκέπτες πεδίο θαυμασμού αλλά και πηγή του δέους που αισθάνονται.
Παράλληλα, η ιστορικότητα και η σημασία του μνημείου για τους Έλληνες, ως συμβόλου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, είναι ένα γεγονός το οποίο αδιαμφισβήτητα συντελεί στη γέννηση των παραπάνω υπερβολικά έντονων συναισθημάτων και σκέψεων.
Πολλοί συνεντευξιαζόμενοι τόνισαν την ιστορική αυτή σημασία, άλλοτε με αισθήματα χαράς και περηφάνιας, αφού θεωρούν τον ναό αναπόσπαστο στοιχείο της δικής τους κληρονομιάς, και άλλοτε με ένα επίσης έντονο αίσθημα νοσταλγίας αλλά και θλίψης, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο ναός βρίσκεται υπό «ξένη» - σε σχέση με τους δημιουργούς του και την χιλιόχρονη παράδοσή του- κατοχή. Ορισμένοι συνεντευξιαζόμενοι μάλιστα διαχωρίζουν τη σημασία του θρησκευτικού χαρακτήρα του μνημείου, ξεκαθαρίζοντας ότι ο θαυμασμός τους προκαλείται κυρίως λόγω της επιβλητικής αρχιτεκτονικής, όσο και της ιστορικότητάς του, και όχι τόσο για την χριστιανική υπόσταση του μνημείου.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ορισμένοι συνεντευξιαζόμενοι ξεκαθαρίζουν ότι η Αγία Σοφία έχει ιδιαίτερη σημασία πρωτίστως για του Ρωμιούς, σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες, ενώ αναφέρουν στο ίδιο πνεύμα ότι πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο δεν απασχολεί ιδιαίτερα τους μη Ορθοδόξους. Συνδέουν το μνημείο, δε, με τις Χαμένες Πατρίδες και τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες της Μικράς Ασίας. Παράλληλα, όμως, τονίζεται και ο σπουδαίος οικουμενικός χαρακτήρας και η αξία του μνημείου, με αφηγήσεις που σχετίζονται με τη σημασία που δίνεται και από άλλες χώρες και θεσμούς, όπως η UNESCO, σε αυτό.
Ένας συνεντευξιαζόμενος εμφανίζεται περισσότερο ρεαλιστής, αποδεχόμενος ότι ούτως ή άλλως ο πραγματικός, πρωταρχικός, χαρακτήρας του ναού, έχει αλλάξει προ πολλού, και ως εκ τούτου και η επιρροή και η σημασία του για τους Έλληνες Ορθόδοξους, και ειδικά για τους Ρωμιούς, είναι περιορισμένη και συνίσταται κυρίως στο επίπεδο της ιστορικότητας και όχι της ουσιαστικής σύνδεσης με αυτόν. Αναγνωρίζει επίσης το μεγάλο ιστορικό βάρος του μνημείου, ως επίκεντρου δύο θρησκειών. Σημειώνεται ότι το αρχιτεκτονικό μεγαλείο, η μοναδικότητα αλλά και η ιστορική αξία του μνημείου αναγνωρίζονται με ενθουσιώδεις περιγραφές και από την συνεντευξιαζόμενη τουρκικής καταγωγής, η οποία δεν διστάζει να το συγκρίνει με το Μπλε Τζαμί, με την πλάστιγγα να γέρνει σαφώς προς την Αγία Σοφία.
Όπως προκύπτει από τις αφηγήσεις, η αναγνώριση από την τουρκική πλευρά της πολιτιστικής αξίας που έχει για τους Έλληνες ο ναός είναι αποσπασματική και μάλλον σπάνια, ενώ ο κανόνας μάλλον είναι ο φανατισμός και ο εθνικισμός έναντι των Ελλήνων που συνδέθηκαν με αυτόν, τόσο σε θρησκευτικό όσο και ιστορικό πλαίσιο. Μια τέτοια εξαίρεση ήταν η πετυχημένη αγαστή συνεργασία ελληνικού και τουρκικού πανεπιστημίου για την αντισεισμική προστασία του μνημείου και την ανάδειξη των ψηφιδωτών. Η σημαντική ελληνική συνεισφορά στις ενέργειες αυτές, πάντως, καταδεικνύουν και το διαρκές, ζωηρό ενδιαφέρον της ελληνικής πλευράς για το μνημείο αυτό.
