Ημερολόγιο πολέμου: Όσα έγιναν στην αποστολή του Newsbomb.gr στο Ισραήλ
Η κάλυψη ενός πολέμου και η συνακόλουθη καταγραφή της Ιστορίας εν τη γενέσει της, αποτελεί κατά τη γνώμη μου ένα «παράσημο» στον χώρο της δημοσιογραφίας, και ειδικά για όσους αρέσκονται στη δράση, στις δόσεις αδρεναλίνης αλλά και εκτιμούν την πεμπτουσία της ενημέρωσης, που δεν είναι άλλη από το ρεπορτάζ. Η γενιά μου ευτυχώς, δεν έζησε πολλούς πολέμους και ειδικά την περασμένη 10ετία κανέναν που να μπορεί ή, να αξίζει βάσει του ελληνικού ενδιαφέροντος, να καλυφθεί αναλυτικά. Μέχρι την Ουκρανία κι από εκεί, στο Ισραήλ.
«Θες να πας», ήταν η ερώτηση, την οποία απάντησα, κυρίως με την ορμή της φοιτητικής επιθυμίας και λιγότερο ως αποτέλεσμα ώριμης σκέψης και λογικής, αμέσως καταφατικά. «Είσαι σίγουρος, δεν τρέχει κάτι και να μην πας»... «Φυσικά και θέλω», απαντώ, ενώ μιλάει ακόμα η αδρεναλίνη που δημιουργήθηκε μόνο από την… κουβέντα.
Αρχίζω να σκέφτομαι το απρόβλεπτο, το άγνωστο αυτού του περίεργου πολέμου, όπου δεν υπάρχει ακόμα μέτωπο, ενώ δεν μάχονται δύο ισότιμοι στρατοί, αλλά ουσιαστικά η πολεμική μηχανή του Ισραήλ σφυροκοπά αντάρτες, έτοιμους για όλα, οι οποίοι απαντούν με τη συνεχή ρίψη ρουκετών προς κατοικημένες περιοχές και το σημαντικό είναι να μην... βρεθείς στο λάθος σημείο στη λάθος στιγμή. Το απρόβλεπτο, είναι ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να υπάρχει ολική ανάφλεξη και το Ισραήλ να αποτελέσει τον στόχο όλων των γύρω κρατών, όπως έγινε δύο φορές στο παρελθόν. Στόχος ακόμα και η εξαφάνισή του, όπως διατρανώνουν και σε πολύ πιο ειρηνικές εποχές, οι ηγέτες των γύρω χωρών, και ίσως τώρα να είναι η ευκαιρία τους...
Έπειτα από αυτούς τους πρώτους συλλογισμούς, αρχίζω να σκέφτομαι τις λεπτομέρειες αλλά και πόσους λόγους έχω να μην... πάω. Το 2015 είχα πραγματοποιήσει οδοιπορικό στη Δυτική Όχθη, στη Ραμάλα τα Ιεροσόλυμα και τον Τάφο του Αραφάτ, όπου και πήρα συνέντευξη από στέλεχος της Φατάχ.
Θυμάμαι ακόμα την αγωνία μου για τον τετράωρο έλεγχο στο αεροδρόμιο, όπου οι ισραηλινοί φρουροί ξεψάχνιζαν τα πράγματά μου, που περιλάμβαναν περίπου 30 λάβαρα της Παλαιστίνης (στο πλαίσιο ρεπορτάζ για τα κοινά στοιχεία μεταξύ Κρητών και Φιλισταίων, θα γινόταν μια μεγάλη εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής).
Θα εξετάσουν και τις SD κάρτες μου με τα πλάνα των φίλων Παλαιστινίων να χορεύουν για το ελληνικό συνεργείο, τη συνέντευξη του στελέχους της Φατάχ να λέει ότι ο τερματισμός της κατοχής από το «βάρβαρο» κράτος του Ισραήλ είναι η μόνη λύση;
Όλα όμως πήγαν καλά και σε απόρροια του ρεπορτάζ αυτού που άρεσε στους Παλαιστίνιους και στην πρεσβεία τους, λαμβάνω έπειτα από λίγο καιρό, στην Αθήνα, αποκλειστική συνέντευξη από την Αχέντ Ταμίμι, την κοπέλα-σύμβολο της παλαιστινιακής αντίστασης παγκοσμίως.
