H υπογεννητικότητα συρρικνώνει την Ελλάδα - Ο Δρ. Πάντος στο Newsbomb.gr εξηγεί τους παράγοντες

Οι γεννήσεις παιδιών αποτελούν μείζον πρόβλημα για την Ελλάδα, αφού τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σημειώνουν σταθερά πτωτική πορεία - Το παράδοξο είναι ότι ενώ πολλά ζευγάρια έχουν την πρόθεση να αποκτήσουν παιδιά, τελικά κάνουν πίσω - Ο γυναικολόγος Κωνσταντίνος Πάντος εξηγεί στο Newsbomb.gr τους παράγοντες που κρύβονται πίσω από την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα
«Για να διατηρηθεί ο πληθυσμός χρειαζόμαστε 2 παιδιά ανά οικογένεια», λέει ο Κωνσταντίνος Πάντος στο Newsbomb.gr
Newsbomb.gr
21'

H Ελλάδα υποφέρει από γενική ατεκνία καθώς όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, ο πληθυσμός της χώρας μας βαίνει μειούμενος και γηραιότερος, με την πάροδο του χρόνου.

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που βλέπουν το φως της δημοσιότητας είναι τρομακτικά και αποδεικνύουν ότι το δημογραφικό είναι το νούμερο ένα πρόβλημα της χώρας μας.

Μάλιστα, αν επαληθευτούν τα παραπάνω εφιαλτικά στοιχεία, το 2050 ο πληθυσμός της χώρας μας θα είναι 7,5 εκατομμύρια. Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν τεράστια μείωση των γεννήσεων και αξιοσημείωτη αύξηση των θανάτων τα τελευταία χρόνια.

Κωνσταντίνος Πάντος στο Newsbomb.gr: «Υπάρχει έλλειψη γνώσης και ενημέρωσης για τη γονιμότητα»

Ο γυναικολόγος και ειδικός στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας Κωνσταντίνος Πάντος, μιλώντας στο Newsbomb.gr για το αρνητικό πρόσημο γεννήσεων της χώρας μας εξήγησε τους παράγοντες που κρύβονται πίσω από την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα.

«Δεν με εκπλήσουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα διότι υπάρχουν μία σειρά από γεγονότα που οδηγούν στην πτωτική τάση των γεννήσεων στη χώρα μας. Από τη μία έχουμε τους γνωστούς οικονομικούς παράγοντες και από την άλλη το γεγονός ότι οι νέες κοπέλες ασχολούνται κυρίως με την καριέρα και τα ακαδημαϊκά τους και έτσι φτάνουν σε προχωρημένη ηλικία μέχρι να αποφασίσουν να κάνουν παιδάκι αλλά υπάρχει και η δυσκολία στην εύρεση συντρόφου. Το πιο σημαντικό πρόβλημα κατά την άποψη μου είναι η έλλειψη γνώσης και ενημέρωσης για το τι σημαίνει “γονιμότητα” και πώς μπορεί μία κοπέλα στις μέρες μας να προστατέψει τη γονιμότητά της», ανέφερε αρχικά ο γυναικολόγος, Κωνσταντίνος Πάντος.

«Ξέρουμε ότι η μέση ηλικία αναπαραγωγής αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Οι επιστήμονες βλέπουμε όλο και περισσότερο γυναίκες άνω των 40 ετών να έρχονται και να αναζητούν το πρώτο τους παιδί. Υπάρχει ένα μείγμα γεγονότων που οδηγεί σε αυτό. Κυρίως είναι η έλλειψη ενημέρωσης. H σύγχρονη Ελληνίδα έχοντας την αντίληψη, την γνώση ότι “θα μπορεί να αποκτήσει παιδί στα 40-45” αφιερώνεται στις ανάγκες της εποχής και δεν λαμβάνει πρόνοια να προστατεύσει τη γονιμότητα της. Σημειώνεται ότι η κατάψυξη ωαρίων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κάτω των 35 ετών. Πολύ συχνά βλέπουμε γυναίκες να έρχονται να καταψύξουν τα ωάρια τους μετά τα 40 που είναι αργά. Όταν έρχονται μετά τα 40 με την αντίληψη ότι είναι εύκολο να κάνουν παιδί ταλαιπωρούνται με εξωσωματικές», πρόσθεσε μιλώντας στο Newsbomb.gr.