ΙΙ) Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος
Όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι, με μία εξαίρεση, αποδοκιμάζουν απερίφραστα την απόφαση του Ερντογάν για τη μετατροπή του μνημείου της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος, εκφράζοντας μάλιστα πολύ αρνητικά συναισθήματα απογοήτευσης, θλίψης αλλά και «προσβολής» που μπορεί να ένιωσαν για αυτή την εξέλιξη. Ορισμένοι αναφέρουν ότι λόγω αυτής της εξέλιξης, δεν σκοπεύουν να επισκεφτούν ξανά το μνημείο, αφού για αυτούς αλλοιώθηκε πλήρως ο χαρακτήρας ο οποίος το καθιστούσε τόσο σημαντικό για αυτούς. Μεγάλος είναι ο προβληματισμός όλων και για την προστασία του μνημείου από εδώ και πέρα, όσον αφορά στα αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά του στοιχεία, όπως τα ψηφιδωτά.
Ορισμένες περιγραφές είναι δραματικές και καταδεικνύουν ίσως τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ένας Έλληνας την ιστορική αυτή εξέλιξη, η οποία από κάποιους χαρακτηρίζεται και ως νέα «κατάκτηση» του εμβληματικού αυτού συμβόλου.
Στο στόχαστρο είναι και ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για αυτή την πρωτοβουλία του, η οποία μπορεί στην ουσία της να εκφράζει την πρόθεσή του να αποπροσανατολίσει τον τουρκικό λαό από τα πραγματικά μεγάλα προβλήματα, αλλά και να λάβει ο ίδιος ηγετική θέση στον ισλαμικό κόσμο. Εκτός από τη θρησκευτική διάσταση του ζητήματος, δηλαδή, αυτή η ενέργεια θεωρείται και πολιτική, με δυσμενείς επιπτώσεις βεβαίως για τη χώρα μας αλλά και τον «πολιτισμένο κόσμο».
Η απόφαση αυτή σαφώς αποτελεί επίσης ακόμη ένα πλήγμα στην ήδη «λαβωμένη» Ρωμιοσύνη, που επιβιώνει ούτως ή άλλως πολύ δύσκολα πια στην Κωνσταντινούπολη. Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει και τη σημασία -αλλά και την αξία- της «γενναίας πολιτικά», όπως χαρακτηρίζεται, απόφασης του Κεμάλ Ατατούρκ το 1934 να μετατρέψει το μνημείο τότε από ισλαμικό τέμενος σε μουσείο, σε μια «ουδέτερη» κατάσταση δηλαδή, η οποία αποτελούσε, όπως αποδείχτηκε και από τα γεγονότα, την καλύτερη λύση για τον Ελληνισμό και την πολιτιστική του κληρονομιά. Πάντως, εκφράζεται και η άποψη ότι δεν αλλάζει κάτι ουσιαστικό, αφού ούτως η άλλως ο χαρακτήρας του μνημείου ως χριστιανικού ναού είχε απωλεσθεί από καιρού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μετατροπή πρώην χριστιανικού ναού σε τζαμί δεν προβλέπεται από τη μουσουλμανική θρησκεία και στο παρελθόν αυτό, με εξαιρέσεις βέβαια και τον ίδιο τον ναό της Αγίας Σοφίας, δεν συνέβαινε. Ωστόσο, ο μουσουλμανικός κόσμος αγκάλιασε αυτή την απόφαση, αφού ούτως ή άλλως πρόκειται για μια αμιγώς πολιτική πράξη, και όχι τόσο θρησκευτική.
Τέλος, οι όποιες καταδίκες από διεθνείς φορείς, όπως είναι η UNESCO, δεν φαίνεται να επιφέρουν κάποιο αποτέλεσμα. Άλλωστε, ο Τούρκος πρόεδρος, στο μήνυμα προς τον λαό του την Πρωτοχρονιά του 2021, χαρακτήρισε τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ως ένα από τα σημαντικότερα πεπραγμένα της κυβέρνησής του για το 2020, γεγονός που δείχνει ότι, τουλάχιστον επί της προεδρίας του, δεν θα έπρεπε να αναμένουμε κάποια εξέλιξη.