Χαρούμενος τότε, αλλά προβληματισμένος στις 10 Οκτωβρίου του 2023, για το τι θα συναντήσω στο Ισραήλ και αν θα μου επιτραπεί η είσοδος μετά από αυτά – η Μοσάντ και γενικά το δίκτυο πληροφοριών του Ισραήλ είναι η καλύτερη υπηρεσία στον κόσμο, έχω ακούσει ιστορίες «ανεπιθύμητων τουριστών» σε ειρηνικές εποχές, με αφορμές μικρότερες από αυτές που είχαν για μένα, ώστε να μην καλοδεχτούν την παρουσία μου σε έναν «πόλεμο επιβίωσης», όπως τον χαρακτηρίζουν, για αυτούς…
Με αυτές και πολλές ακόμα σκέψεις, δέχομαι με έντονη απογοήτευση την ακύρωση, την τελευταία στιγμή, της πτήσης μου για το Τελ Αβίβ, με παρηγοριά το ότι «ίσως για κάποιον λόγο συνέβη αυτό». Υπάρχουν όμως κι άλλοι τρόποι για να φτάσεις στο Ισραήλ, αποφεύγοντας το αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ που… ανοιγοκλείνει εξαιτίας των επιθέσεων της Χαμάς, για τα ελάχιστα αεροπλάνα που παίρνουν το ρίσκο…
Μαθαίνουμε ότι συνεργείο του OPEN θα ταξιδέψει μέσω Ιορδανίας και από εκεί οδικώς προς το Τελ Αβίβ, τι καλύτερο να μην είμαι μόνος μου αλλά με συναδέλφους που τους γνωρίζω από το ρεπορτάζ, οι οποίοι μάλιστα έχουν και εξτρά αλεξίσφαιρο για μένα.
Αποφεύγω να το συζητήσω με τους δικούς μου, ας το μάθουν όταν θα είμαι εκεί. Τα λόγια αγωνίας, «μην πας», «γιατί το κάνεις αυτό», «είσαι τρελός», ή ακόμα και τα «να προσέχεις, εκεί πεθαίνει κόσμος, δεν είναι επεισόδια στα Εξάρχεια», δεν μου κάνουν καλό και προτιμώ να τα αποφύγω, το κατά δύναμειν. Η σύζυγος μου, συνάδελφος δημοσιογράφος, ξέρει, διότι έτσι σκέφτεται και η ίδια, ότι δεν έχει κανένα νόημα να μου πει «μην πας» - μόνο αρκεί ένα «όχι ταρζανιές, κανένα ρεπορτάζ δεν μετράει όσο η ζωή μας, κάτσε ελάχιστες ημέρες και γύρνα». Επειδή ξέρει, επίσης, ανησυχεί και περισσότερο από ότι αν δεν ήταν δημοσιογράφος, και πως (μπορεί να) είναι η πραγματικότητα σε τέτοιες καταστάσεις και οι πραγματικοί κίνδυνοι, πέραν των όσων μεταδίδονται και φτάνουν τελικά στον τηλεθεατή-αναγνώστη. Όπως και ξέρει πώς η υπερένταση της στιγμής μπορεί να αποβεί κρίσιμη. Στον πόλεμο πρέπει να είσαι σε εγρήγορση στο 200%.
Το ταξίδι και η αναγκαστική διαμονή στο Αμμάν, μέχρι να ανοίξει η συνοριακή μεθόριος, πάνε μια χαρά, μαζί με τον οπερατέρ Δημήτρη Αλεξάκη, και η είσοδος στο Ισραήλ από μια εχθρική σε αυτό χώρα, όπως είναι και η Ιορδανία, πολύ πιο εύκολη από ότι περίμενα: Η αντίστροφη οδός, αυτή της φυγής από τη χώρα προς οπουδήποτε, κατακλύζεται από κόσμο και πολύωρες αναμονές, ενώ αυτή της εισόδου, εντελώς άδεια… Οι συνοριοφύλακες μάλλον χαίρονται που μας βλέπουν γιατί… σπάμε την απραξία τους, μας ελέγχουν, χωρίς να κάνουν και πολλές ερωτήσεις όταν αντιλαμβάνονται ότι είμαστε δημοσιογράφοι.
Χαμογελάω. Αυτό δεν λέμε ότι κάνουμε οι δημοσιογράφοι, εκεί που όλοι φεύγουν, εμείς δεν πρέπει να πηγαίνουμε να καταγράφουμε την αιτία που τους διώχνει; Τόσες φορές το έχω κάνει σε πυρκαγιές και θεομηνίες, έτσι και τώρα, κι ας είναι τόσο, μα τόσο διαφορετικό...