Κωνσταντίνος Πάντος στο Newsbomb.gr: «Για να διατηρηθεί ο πληθυσμός χρειαζόμαστε 2 παιδιά ανά οικογένεια»

Σύμφωνα με τον κ. Πάντο οι αιτίες της υπογεννητικότητας είναι αρκετές, σύνθετες και κατά κύριο λόγο, βαθιά κοινωνικές. Η σύγχρονη Ελληνίδα έχει σήμερα τη δυνατότητα να εξελιχθεί επαγγελματικά επιδιώκοντας την ισότητα στους χώρους εργασίας, έχουν την επιλογή στα χέρια τους. Ταυτόχρονα, η έλλειψη κινήτρων και στήριξης εκ μέρους της πολιτείας συμβάλλει δραματικά προς τη μία – την επαγγελματική – και όχι προς την άλλη κατεύθυνση. Μην έχοντας άλλο τρόπο στήριξης δηλαδή, οι γυναίκες επιλέγουν να εργάζονται και να χτίζουν την καριέρα τους και όχι να προχωρήσουν στη δημιουργία οικογένειας.

«Δεν είναι μόνο τα οικονομικά προβλήματα, οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας δεν είχαν την οικονομική ευημερία που έχουμε εμείς σήμερα αλλά έκαναν 4-5 παιδιά. Πρέπει να ευαισθητοποιηθεί ο κόσμος γιατί πρόκειται για ένα σύνθετο πρόβλημα που η ενημέρωση θα βοηθήσει αρκετά», είπε ο γυναικολόγος, Κωνσταντίνος Πάντος στο Newsbomb.gr και υπογράμμισε «Για να διατηρηθεί ο πληθυσμός χρειαζόμαστε 2 παιδιά ανά οικογένεια».

Ελλιπής ενημέρωση σε θέματα γονιμότητας δείχνει έρευνα

Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιούλιο του 2022 δημοσιεύθηκε έρευνα η οποία συντάχθηκε για την ελληνική εταιρεία αναπαραγωγικής Ιατρικής και αφορά θέματα γύρω από την γονιμότητα. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι υπάρχει ελλιπής ενημέρωση γύρω από τη γονιμότητα. Η ενημέρωση σε θέματα γονιμότητας είναι ένα ζήτημα που αφορά εξίσου και άνδρες και γυναίκες, καθώς η αναπαραγωγική αυτονομία αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα όλων. Η ευαισθητοποίηση σε θέματα γονιμότητας οφείλει να ενδυναμώνει και να εξασφαλίζει την αναπαραγωγική αυτονομία, περιέχοντας το στοιχείο του σεβασμού στην ελεύθερή επιλογή.

Το ερευνητικό πρόγραμμα για την Ελληνική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής έγινε με την επιστημονική συνεργασία και καθοδήγηση της Professor Joyce Harper, Καθηγήτριας Αναπαραγωγικής Επιστήμης στο Institute for Women’s Health του University College London. Η J. Harper είναι επικεφαλής της Ομάδας Reproductive Science and Society και ιδρύτρια της International Fertility Education Initiative στο πλαίσιο της European Society for Human Reproduction (ESHRE). Έχει εργαστεί στα γνωστικά αντικείμενα της Κλινικής Εμβρυολογίας και Εξωσωματικής Γονιμοποίησης και ειδικεύεται σε θέματα γονιμότητας και υπογονιμότητας, γενετικής, αναπαραγωγικής υγείας και υγείας των γυναικών για περισσότερα από 30 χρόνια. Αποτελεί μια επιστήμονα διεθνούς βεληνεκούς με πλούσιο συγγραφικό, επιστημονικό και κοινωνικό έργο. Επί του παρόντος, πραγματοποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο ουσιαστική έρευνα αναφορικά με την ευαισθητοποίηση σε θέματα γονιμότητας και η Ελλάδα συμμετέχει σε αυτή την δράση ενεργά.

Την έρευνα διενήργησε η MRB Hellas τον Μάιο του 2021 με κύριο στόχο να διερευνηθούν και να αποτυπωθούν οι απόψεις του γενικού πληθυσμού ως προς τον βαθμό ενημέρωσης και κατανόησης σε θέματα γονιμότητας. Συγκεκριμένα οι βασικοί άξονες διερεύνησης συνοψίζονται στα εξής:

1. Κατανόηση γύρω από θέματα Γονιμότητας

2. Πηγές πληροφόρησης για θέματα Γονιμότητας

3. Στάση και Απόψεις για την τεκνοποίηση

Η Ποσοτική πανελλαδική Έρευνα σε Ευρύ Κοινό που διενεργήθηκε είχε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά (ταυτότητα έρευνας)

Μέγεθος Δείγματος

Το δείγμα της ποσοτικής έρευνας είναι 1.201 συνεντεύξεις σε άτομα ηλικίας 17-55. (801 συνεντεύξεις με Γυναίκες - 400 συνεντεύξεις με Άνδρες.)

Δομή Δείγματος

Το δείγμα είναι αντιπροσωπευτικό του Ελληνικού πληθυσμού 17-55 ετών. Το τελικό δείγμα σταθμίστηκε ως προς το φύλο, την ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης και την αστικότητα/ περιοχή κατοικίας

Μεθοδολογία

Για την διεξαγωγή της ποσοτικής έρευνας εφαρμόστηκαν οι συνεντεύξεις μέσω WEB με τη χρήση συστήματος CAWI και δομημένου ερωτηματολογίου σε δείγμα του Ελληνικού πληθυσμού 17-55 ετών πανελλαδικά.

