Η πρώτη κατάθεση της 36χρονης: Όσα είπε για τις δεκάδες μαχαιριές που δέχτηκε από τον σύντροφό της
Η 36χρονη που δέχτηκε δεκάδες μαχαιριές από τον σύντροφό της στην Κρήτη, είναι καλύτερα στην υγεία της. Σύμφωνα με πληροφορίες, στην πρώτη της κατάθεση ανέφερε ότι δεν προηγήθηκε φραστικό επεισόδιο ανάμεσά τους.
Η γυναίκα μιλώντας σε αστυνομικούς από την εντατική, κάθονταν στο μπαλκόνι του σπιτιού τους όταν ξαφνικά ο σύντροφός της άρχισε να της επιτίθεται με μαχαίρι.
Τι είπε στην αρχή ο 36χρονος
Τα πρώτα λόγια του 36χρονου στους αστυνομικούς ήταν συνοπτικά, «ό,τι έχω να πω, θα το πω στον εισαγγελέα». Ο άνδρας παραμένει φρουρούμενος στο νοσοκομείο μέχρι να απολογηθεί και η κατηγορία που τον βαραίνει είναι απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση.
Η 36χρονη βρίσκεται εκτός κινδύνου
«Η κατάσταση της υγείας της 36χρονης είναι σταθερή, νοσηλεύεται ακόμα στην μονάδα εντατικής θεραπείας, για προληπτικούς λόγους, σήμερα θα είναι σε θέση να την μεταφέρουν στην χειρουργική» λέει ο διοικητής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου, Γιώργος Χαλκιαδάκης.
Η 36χρονη παραμένει στη εντατική του ΠΑΓΝΗ. Η κατάστασή της έχει βελτιωθεί, με τη μοναδική κάκωση που ανησυχεί τους γιατρούς να είναι εκείνη στον πνεύμονα και η οποία προκάλεσε τη μεγαλύτερη αιμορραγία.
«Φώναζε "βοήθεια" η κοπέλα»
Σοκαρισμένοι παραμένουν και οι κάτοικοι στην περιοχή Κορώνη Μαγαρά από την άγρια επίθεση του 36χρονου στη σύζυγό του.
Οι κηλίδες αίματος μαρτυρούν τα δεκάδες χτυπήματα σε πλάτη, θώρακα και πόδια αλλά και τις απελπισμένες προσπάθειες να ζητήσει βοήθεια από τους γείτονες.
«Μια κοπέλα φώναζε βοήθεια, βγήκαμε έξω 21.30, λέει καλέστε το ασθενοφόρο. Η κόρη μου πήρε τηλέφωνο το ασθενοφόρο, μπήκε μέσα ο πατέρας, λέει πάρε και την αστυνομία τηλέφωνο» περιγράφει κάτοικος της περιοχής, μιλώντας στο MEGA.
Ο πατέρας του 36χρονου φέρεται να ήταν κι εκείνος που κατάφερε να ακινητοποιήσει τον γιο του ο οποίος, σε κατάσταση αμόκ, επιχείρησε να αυτοτραυματιστεί και εν συνεχεία να βάλει φωτιά στο διαμέρισμα.
«Είχε μαζευτεί αστυνομία ,ασθενοφόρο. Ήταν η γυναίκα αιμόφυρτη εδώ στην αυλή του διπλανού σπιτιού, δε μας αφήνανε να πλησιάσουμε πολύ κοντά».