Το διαδίκτυο, επίσης, δεν είναι τηλεόραση: Τα πάντα ανεβαίνουν, τα πάντα «χωράνε» στην ύλη της ενημερωτικής ιστοσελίδας, και η «πολυτέλεια» της πολεμικής ανταπόκρισης δεν πρέπει να πάει λεπτό χαμένη: Μου ζητάνε ρεπορτάζ από τα πρώτα βήματά μου σε ισραηλινό έδαφος, και το παραπάνω γεγονός της μαζικής φυγής των τουριστών (και όχι μόνο) είναι ότι πρέπει για το «το Newsbomb βρίσκεται στο εμπόλεμο Ισραήλ».
Προορισμός το Τελ Αβίβ και από εκεί το… άγνωστο και το απρόσμενο.
Φτάνουμε αργά το απόγευμα, ελάχιστα μπορώ να κάνω, το όχημα θα το έχω από την επόμενη ημέρα, ωστόσο είπαμε, το διαδίκτυο θέλει συνεχή ενημέρωση. Δεν χρειάστηκε να αγχωθώ ή να σκεφτώ πολύ: Οι σειρήνες, αυτός ο ανατριχιαστικός ήχος που άκουγα για πρώτη φορά και ποτέ δεν συνήθισα, άρχισαν να ηχούν και ο κόσμος άρχισε να τρέχει από δρόμους και πλατείες, προκειμένου να μπουν σε όποιο κτήριο είχε ανοιχτή την πόρτα και από εκεί, στο υπόγειο – όλα τα υπόγεια στο Τελ Αβίβ εξυπηρετούν ως καταφύγια.
Ακολουθούν έντονοι κρότοι -υποθέτω ότι κάπου έσκασαν οι ρουκέτες μέσα στην πόλη, όπως συνέβη και κατά τη μεγάλη επίθεση της Χαμάς, και φυσικά μπορεί να έχουμε νεκρούς και τραυματίες – εκεί, δίπλα από το κεντρικό ξενοδοχείο στο οποίο μόλις είχα φτάσει. Δεν περνάνε παρά πέντε λεπτά όμως και η ζωή επιστρέφει στο κανονικό, σαν να μην έχει διακοπεί ποτέ, σαν να επρόκειτο για ένα μικρό «διάλειμμα» για το οποίο όλοι γύρω μου ήταν πανέτοιμοι και το ανέμεναν… Οι κρότοι που άκουσα, ήταν από το Iron Dome, το οποίο κατέρριψε επιτυχώς τις ρουκέτες, κάπου πάνω από τα κεφάλια μας…
Βίντεο και φωτογραφίες από το τι σημαίνει «ο φόβος των αμάχων» και ότι κανείς δεν είναι ασφαλής οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή, είναι το δεύτερο ρεπορτάζ που στέλνω. «Καλώς ήρθα», σκέφτομαι πριν… αγγαρέψω τον συνάδελφο εικονολήπτη του OPEN, να με βοηθήσει να βγάλω την πρώτη live σύνδεση από την ταράτσα του ξενοδοχείου, όπου φαίνεται «πιάτο» το Τελ Αβίβ και η παραλία του.
Οι Live συνδέσεις των διαδικτυακών μέσων, αποτελούν κατά τη γνώμη μου το παρόν και το μέλλον της ενημέρωσης. Αδιαμεσολάβητες, βγαίνουν εύκολα, δεν έχουν χρονικό περιορισμό, δείχνουν τα πράγματα που συμβαίνουν τη στιγμή που συμβαίνουν, ενώ χάρη στον εικονολήπτη που έχω μαζί, δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα από αντίστοιχες της τηλεόρασης.
Η ανησυχία του πολέμου πάντως δεν είναι το μόνο που έχεις να σκεφτείς – το κυριότερο είναι, η αιτία που είσαι εκεί και πώς θα παράγεις αυτά που πρέπει, σε ένα τόσο μη ελεγχόμενο περιβάλλον.
Το ξενοδοχείο όπου διαμένω -ιστορικό, καθώς εκεί σημειώθηκε μια από τις πιο πολύνεκρες και δραματικές περιπτώσεις ομηρίας το 1975-, είναι γεμάτο δημοσιογράφους. Μπορείς να ανταλλάζεις πληροφορίες και απόψεις, στο πεδίο όμως, ο κάθε ένας είναι μόνος του, τις περισσότερες φορές.
Ξημερώνει. Ξεκινώ το ταξίδι για τον νότο, με στόχο τα σύνορα με τη Γάζα. Από μέρα σε μέρα, αναμένουμε να ξεκινήσει η εισβολή κι αυτό είναι το μεγάλο θέμα, αλλά όσο καθυστερεί αυτό, είναι πολλά που αξίζει να μεταδοθούν, σε μια κατάσταση πολέμου. Πρώτη στάση στην Άσκελον, εκεί όπου την πρώτη ημέρα χτυπήθηκε το νοσοκομείο και η παιδιατρική κλινική. Υπάρχει πρόσβαση, αλλά υπάρχει και καχυποψία, όσο και επιφυλακτικότητα για κάποιον, ο οποίος με ένα κινητό και μια δημοσιογραφική ταυτότητα, θέλει να μεταδώσει τις καταστροφές από το πλήγμα της Χαμάς. Πείθω τελικά για την αναγκαιότητα της παρουσίας μου εκεί, και μου δίνουν «5 λεπτά».