Οι διαδικτυακές συνεντεύξεις αντλήθηκαν από το Panel της CINT

Κατανόηση σχετικά με θέματα Γονιμότητας

Οι ερωτώμενοι φαίνεται να γνωρίζουν ότι διαθέτουν χαμηλό επίπεδο ενημέρωσης, τόσο για ό,τι αφορά την γυναικεία όσο και την ανδρική γονιμότητα.

Για τους Έλληνες Άνδρες και Γυναίκες, η κατανόηση θεμάτων σχετικά με την γονιμότητα αφορά κυρίως το ίδιο φύλο με το 56,4% των ανδρών να δηλώνουν ότι γνωρίζουν πολλά και αρκετά για την ανδρική γονιμότητα, και το 73,3% των γυναικών ότι γνωρίζουν πολλά και αρκετά για την γυναικεία γονιμότητα.

Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί το ανησυχητικά υψηλό ποσοστό του 67,7% των γυναικών που δηλώνουν ότι γνωρίζουν λίγα και καθόλου, αναφορικά με θέματα της ανδρικής γονιμότητας, όπως και το 55,3% των ανδρών που δηλώνει ότι γνωρίζει λίγα και καθόλου σχετικά με θέματα της γυναικείας γονιμότητας.

Γυναικεία και Ανδρική Γονιμότητα

Η υπογονιμότητα αποτελεί ένα συνηθισμένο πρόβλημα σήμερα που επηρεάζει σχεδόν 1 στα 6 ζευγάρια. Έχουν ταυτοποιηθεί πολλά αίτια για την εκδήλωση της υπογονιμότητας, κάποια αφορούν σε δυσλειτουργίες του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος, κάποια σε διαταραχές του ανδρικού συστήματος, ενώ και σε κάποιες περιπτώσεις η υπογονιμότητα φαίνεται να οφείλεται στην συνύπαρξη προβλημάτων τόσο στον άντρα όσο και στη γυναίκα.

Εξαιρώντας τις παθολογίες που μπορεί να επηρεάζουν αρνητικά το αναπαραγωγικό δυναμικό και για τα δύο φύλα, τα επιστημονικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι το αναπαραγωγικό δυναμικό της γυναίκας πλήττεται σε μεγαλύτερο βαθμό και συντομότερα από εκείνο του άνδρα από παράγοντες που αφορούν την φυσιολογική εξέλιξη, όπως αυτός της ηλικίας. Το δεδομένο αυτό δεν σημαίνει ότι η παγκόσμια έρευνα επικεντρώνεται στο γυναίκειο αναπαραγωγικό σύστημα, εξηγεί όμως τους λόγους για τους οποίους δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυτό, προβάλλοντας ενδεχομένως περισσότερο δεδομένα που αφορούν το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. Ωστόσο, η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση σε θέματα γονιμότητας αναφορικά και με τα δυο φύλα αφορά και οφείλει να απευθύνεται εξίσου σε άνδρες και γυναίκες. Γίνεται σαφές, επομένως, πως για την διερεύνηση των αιτίων της υπογονιμότητας στην Ελλάδα οφείλουμε να εστιάσουμε στις αντιλήψεις και των δύο φύλων πάνω σε θέματα αναπαραγωγικής υγείας και αναπαραγωγικού δυναμικού.

Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες ερωτώμενοι γνωρίζουν στην πλειοψηφία τους και αναφέρουν σε ποια ηλικία μια γυναίκα είναι πιο γόνιμη (46,8% του συνόλου ερωτηθέντων αναφέρει τις ηλικίες 18-25 ετών και το 49% αναφέρει τις ηλικίες 26-35).

Ωστόσο - σε αντιδιαστολή- δεν φαίνεται ότι κατανοούν και ότι γνωρίζουν πότε αρχίζει η γυναικεία γονιμότητα να μειώνεται, καθώς 1 στους 3 ερωτώμενους δηλώνει ότι η γυναικεία γονιμότητα αρχίζει να μειώνεται συνήθως στις ηλικίες των 46-55 ετών (σύνολο ερωτηθέντων 35,5% - γυναίκες 34,2% & άνδρες 36,7%).

Το χαμηλό επίπεδο ενημέρωσης σχετικά με το θέμα της μείωσης της γυναικείας γονιμότητας επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι μόνο το 12,9% των ερωτηθέντων (12,1% των γυναικών και 13,6% των ανδρών) κατανοούν και αναφέρουν ότι η γονιμότητα της γυναίκας μετά την ηλικία των 35 ετών μειώνεται σημαντικά. Η πλειοψηφία των ερωτώμενων θεωρεί ότι μειώνεται λίγο (42,4%) ή καθόλου (6,9%).

Σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα, η γονιμότητα των ζευγαριών, και ιδιαιτέρως της γυναίκας, είναι αυξημένη στις ηλικίες των 25 – 30 ετών, και καταγράφει μια σημαντικά φθίνουσα πορεία μετά την ηλικία των 35. Μετά τα 40 έτη, η γονιμότητα φθίνει με γρηγορότερο ρυθμό, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται προβλήματα περίπου στο 50-60% των ζευγαριών που επιχειρούν τεκνοποίηση για πρώτη φορά μετά την ηλικία των 40.

Μια άλλη άποψη που κατατίθεται από τον πληθυσμό της μελέτης και που θα πρέπει να επισημανθεί, είναι η λανθασμένη πεποίθηση ότι η διατήρηση της καλής υγείας και φυσικής κατάστασης μιας γυναίκας μετά τα 40 έτη μπορεί να επηρεάσει θετικά και να παρατείνει την ικανότητα που έχει το αναπαραγωγικό της σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων (70,2%) συμφωνούν με την άποψη ότι η καλή υγεία και φυσική κατάσταση της γυναίκας μετά τα 40 μπορεί να εξασφαλίσει τη γονιμότητα της και τη δυνατότητα της να τεκνοποιήσει φυσιολογικά ανεξαρτήτου ηλικίας.

Επιστημονικές μελέτες δηλώνουν ότι όσο καλή και να είναι η υγεία και η φυσική μας κατάσταση δεν μπορεί να παρακαμφθεί το «ηλικιακό όριο» που θέτει η φύση στις δυνατότητες του αναπαραγωγικού συστήματος τόσο για την γυναίκα όσο και για τον άνδρα. Ωστόσο τα επιστημονικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι η γυναίκα πλήττεται περισσότερο και σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτή την πραγματικότητά σε σχέση με τον άνδρα, που αν και σαφώς η ηλικία επηρεάζει σημαντικά τη γονιμότητα του, αυτό δε συμβαίνει τόσο σύντομα, ή τόσο αιφνίδια όσο για την γυναίκα. Η παρανόηση ότι η καλή υγεία και φυσική κατάσταση μπορούν να βελτιώσουν την γονιμοποιητική ικανότητα είναι κρίσιμη και φαίνεται να αποτελεί ακόμα έναν επιβαρυντικό παράγοντα που ενδέχεται έμμεσα να οδηγεί σε υπογονιμότητα λόγω προχωρημένης ηλικίας κυρίως για τις γυναίκες, αλλά και για τους άνδρες που προσπαθούν να τεκνοποιήσουν σε μεγάλη ηλικία.

Αντίστοιχα, συντριπτικά είναι τα ποσοστά ελλιπούς ενημέρωσης σε σχέση με το πόσο πιθανό είναι για μια γυναίκα στην ηλικία των 40 να μείνει έγκυος χωρίς υποβοηθούμενη θεραπεία (δηλαδή μετά από ελεύθερη σεξουαλική επαφή κατά τις γόνιμες μέρες της).

Επιπλέον, ανησυχητικά υψηλό ποσοστό των ερωτηθέντων (47,9%) δηλώνει ότι οι πιθανότητες εγκυμοσύνης στην ηλικία των 40 ετών κυμαίνονται από το 30% έως το 50% (1 στους 3 δηλαδή το 29,9,9% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι υπάρχει 30% πιθανότητα εγκυμοσύνης και το 18% 50% πιθανότητα εγκυμοσύνης), ενώ το 14,5 % των ερωτηθέντων δεν μπορεί να τοποθετηθεί.

ΣΥΝΟΛΟ

ΓΥΝΑΙΚΕΣ

ΑΝΔΡΕΣ

30% πιθανότητα εγκυμοσύνης

29,9%

32,9%

26,9%

50% πιθανότητα εγκυμοσύνης

18%

18,8%

17,2%

47,9%

51,7%

44,1%

Μόνο το 7,7% των ερωτηθέντων, δηλαδή λιγότερο από ένας στους 10 συμμετέχοντες, φαίνεται να έχουν σωστή ενημέρωση και καταθέτουν ότι το ποσοστό επιτυχίας με φυσική σύλληψη στις γυναίκες αυτής της ηλικιακής ομάδας είναι σημαντικά χαμηλό, αναγνωρίζοντας την συντριπτική μείωση της πιθανότητας τεκνοποίησης στην ηλικία των 40 ετών.