Επίλογος
Η βυζαντινή κληρονομιά, που εκφράζεται και με την ιδιαίτερη σχέση του Ελληνισμού με το μνημείο της Αγίας Σοφίας, παραμένει ισχυρή στο θυμικό των Ελλήνων, που έχουν άμεση σύνδεση με αυτόν λόγω καταγωγής ή διαμονής στην Κωνσταντινούπολη. Οι ενθυμήσεις της Ρωμιοσύνης και της βυζαντινής αίγλης προσδίδουν μια θρυλική διάσταση στο μνημείο το οποίο ούτως ή άλλως αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό θαύμα, τόσο για την εποχή που κατασκευάστηκε, πριν από 1.500 χρόνια, όσο και σήμερα.
Η ιδιαίτερη αυτή σχέση εκφράζεται με φορτισμένες περιγραφές περί «δέους» και «ψυχικής ανάτασης», από τους συνεντευξιαζόμενους που κατέθεσαν την ψηφιακή μαρτυρία τους, ανακαλώντας τη βιωματική τους σχέση με τον ναό. Μεταξύ αυτών, δεν εκλείπουν και οι περιπτώσεις μιας πιο πραγματιστικής προσέγγισης, αποστασιοποίησης δηλαδή από την ιστορική σημασία του μνημείου, και έμφασης στα ουσιαστικά και πρακτικά σημαίνοντα των Ρωμιών που έχουν απομείνει στην Κωνσταντινούπολη, όπως είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παράλληλα, παρατηρείται ότι η Αγία Σοφία αποτελεί εστία θαυμασμού αλλά και «υπερηφάνειας» και για μορφωμένους -κυρίως- Τούρκους πολίτες, που διαβιούν στην Κωνσταντινούπολη.
Η πρόσφατη μετατροπή του μνημείου από μουσείο σε ισλαμικό τέμενος, μια πρωτοβουλία του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις και συναισθήματα, όπως η θλίψη, αλλά και η μήνις των συνεντευξιαζόμενων, που κρίνουν την εξέλιξη ως ένα νέο «χτύπημα» στην ήδη λαβωμένη Ρωμιοσύνη, όσο και ως «προσβολή» για τους ίδιους προσωπικά. Για τους μουσουλμάνους, αν και υπάρχει η παραδοχή ότι αυτή η πράξη δεν επιτάσσεται από τη θρησκεία τους και μάλλον παραδοσιακά προτείνεται η αποφυγή τέτοιων ενεργειών, εν τούτοις υφίσταται η κατανόηση -άρα και η αποδοχή- της πρωτοβουλίας αυτής, αξιολογούμενης τελικά από πολιτικά κριτήρια.
Οι αντιδράσεις, φορέων του Πολιτισμού και χιλιάδων ακαδημαϊκών, ακόμα και διεθνών οργανισμών υψηλού κύρους, όπως η UNESCO, δεν αναμένεται να επιφέρουν κάποια μεταβολή στο καθεστώς της Αγίας Σοφίας, τουλάχιστον υπό τις παρούσες συνθήκες και την ισχύουσα γεωπολιτική κατάσταση.
Διαβάστε επίσης:
Ισλαμική τρομοκρατία στην Ελλάδα: Φόβοι ότι το «τέρας» ξυπνά από τη χειμερία νάρκη
Αγιά Σοφιά: Πώς είναι σήμερα το λαμπρό μνημείο που βεβήλωσε ο Ερντογάν
Έλληνες, Κρυπτοχριστιανοί και Γενετική, η νέα «βόμβα» στα θεμέλια του τουρκικού εθνικισμού
Το Newsbomb στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης: Το αίτημα για επαναλειτουργία πιο επιτακτικό από ποτέ
Ελλάδα-Τουρκία: Έρχεται η πιο σκοτεινή ώρα; 10 ειδικοί προειδοποιούν