Από τις καταστροφές που ήδη προκλήθηκαν από τις 7 Οκτωβρίου και έκτοτε, σκέφτομαι ότι πρέπει να περάσουμε στη «δράση». Πλησιάζω «μέχρι εκεί που πάει» προς τη Γάζα, μέχρι το τελευταίο check point του ισραηλινού στρατού. Η δράση δεν αργεί – τα στοιχεία πυροβολικού και τα άρματα μάχης έχουν τοποθετηθεί, σε συνθήκες «κάλυψης-απόκρυψης» στα χωράφια δίπλα από την εθνική οδό και έχουν αρχίσει να βάλλουν κατά της Γάζας.
«Μοιάζει με άσκηση», λέω, καθώς έχω καλύψει αρκετές ως διαπιστευμένος συντάκτης του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, «μόνο που αυτό εδώ δεν είναι. Εκεί που σκάνε τα βλήματα, υπάρχουν πραγματικοί στόχοι και άνθρωποι», σκέφτομαι. Πιάνω θέση κάπου να περνάω απαρατήρητος -από τον οποιονδήποτε- και μεταδίδω τα πυρά του ισραηλινού πυροβολικού.
Εκείνη τη στιγμή, εμφανίζεται μπροστά μου μια… σουρεάλ εικόνα: Ένα βανάκι, με νεαρούς πάνω σε αυτό, να έχουν μουσική στη διαπασών και να κραδαίνουν ισραηλινές σημαίες, να κινούνται πάνω-κάτω στην εθνική οδό, με τον ήχο της μουσικής να υπερκερνά από το σημείο που βρισκόμουν αυτόν του πυροβολικού και των όλμων. Προσπάθεια ανύψωσης του ηθικού και στήριξης του λαού στον στρατό, σκέφτομαι, ενώ στη σύντομη κουβέντα που έχω μαζί τους, μου λένε ότι τους αρέσει η Ελλάδα κι ότι το Ισραήλ θα κερδίσει τον τρόμο, «γιατί δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς», πριν φύγουν για άλλο σημείο των προωθημένων οχυρωματικών έργων που ήδη κατασκευάζονται για να προστεθούν νέα άρματα του πυροβολικού.
Εκτός από αυτό που «συμβαίνει τώρα», τη διαφορά την κάνει και το ρεπορτάζ το οποίο δεν σκέφτηκε κάποιος άλλος, ή που εσύ κρίνεις ως ιδέα ότι αξίζει να αναδειχτεί… Παράλληλα με το μέτωπο και ότι συμβαίνει, πρέπει να σκεφτώ να κάνω κι άλλες ιστορίες, ιδανικά που να ρίχνουν φως στα αίτια των γεγονότων, ή το πώς επηρεάζουν τους ανθρώπους αλλά και την παγκόσμια γεωπολιτική κατάσταση, πέρα από τα προφανή.
Κινώ προς τις περιοχές πιο νότια, εκεί που εισέβαλλαν οι αντάρτες της Χαμάς και έσφαξαν κόσμο στα σπίτια τους. Στις περιοχές αυτές η ζωή δείχνει να έχει επιστρέψει στο, κατά δύναμιν, κανονικό. Συνεργεία μαζεύουν τα συντρίμμια από κτήρια, οι κάτοικοι δεν δείχνουν προθυμία να μιλήσουν για το τι συνέβη, η καχυποψία για κάποιον που κινείται, έστω, με νοικιασμένο όχημα που αναγράφει «press» παντού με μεγάλα γράμματα, άλλες φορές είναι πλεονέκτημα, άλλες μειονέκτημα, αναλόγως της κατάστασης και των ανθρώπων με τους οποίους έχεις να κάνεις… Άλλωστε, μέρες μετά την εισβολή, τζιχαντιστές της Χαμάς που είχαν ξεμείνει και κρύφτηκαν ακόμα και σε… ντουλάπες άδειων σπιτιών, μπορεί να ξεπροβάλλουν οποιαδήποτε στιγμή, ολοκληρώνοντας την αποστολή θανάτου τους. Συνέβη αυτό, σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις, τις επόμενες ημέρες.