ΣΥΝΟΛΟ

ΓΥΝΑΙΚΕΣ

ΑΝΔΡΕΣ

5% πιθανότητα εγκυμοσύνης

7,7%

9,7%

5,7%

ΣΥΝΟΛΟ

ΑΝΔΡΑΣ

ΓΥΝΑΙΚΑ

ΜΑΛΛΟΝ/ΑΠΟΛΥΤΑ ΣΥΜΦΩΝΩ

65.9%

64.5%

67.3%

Συμπληρωματικά με αυτή την επικίνδυνα λανθασμένη αντίληψη αναφορικά με τις υψηλές πιθανότητες και την δυνατότητα εγκυμοσύνης με φυσική σύλληψη στην ηλικία των 40 ετών, καταγράφεται επίσης και η αντίστοιχη υπερεκτίμηση για τις δυνατότητες της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής όταν η σύντροφος βρίσκεται ηλικιακά στα τέλη της δεκαετίας των 30. Περισσότερο ειδικά, περίπου 2 στους 3 (65,9%) συμμετέχοντες συμφωνούν με την άποψη ότι με την διαθέσιμη ιατρική πρόοδο οι γυναίκες που βρίσκονται ηλικιακά στα τέλη της δεκαετίας των 30 εξακολουθούν να έχουν μια πολύ καλή πιθανότητα να αποκτήσουν παιδί μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Σύμφωνα με δεδομένα από την Εθνική Αρχή Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας του Ηνωμένου Βασίλειου - Human Fertilization and Embryology Authority (HFEA), σε ηλικίες μέχρι 35 ετών το ποσοστό επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης ανέρχεται περίπου στο 32% ανά εμβρυομεταφορά, ενώ πέφτει στο 25% στο ηλικιακό γκρουπ 35-37, και στο 19% για ηλικίες 38-39 ετών. Σύμφωνα με τα δεδομένα του Εθνικού Συστήματος Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (NHS UK) τα τελευταία 15 χρόνια, υπολογίζεται πως ο αριθμός των κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης που πραγματοποιούνται σε γυναίκες ηλικίας μεταξύ 40 και 45 έχει αυξηθεί πάνω από δέκα φορές. Όμως είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι γυναίκες που βρίσκονται στην αρχή της δεκαετίας των 40 ετών έχουν περίπου 14% πιθανότητες επίτευξης εγκυμοσύνης ανά κύκλο θεραπείας για την υπογονιμότητα, ενώ για γυναίκες άνω των 43 ετών το ποσοστό γέννησης μειώνεται στο 5% ανά εμβρυομεταφορά. Τα συγκεκριμένα δεδομένα αναδεικνύουν ότι η αντίληψη πως υπάρχει «πολύ καλή πιθανότητα απόκτησης παιδιού μέσω υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στα τέλη της δεκαετίας των 30» ελλοχεύει κινδύνους.

Πρόσφατες επιστημονικές μελέτες επισημαίνουν την σημασία να συζητούνται θέματα που αφορούν την ανδρική γονιμότητα και υπογονιμότητα λόγω ανδρικού παράγοντα. Αναγνωρίζεται πλέον ότι η κατανόηση, η γνώση και η ενημέρωση γύρω από την ανδρική γονιμότητα είναι εξίσου σημαντική με την γυναικεία.

Είναι συνεπώς ανησυχητικό το γεγονός ότι 1 στους 3 άνδρες αναφέρει ότι η ανδρική γονιμότητα αρχίζει να μειώνεται στην ηλικία των 56+ ετών (33,2% σε άνδρες ερωτώμενους – 40,8% σε γυναίκες ερωτώμενους) όταν επιστημονικές μελέτες αναφέρουν ότι ένας άνδρας μπορεί να παρουσιάσει σοβαρό πρόβλημα γονιμότητας μετά τα 45 έτη, καθώς πλήττεται όχι μόνο η ποσότητα αλλά και η ποιότητα καθώς και η γενετική ακεραιότητα των σπερματοζωαρίων.

Η ανδρική γονιμότητα εξαρτάται από τη σωστή λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος, ενός περίπλοκου συστήματος που βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ενδοκρινικού συστήματος με πληθώρα ορμονών να συμμετέχουν στην εύρυθμη λειτουργία της αναπαραγωγικής φυσιολογίας.

Σύμφωνα με μελέτες που εστιάζουν στην γονιμοποιητική ικανότητα ενός ζευγαριού, φαίνεται ότι ο γυναικείος παράγοντας ευθύνεται για το 40% υπογονιμότητας. Για το 20% των υπογόνιμων ζευγαριών ευθύνεται τόσο ο γυναικείος όσο και ο ανδρικός παράγοντας συνδυαστικά, ενώ για το 40% των υπογόνιμων ζευγαριών–ευθύνεται αποκλειστικά ο ανδρικός παράγοντας. Η τελευταία παρατήρηση έρχεται να ανατρέψει τις λανθασμένες παγιωμένες αντιλήψεις του παρελθόντος, σύμφωνα με τις οποίες η υπογονιμότητα θεωρούνταν ένα ζήτημα που αφορά τις γυναίκες, και να αναδείξει την κρίσιμη συμμετοχή του ανδρικού παράγοντα σε θέματα υπογονιμότητας.

