Φωτιά στη Ρόδο: «Υπήρχε πανικός και πολύ έντονο σπρώξιμο», αναφέρει Βρετανός τουρίστας
Σοκάρει η περιγραφή ενός Βρετανού τουρίστα, για την «πύρινη κόλαση» στη Ρόδο.
Ο Ίαν Μάρισον, ένας ταξιδιώτης από τη Μεγάλη Βρετανία, στάθηκε στις εφιαλτικές στιγμές που έζησε στη Ρόδο, μιλώντας στο SkyNews. Ο Βρετανός αναγκάσθηκε να φύγει από το ξενοδοχείο όπου διέμενε, επειδή εκκενώθηκε εξαιτίας της πυρκαγιάς. Ο Ίαν Μάρισον διέμενε στο Κιοτάρι, όταν το βράδυ της περασμένης Πέμπτης (20/07) παρατήρησε μαύρα σύννεφα να περνούν πάνω από το ξενοδοχείο του, ενώ εκείνος δειπνούσε.
Χθες (22/07), ο κ. Μάρισον παρατήρησε και πάλι τον ουρανό να γίνεται πορτοκαλί. «Παρατηρήσαμε ότι η θάλασσα είχε αρχίσει να γίνεται μαύρη από τον καπνό. Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι έβγαιναν από τη θάλασσα, παρατηρώντας ότι η στάχτη έπεφτε στα κεφάλια τους», σημείωσε και προσέθεσε πως «το μόνο που μπορώ να περιγράψω είναι ότι ήταν σαν κινηματογραφική εμπειρία, όπου όλοι κοιτούσαν τον ουρανό, καθώς είχε πάρει ένα πολύ παράξενο πορτοκαλί χρώμα και όλοι κοιτούσαν τριγύρω και έλεγαν “τι συμβαίνει;”».
Τι ακολούθησε μετά την εντολή για εκκένωση
Ακόμη, ο Λονδρέζος ταξιδιώτης υποστήριξε ότι η οικογένεια είχε αρχίσει να μαζεύει τις βαλίτσες της, όταν ακούσθηκε μία ειδοποίηση εκκένωσης. Όμως, ο Διευθυντής του ξενοδοχείου τούς ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να παραμείνουν στο ξενοδοχείο και να μην φύγουν αμέσως.
Στη συνέχεια, ένα πούλμαν έφθασε για να παραλάβει τις γυναίκες και τα παιδιά προκειμένου να τούς οδηγήσει μακριά από το θέρετρο, αλλά ο κ. Μάρισον τόνισε ότι μόνο 100 από τους περίπου 1.200 ανθρώπους μπόρεσαν να επιβιβασθούν σε αυτό. Ακόμη, εξήγησε πώς μαζί με την οικογένειά του περπάτησε στο δρόμο για περίπου πέντε χιλιόμετρα, ώστε να φθάσει στην κοντινή παραλία στο Γεννάδι.
«Όταν φθάσαμε, ήταν μόνο μερικές εκατοντάδες άνθρωποι. Υπήρχαν λίγες καφετέριες και μπαρ και σέρβιραν μπύρες και αναψυκτικά. Όλοι ήταν απλώς χαρούμενοι, σκεπτόμενοι “υπέροχα, ξεφύγαμε από τη φωτιά”. Κατά τη διάρκεια των επόμενων ωρών, ο αριθμός των ανθρώπων σε εκείνη την περιοχή αυξανόταν συνεχώς και στη συνέχεια, καθώς νύχτωνε, οι άνθρωποι γίνονταν όλο και πιο ανήσυχοι για το πώς θα βγουν από αυτό», δήλωσε ο Βρετανός.
«Ήταν σαν το τέλος του κόσμου»
Ο Ίαν Μάρισον επεσήμανε ότι οι ελληνικές Αρχές τούς ενημέρωσαν ότι βάρκες ήταν καθ’ οδόν για να τους παραλάβουν, προκαλώντας βιασύνη στους παρευρισκόμενους που κατευθύνονταν προς το μέρος που τους υπέδειξαν. «Ήταν κυριολεκτικά σαν το τέλος του κόσμου. Οι φλόγες ήταν πλέον πολύ πιο ορατές, επειδή φυσικά ήταν νύχτα. Ξαφνικά, υπήρχαν φλόγες που πετάγονταν ψηλά και ο ουρανός ήταν εντελώς πορτοκαλί. Αυτό προκάλεσε πανικό», σημείωσε.
«Η παραλία ήταν γεμάτη βαλίτσες»
Ο Βρετανός τουρίστας και η οικογένειά του κατάφεραν να επιβιβασθούν σε μία από τις μικρές βάρκες που μετέφεραν τους ανθρώπους σε μεγαλύτερα σκάφη για να τους μεταφέρουν βόρεια στην πόλη της Ρόδου. «Υπήρχαν ακόμα εκατοντάδες άνθρωποι, ίσως χίλιοι, στην παραλία όταν φύγαμε από αυτήν και το μέρος ήταν γεμάτο με βαλίτσες επειδή τις πετούσαν από τις βάρκες».
Σκεπτόμενος τη δοκιμασία του, ο κ. Μάρισον ολοκλήρωσε ότι «υπήρχε κλίμα γενικού πανικού». «Μέχρι να επιβιβασθούμε στις βάρκες και σε άλλα μέσα, υπήρξε πολύ έντονο σπρώξιμο λόγω του πολύ κόσμου. Πολλά παιδιά έκλαιγαν, επίσης». «Χαίρομαι, λοιπόν, που όλα αυτά είναι πίσω μας, τώρα. Ευελπιστώ να μπορέσουμε να τελειώσουμε με λίγο πιο ήρεμη διάθεση».