Δεν καταφέρνω να βρω ιστορίες επιζώντων στις δυο-τρεις μικρές πόλεις που πήγα, και αποφασίζω να γυρίσω – στις 19:30 ένας αξιωματικός του ισραηλινού στρατού θέλει να μιλήσει στους δημοσιογράφους του ξενοδοχείου. Μαζευόμαστε. Ο αξιωματικός μας εξηγεί ότι μόνο… στρατιώτης δεν είναι, καθώς αυτός όπως και 300.000 ακόμα μαχητές ακόμα και πρώτης γραμμής, είναι έφεδροι, δηλαδή άφησαν τις κανονικές τους ζωές πριν λίγες μέρες για να υπηρετήσουν και να πολεμήσουν. Στην αναλυτική του ενημέρωση, μαθαίνουμε ενδιαφέροντα πράγματα που δεν ξέραμε, και μετά την ομιλία του τον πιάνω για μια πιο «πριβέ» συνομιλία. Βγαίνει μια συνέντευξη η οποία δημοσιεύεται ως πρώτο θέμα στο Newsbomb.gr, παρά το ότι στο μυαλό μου δεν ήταν κάτι το πολύ σπουδαίο – διαψεύδομαι αφού έχω γυρίσει στην Ελλάδα. Ο έφεδρος αξιωματικός, συνδικαλιστής στην κανονική του ζωή, είναι τελικά ο εκπρόσωπος όλου του ισραηλινού στρατού, όπως συνειδητοποίησα αργότερα και μετά από μέρες.
Το βράδυ, οι Έλληνες δημοσιογράφοι και τεχνικοί, μαζευόμαστε για φαγητό, σε ένα από τα ελάχιστα εστιατόρια που παραμένουν ανοιχτά στο Τελ Αβίβ. Οι περισσότεροι γνωριζόμαστε. Αστεία, ιστορίες, φαγητό και ποτό, είναι ο κατάλληλος τρόπος για να κλείνει μια ημέρα άγχους και έντασης -και φόβου- μέχρι την επόμενη. Είναι καλό να ξέρεις ότι δεν είσαι μόνος, σε ξένη χώρα, που «πολεμάει για την ύπαρξή της», όπως σου λένε, με τον αντίπαλο να θέλει αίμα αμάχων οπουδήποτε – και ο νεκρός δημοσιογράφος θα ήταν και ένα «μήνυμα».
Κρατάω μια κουβέντα που μου λέει ο Άρης Λάμπος: «Στα νότια, κάθε 100 μέτρα, όπως έχουμε εμείς τα περίπτερα, υπάρχουν καταφύγια. Μικρά τσιμεντένια κουβούκλια, που χωράνε μέσα 5-6 άτομα, ώστε αν σε πετύχει η ρίψη ρουκετών στον δρόμο, να έχεις κάπου να σωθείς». «Α ωραίο, θα το κάνω θέμα αύριο», του απαντώ. «Την εφαρμογή την έχεις», με ρωτάει η Ευτυχία Πενταράκη. «Κατεβάσε την οπωσδήποτε, σε βάζω και στο τσατ ενημέρωσης που έχουμε οι δημοσιογράφοι μεταξύ μας και με τον στρατό».
Η «εφαρμογή» είναι ένα υπερεξελιγμένο σύστημα προειδοποίησης, συνδεδεμένη πιθανότατα με τα πληροφοριακά συστήματα του Iron Dome, την οποία την έχουν στα κινητά τους όλοι οι Ισραηλινοί. Σε ειδοποιεί, σε πραγματικό χρόνο, για το αν ρουκέτες, εχθρικά αεροσκάφη, ακόμα και «άγνωστοι μαχητές», κατευθύνονται προς το σημείο στο οποίο βρίσκεσαι. Χτυπάει σαν το δικό μας «112», αναλόγως της έντασης του κινδύνου και… σώζει ζωές. Μαζί με τον ανατριχιαστικό ήχο της σειρήνας, πρέπει να προσέχουμε και τον ανατριχιαστικό, όπως έγινε, ήχο της εφαρμογής, που μπορεί να σε ειδοποιεί για τη ρουκέτα που έρχεται κατά πάνω σου. «Κάτι είναι κι αυτό», σκέφτομαι.
Παρέα και στήριξη μεταξύ των συναδέλφων υπάρχει, ανταλλαγή πληροφοριών και «που θα πας αύριο», όχι και τόσο – όλοι, και είναι φυσιολογικό αυτό, εργάζονται για το αποκλειστικό τους, για αυτό που θα προσδώσει υπεραξία στο δελτίο τους. Και το διαδίκτυο «που τα παίζει όλα τώρα» μπορεί να το «κάψει αυτό».