Πηγές πληροφόρησης

Το θέμα της ενημέρωσης γύρω από ζητήματα γονιμότητας σήμερα είναι κρίσιμο για μία αναπτυγμένη κοινωνία όπως η ελληνική. Ως δύο βασικές πηγές ενημέρωσης αναφέρονται το διαδίκτυο στην 1η θέση (60%) και ο ιατρός στην 2η θέση (59,1%). Ακολουθούν με χαμηλότερα ποσοστά τα βιβλία (25,2%) στην 3η θέση, το σχολείο (24,1%) στη 4η θέση και οι γονείς και στενά μέλη της οικογένειας (20,2%).

Ως ενδεδειγμένες πηγές ενημέρωσης αναγνωρίζονται στην 1η θέση ο ιατρός (82,1%), ακολουθεί στην 2η θέση το σχολείο με ποσοστό 61,8% και στην 3η θέση τα βιβλία (36,8%). Ακολουθεί το διαδίκτυο (27,6%) οι γονείς και στενά μέλη της οικογένειας (20,2%).

Οι προτεινόμενες στρατηγικές για την προώθηση της ενημέρωσης και της εκπαίδευσης των πολιτών σε ζητήματα αναπαραγωγικής υγείας αφορούν πολλούς κλάδους, από τους επαγγελματίες υγείας, τα ΜΜΕ έως και την εκπαίδευση και φυσικά την Πολιτική Ηγεσία. Η υψηλή αναγκαιότητα καθιέρωσης της σεξουαλικής αγωγής, καθώς και ενημέρωσης γύρω από τις σχέσεις, την αναπαραγωγική υγεία και τη γονιμότητα στα σχολεία όλων των βαθμίδων κρίνεται ζωτικής σημασίας. Η ευθύνη της ιατρικής κοινότητας στην ενημέρωση για θέματα γονιμότητας και τις προεκτάσεις τους, ο ρόλος των ΜΜΕ και του διαδικτύου στην διαμόρφωση αντιλήψεων, και ο ρόλος των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην προαγωγή της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης για την αξία της αναπαραγωγικής υγείας πρέπει όλα να συζητηθούν στο πλαίσιο δημιουργίας στοχευμένης στρατηγικής που σκοπό θα έχει να ενισχύσει την αναπαραγωγική αυτονομία αντρών και γυναικών.

Το παρακάτω γράφημα αποτυπώνει την αναντιστοιχία που υπάρχει σε σχέση με τις πηγές ενημέρωσης. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να αναφερθεί και να επισημανθεί η χαμηλή θέση που κατέχει σήμερα το σχολείο ως πηγή ενημέρωσης σε αντιδιαστολή με το διαδίκτυο.

Ιεράρχηση με βάση την σειρά κατάταξης

ΙΣΧΥΕΙ

ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΙΣΧΥΕΙ

ΙΑΤΡΟΣ

2η θέση

1η θέση

ΣΧΟΛΕΙΟ

4η θέση

2η θέση

ΒΙΒΛΙΑ

3η θέση

3η θέση

ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

1η θέση

4η θέση

ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΕΝΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

5η θέση

5η θέση

Στάση και Απόψεις για την τεκνοποίηση

Η τεκνοποίηση είναι μια προσωπική επιλογή του κάθε ατόμου (άνδρα και γυναίκα) και η όποια απόφαση θα πρέπει να είναι σεβαστή. Οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε με τον ίδιο σεβασμό τόσο την επιλογή τεκνοποίησης όσο και την επιλογή αποφυγής της. Η εν λόγω έρευνα κατέδειξε ότι περίπου 1 στις 3 γυναίκες (32,1%) και άνδρες (29,4%) συμφωνούν με την άποψη ότι η απόκτηση παιδιού δεν αποτελεί για αυτούς βασικό και σημαντικό στόχο στην ζωή τους γενικά.

ΣΥΝΟΛΟ

ΑΝΔΡΑΣ

ΓΥΝΑΙΚΑ

ΑΠΟΛΥΤΑ/ΜΑΛΛΟΝ ΔΙΑΦΩΝΩ

50,6

52,9

48,4

ΟΥΤΕ / ΟΥΤΕ

15,2

14,3

16,1

ΜΑΛΛΟΝ/ΑΠΟΛΥΤΑ ΣΥΜΦΩΝΩ

30,8

29,4

32,1

ΔΞ

3,3

3,3

3,3

Το εάν και πότε οι άνθρωποι επιλέγουν να κάνουν παιδιά επηρεάζεται όχι μόνο από τις επιθυμίες και τις συνθήκες στην προσωπική τους ζωή, αλλά και από κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες όπως η οικονομική αβεβαιότητα και η απουσία υποστηρικτικών κοινωνικών δομών. Επομένως, η επιλογή για τεκνοποίηση και το «εάν» και «πότε» θα αποτελέσει η τεκνοποίηση στόχο είναι μια προσωπική υπόθεση.