Παρόλα αυτά, την επόμενη ημέρα, συμφωνούμε με τον Σωτήρη Δανέζη του OPEN να κινηθούμε μαζί. Γνωριζόμαστε καλά από την Αθήνα, και, αποφεύγω να του το πω εκεί -του το είπα αργότερα- ότι από φοιτητής πάντα έλεγα «να, αυτό που κάνει ο Δανέζης θέλω να κάνω κι εγώ μια μέρα». Και τώρα είμαι εκεί, στο πιο επικίνδυνο μέρος του κόσμου για εκείνη τη στιγμή, να κάνω αυτό που -νεανική αφέλεια ίσως να το έλεγε κάποιος- «ονειρευόμουν», μαζί με αυτόν που μου ενέπνευσε πριν 20 χρόνια το «όνειρο»… Το «όνειρο» σε πολλά εισαγωγικά, καθώς όπως διαπίστωσα και από κοντά, ο πόλεμος είναι κόλαση.
Ο Σωτήρης Δανέζης με τον Κώστα Παπαδάτο και τον Δημήτρη Αλεξάκη στο μπροστά αμάξι, εγώ τους ακολουθώ και όπως είπαμε, δρούμε αυτοβούλως, αναλόγως τι θέλει ο κάθε ένας – άλλωστε τα μέσα μας είναι διαφορετικά: Ο συνονόματος θέλει το «ζουμί» της ιστορίας της σημερινής ημέρας, οπτικοποιημένο με τις κατάλληλες εικόνες, για το δελτίο του και τις ζωντανές συνδέσεις, εγώ θέλω… τα πάντα, ότι γίνεται κι όσα περισσότερα μπορώ, γιατί είπαμε, το διαδίκτυο έχει συνεχή ροή ενημέρωσης και στην ενημερωτική ιστοσελίδα χωράνε όλα, μικρά και μεγάλα.
Πάμε στη Σντερότ, την πόλη που έχει εκκενωθεί, ο τελευταίος οικισμός πριν τον δρόμο για τη Γάζα. Σίγουρα κάτι ενδιαφέρον θα βρούμε εκεί. Εγώ κινούμαι για λίγο μόνος μου και, voila, βρίσκω αμέσως ένα μικρό κουβούκλιο-καταφύγιο. Βγαίνω να το κάνω θέμα αλλά εκείνη τη στιγμή περνάει ένα όχημα του στρατού – με αγριοκοιτάνε και μου λένε ότι η πόλη έχει εκκενωθεί και να φύγω αμέσως.
Αρχίζω να εξηγώ ότι είμαι δημοσιογράφος και τα λοιπά και ότι θέλω μόνο τρία λεπτά στο σημείο – ο στρατιώτης, για καλή μου τύχη, καταλαβαίνει κάτι… περισσότερο από αυτά που του είπα: «Θέλεις να σε τραβήξω βίντεο για τρία λεπτά εδώ», μου λέει, εγώ το μόνο που ζήτησα ήταν να με αφήσει, αλλά δεν αφήνω την ευκαιρία για ένα… σωστό live: «Ναι αν μπορείτε, σας ευχαριστώ», και να, μια ωραία σύνδεση, «τηλεοπτική», με εμένα να επιδεικνύω το άτυπο καταφύγιο που υπάρχει κάθε 100 μέτρα στη Σντερότ, με οπερατέρ τον στρατιώτη…
Βρίσκω τους συναδέλφους λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα και παρκάρουμε δίπλα δίπλα – μάλλον πάμε να παρκάρουμε.
Τότε, συνέβη αυτό το οποίο πιστεύω θα το θυμάμαι για πάντα. Μόλις έχουμε σβήσει τη μηχανή, και ακούω τον ήχο της σειρήνας, αλλά λίγο διαφορετικό: Ακούγεται και το ηχογραφημένο μήνυμα, μιας έντονης και επιτακτικής φωνής, κάτι να λέει στα εβραϊκά. Την ίδια ώρα, χτυπάει και το κινητό μου – «κόκκινος συναγερμός, ρουκέτες στο σημείο που βρίσκεστε». Κοιτάω δεξιά μου, και βλέπω τους συναδέλφους να αντιδρούν ακαριαία: Ο ένας πέφτει και κρύβεται κάτω από το αμάξι, οι άλλοι δύο καλύπτονται πρηνηδόν δίπλα στην πόρτα του.
Βγαίνω αμέσως έξω και δρω αυθόρμητα – στα 10 μέτρα πίσω μου, υπάρχει ένα τέτοιο κουβούκλιο-καταφύγιο που έκανα ρεπορτάζ λίγη ώρα νωρίτερα – έχω την ψυχραιμία να τρέξω προς τα εκεί και να μπω μέσα. Δέκατα του δευτερόλεπτου -ή μπορεί να ήταν και περισσότερο- μετά, ακούω μια εκκωφαντική έκρηξη πολύ κοντά μου. Η ρουκέτα έσκασε δίπλα μας. Βγαίνω έξω να δω -μάλλον κακή αντίδραση- και ακούω τον Σωτήρη να μου φωνάζει, «φύγαμε φύγαμε». Μπαίνω στο όχημά μου και τους ακολουθώ, που έχουν ήδη ξεκινήσει με το γκάζι στο τέρμα, προς κάπου έξω από την πόλη.
Αρχίζω και συνειδητοποιώ τι έχει συμβεί -και κυρίως πώς τη γλιτώσαμε, γιατί η ρουκέτα δεν σκοτώνει μόνο αν πέσει ακριβώς πάνω σου, αλλά το ίδιο φονικά είναι και τα θραύσματα που εκτοξεύονται σε μεγάλη ακτίνα. Βγαίνουμε έξω από την πόλη και σταματάμε κάπου σε χωράφια, το OPEN πρέπει να βγει ζωντανό στο μεσημεριανό δελτίο. Βγαίνω κι εγώ, ενώ νιώθω ένα ελαφρύ τρέμουλο στα πόδια. «Τι έγινε τώρα», προσπαθώ να συνειδητοποιήσω.
Ακούω τον Δανέζη να περιγράφει τις δραματικές στιγμές στη ζωντανή του σύνδεση και τι τυχεροί που ήμασταν. Τελειώνει, με πλησιάζει ο Κώστας -με ένα χαμόγελο επαγγελματικής… διαστροφής, όπως το είδα τότε: «Τα έχω όλα Σωτήρη, το έγραψα, είχα ανοίξει την κάμερα», μου λέει. «Α, κι εγώ νόμιζα ότι γελάς επειδή μείναμε ζωντανοί για να το συζητήσουμε», του απαντώ. Βλέπω το βίντεο – η ρουκέτα έσκασε πολύ πιο κοντά από ότι πίστευα και σχεδόν δίπλα στο αμάξι μου.
Δείτε το βίντεο:
Ο δημοσιογράφος δεν είναι, ή δεν πρέπει, να γίνεται το αντικείμενο της είδησης – είναι απλά το μέσο. Ευτυχώς, δεν μπήκαμε στην μακρά λίστα των νεκρών δημοσιογράφων του πολέμου και ήταν ακόμα νωρίς το μεσημέρι – το ρεπορτάζ στον πόλεμο δεν σταματά ποτέ.
Αφού τη γλιτώσαμε από αυτό, πάμε προς τη Γάζα, μέχρι το τελευταίο σημείο και δίπλα στις ομοβροντίες του πυροβολικού. Και αυτή τη φορά, βλέπουμε τη Γάζα όπως τη φανταζόμασταν: Μια τεράστια στήλη καπνού ορθώνεται και καλύπτει τον ουρανό, αποτέλεσμα είτε σφοδρού βομβαρδισμού, είτε μιας κίνησης τακτικής των Παλαιστινίων, να καίνε λάστιχα -πολλά λάστιχα- ώστε να «μπερδεύουν» την ισραηλινή αεροπορία.
Το κατάλληλο σημείο για ζωντανό, με τον καπνό της Γάζας πίσω, ενώ στο σημείο συναντώ με χαρά κι άλλους Έλληνες συναδέλφους.
«Το κράνος Σωτήρη, μην ξεχνιέσαι», ακούω τον Κώστα να μου φωνάζει, «έχω ευθύνη στη γυναίκα σου να σε προσέχω», μου λέει, ενώ εγώ θυμώνω με τον εαυτό μου που όντως το ξέχασα, και μαζί με αυτό, πόσο φτηνά τη γλίτωσα λίγη ώρα νωρίτερα.
Την ώρα του ζωντανού, που πάλι κάποιος συνάδελφος με εξυπηρετεί να με τραβήξει με τη φοβερή εικόνα πίσω μου, έρχονται πάλι ειδοποιήσεις στο κινητό. Πάνω μας, έχουμε ανοιχτό ουρανό και τα βλέπουμε όλα – οι ρουκέτες της Χαμάς με κατεύθυνση προς το Ισραήλ και τα αντιπυραυλικά συστήματα του Iron Dome σε πλήρη δράση, να δημιουργούν εκρήξεις αναχαίτισης στον ουρανό – σαν θέαμα ήταν, αν μπορούσες να απομονώσεις τη σκέψη σου και το που βρίσκεσαι.