Αυτό που οφείλουμε να διασφαλίσουμε είναι να αποφευχθεί η ακούσια ατεκνία που μπορεί να προκύπτει από έλλειψη ενημέρωσης για τα όρια που θέτει η φυσιολογία του αναπαραγωγικού συστήματος, ενώ συγχρόνως οφείλουμε να σεβόμαστε ουσιαστικά την ατεκνία από επιλογή. Βάσει των αποτελεσμάτων της εν λόγω έρευνας, η επιλογή για τεκνοποίηση, αν και εφόσον αποφασιστεί, θα εξαρτηθεί από παράγοντες που αποτυπώνονται στον παρακάτω πίνακα με σειρά ιεράρχησης.

Για τις γυναίκες το πότε θα αποφασίσουν να προσπαθήσουν να αποκτήσουν το πρώτο τους παιδί εξαρτάται από …

ΓΥΝΑΙΚΕΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΟΥ ΖΩΗΣ/ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΜΕ ΤΟΝ/ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΜΟΥ

56,1%

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΥ ΖΩΗΣ/ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ/ΚΑΡΙΕΡΑΣ – ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ Η ΕΡΓΑΣΙΑ/ΚΑΡΙΕΡΑ ΜΟΥ ΝΑ ΣΥΝΔΥΑΣΤΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ

36,8%

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ (ΣΠΙΤΙ,ΣΤΑΘΕΡΗ ΕΡΓΑΣΙΑ)

36,3%

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΟΥ ΑΝΑΓΚΗ/ΤΗΝ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΩ ΠΑΙΔΙ

34,3%

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΝΑ ΚΑΝΩ (ΝΑ ΕΧΩ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΧΡΟΝΟ,ΤΑΞΙΔΙΑ)

32,8%

Για τους άνδρες το πότε θα αποφασίσουν να προσπαθήσουν να αποκτήσουν το πρώτο τους παιδί εξαρτάται από …

ΑΝΔΡΕΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΥ ΖΩΗΣ/ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ/ΚΑΡΙΕΡΑΣ – ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ Η ΕΡΓΑΣΙΑ/ΚΑΡΙΕΡΑ ΜΟΥ ΝΑ ΣΥΝΔΥΑΣΤΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ

57,4%

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΟΥ ΖΩΗΣ/ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΜΕ ΤΟΝ/ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΜΟΥ

40,2%

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ (ΣΠΙΤΙ,ΣΤΑΘΕΡΗ ΕΡΓΑΣΙΑ)

33,7%

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΝΑ ΚΑΝΩ (ΝΑ ΕΧΩ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΧΡΟΝΟ,ΤΑΞΙΔΙΑ)

25,7%

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΟΥ ΑΝΑΓΚΗ/ΤΗΝ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΩ ΠΑΙΔΙ

22,5%

Σε σχέση με την επιθυμητή ηλικία απόκτησης παιδιού/παιδιών, περίπου 1 στους 2 ερωτώμενους (45% στο σύνολο) δηλώνει ότι σε έναν ιδανικό κόσμο, η ηλικία που περίπου θα ήθελε θεωρητικά να αποκτήσει /να είχε αποκτήσει το πρώτο του παιδί είναι η ηλικία 26-30 ετών. Σύμφωνα με την Eurostat στην Ελλάδα του 2020, ο μέσος όρος ηλικίας απόκτησης του πρώτου παιδιού καθορίζεται πέρα από αυτό το όριο στα 30,7 έτη.

Άνδρες και γυναίκες δηλώνουν ότι θα ήθελαν να έχουν ολοκληρώσει την οικογένειά τους στην ηλικία 36-45 ετών (στην ηλικία των 36-40 ετών δηλώνει το 32,8% και στην ηλικία των 41-45 ετών δηλώνει το 12,8%).

Αξίζει να σημειωθεί ότι για κάποιους ερωτώμενους η μετάθεση της ολοκλήρωσης της οικογένειας για την ηλικία των 41-45 ετών δημιουργεί ερωτηματικά ως προς το κατά πόσο –εφόσον το επιθυμούν– θα μπορέσουν να ολοκληρώσουν όπως έχουν σχεδιάσει τον οικογενειακό τους προγραμματισμό.

Το 2050 ο πληθυσμός της χώρας θα είναι 7,5 εκατομμύρια

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα αποτυπώνουν τεράστια μείωση των γεννήσεων και αξιοσημείωτη αύξηση των θανάτων τα τελευταία χρόνια, ενώ χαρακτηριστικό είναι πως οι πιο πρόσφατες μελέτες των επιστημονικών φορέων δείχνουν πως η χώρα θα έχει μόλις 7,5 εκατ. κατοίκους το 2050.

Οι γεννήσεις, συγκριτικά με το 1980 έχουν μειωθεί κατά το ήμισυ, καταγράφοντας τις λιγότερες γεννήσεις τα τελευταία 90 χρόνια, ενώ η σύγκριση με το 1932, το πρώτο έτος για το οποίο έχουμε στοιχεία, είναι απογοητευτική.

Τότε, η Ελλάδα είχε πληθυσμό 6,2. εκατ.κατοίκους, από τους οποίους το 1,5 εκατομμύριο αποτελούσαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι μόλις είχαν αρχίσει να φεύγουν από τα παραπήγματα και να μετακομίζουν σε προσφυγικές κατοικίες.

Οι γεννήσεις το 1932 ήταν 185.523 και οι θάνατοι 117.593 ενώ στην Ελλάδα του 2022 των 10.482.487 κατοίκων οι γεννήσεις είναι λιγότερες από τις μισές.

Αν σκεφτεί κανείς πως μόλις τον Ιούνιο του 2023 συστάθηκε για πρώτη φορά υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, με διακηρυγμένο στόχο την επίλυση των προβλημάτων είναι αξιοπερίεργο πως θεσπίστηκε η εργασία των 8+5 ωρών ημερησίως.

Για να γυρίσουμε στα στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ, οι γεννήσεις το 2022 ανήλθαν σε 76.541 (39.558 αγόρια και 36.983 κορίτσια) καταγράφοντας μείωση 10,3% σε σχέση με το 2021 οπότε και ήταν 85.346 (43.998 αγόρια 41.348 κορίτσια).

Στην εξίωση πρέπει να προσθέσουμε και τις γεννήσεις των νεκρών βρεφών, που ήταν 446, δηλαδή μειωμένες 1,5% σε σχέση με το 2021, που ήταν 453.

Στον αντίποδα οι θάνατοι το 2022 ήταν 140.801 (70.802 άνδρες και 69.999 γυναίκες), παρουσιάζοντας μείωση 2% σε σχέση με το 2021, που ήταν 143,923 (73.420 ανδρες και 70.503 γυναικες).

Παρατηρείται ωστόσο μία μείωση του δείκτη βρεφικής θνησιμότητας, με τους θανάτους βρεφών μικρότερων του ενός έτους να ανέρχονται σε 239 (θάνατοι βρεφών ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων), από 3,48 το 2021 σε 3,12 το 2022.

Συμπερασματικά, το ισοζύγιο, ή η Φυσική Μεταβολή όπως το αναφέρει η ΕΛ.ΣΤΑΤ είναι αρνητικό κατά 64.260 ανθρώπους.

Αυξήθηκαν οι γάμοι το 2022

Αναφορικά με τους γάμους το 2022, αυτοί ανήλθαν σε 43.355 (21.381 θρησκευτικοί και 21.974 πολιτικοί), παρουσιάζοντας αύξηση κατά 6,4% σε σχέση με το 2021, κατά το οποίο είχαν πραγματοποιηθεί 40.759 (18.487 θρησκευτικοί και 22.272 πολιτικοί).

Όσον αφορά στα σύμφωνα συμβίωσης, αυτά ανήλθαν σε 13.157, παρουσιάζοντας αύξηση 13,9% σε σύγκριση με το 2021 που ήταν 11.550.

Αύξηση και στα διαζύγια πέρυσι

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα διαζύγια ανήλθαν σε 14.477, παρουσιάζοντας αύξηση 4% σε σχέση με το 2021 (13.921διαζύγια). Αναφορικά με τον τύπο διαζυγίου, οκτώ στα δέκα διαζύγια που εκδόθηκαν την τελευταία πενταετία είναι συναινετικά. Το 2022, εκδόθηκαν 11.638 συναινετικά (80,4%) και 1.906 κατ' αντιδικία διαζύγια (13,2%), ενώ για 933 διαζύγια (6,4%) δεν δηλώθηκε ο τύπος διαζυγίου.

Οι περισσότερες αποφάσεις διαζυγίων αφορούν σε άτομα ηλικίας 40- 44 ετών (άνδρες 17,8% και γυναίκες 20%) και ακολουθούν τα άτομα ηλικίας 45- 49 ετών (άνδρες 17,6% και γυναίκες 16,4%). Το 65,6% των διαζυγίων που εκδόθηκαν το 2022 αφορά σε γάμους που διήρκησαν 10 και πλέον έτη (9.500 διαζύγια). Να σημειωθεί πως η αναλογία διαζυγίων ανά 100 γάμους ήταν 33,4 το 2022, έναντι 34,2 το 2021, από 41,2 το 2020, από 32,1 το 2019 και από 32,8 το 2018.

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ

Σχετικές ειδήσεις