Το Iron Dome όπως αποδείχτηκε λίγο νωρίτερα, δεν είναι αλάνθαστο – αρχίζουμε να τρέχουμε όλα τα συνεργεία με σκοπό να βρούμε, εκεί στο ανοιχτό πεδίο, μια πιο ασφαλή θέση, έστω από τα πιθανά θραύσματα. Με την πρότερη εμπειρία, έχω την ψυχραιμία να μην κλείσω το κινητό και το τρέξιμο μεταδίδεται όλο live, με το λαχάνιασμα και την απόπειρα σταθερής περιγραφής αυτού που συνέβαινε, μέχρι το όχημα στο οποίο έφτασα και καλύφθηκα. Ήταν ένα ΙΧ που είχε γαζωθεί από σφαίρες λίγες μέρες νωρίτερα, κι έστεκε παρατημένο στη μέση του πουθενά, με τον πιθανότατα νεκρό οδηγό του, να έχει απομακρυνθεί από τις Αρχές. Εν τω μεταξύ, ένας δεύτερος τεράστιος πίδακας καπνού ανυψώνεται από τη Γάζα.
Σκέφτομαι να ετοιμάσω για θέμα τη ρουκέτα από την οποία γλιτώσαμε, άλλωστε ο Δανέζης τα είπε στο δελτίο. Αποφασίζω να μην το κάνω όμως και να το αφήσω για αργότερα, όταν θα επιστρέψω. Παρακολουθούν κι οι δικοί μου, κι ειδικά οι γονείς μου, οι οποίοι ανησυχούν υπέρ του δέοντος, αντιτίθενται σφόδρα στην απόφαση μου να πάω στο Ισραήλ, και το λιγότερο που μπορώ να κάνω, είναι να τους μιλάω -το πολύ μια φορά την ημέρα γιατί είπαμε, με εκνευρίζουν αυτά- παρουσιάζοντάς τους τα πάντα εύκολα και ελεγχόμενα κι ότι «σε ελάχιστες ημέρες θα είμαι πίσω». Ας μην κάνω την κατάσταση πιο αγχωτική, με τη δημοσιοποίηση αυτού που συνέβη, κι ενώ είμαι εκεί και κάτι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Κάτι δύσκολα διαχειρίσιμο όταν πας στον πόλεμο, αν και δεν φαίνεται, είναι να μπορείς να καθησυχάσεις τους ανθρώπους σου πίσω, οι οποίοι μπορεί να έχουν και πιο μεγάλη αγωνία και άγχος από σένα. Κάποιες φορές για να το πετύχεις αυτό αναγκάζεσαι να λες ψέματα ή μισές αλήθειες ή να αποφεύγεις συνειδητά την επικοινωνία....
Είναι ακόμα νωρίς, κι έχουμε κι άλλα να κάνουμε μέχρι να νυχτώσει. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα προς τα ανατολικά, υπάρχει ένα στρατόπεδο στο οποίο κατατάσσονται νεαροί έφεδροι -κάποιοι από αυτούς πιάνουν όπλο για πρώτη φορά. Παρκάρω, δηλώνω την ιδιότητά μου. Στην είσοδο, νεαροί φέρουν ένα ιερό για τον εβραϊσμό θρησκευτικό κειμήλιο, το «tora», το οποίο εντός του «έχει τη «Βίβλο» μας», όπως μας εξηγούν, δηλαδή τις διδασκαλίες του Μωυσή προς τον λαό του Ισραήλ. «Με αυτό μαζί μας δεν πρόκειται να χάσουμε, όπως πάντα, επιβιώνουμε», μας λένε, μαζί με έναν… χαιρετισμό σε έναν αγαπημένο τους Έλληνα καλλιτέχνη, τον Νίκο Βέρτη.
Συνομιλούμε με αρκετούς στρατιώτες, νέους και νέες, υπό τον όρο να μην αναφέρουμε το όνομα τους. Τους ρωτάμε πως νιώθουν που πάνε στο μέτωπο να πολεμήσουν κι αν ελπίζουν αυτός ο πόλεμος να φέρει την πολυπόθητη ειρήνη στην πολύπαθη Μέση Ανατολή.
«Δεν έχουμε καμία άλλη χώρα για να ζήσουμε. Αυτή είναι η μοναδική μας χώρα πια. Αν δεν πολεμήσουμε για αυτή, τότε πολύ απλά, δεν θα μπορούμε να ζήσουμε», μας λέει ένας νεαρός. «Δεν ξεκινήσαμε εμείς, αυτοί εισέβαλαν και μας κατέσφαξαν, ακόμα και μωρά, όπως είδατε. Πρέπει να απαντήσουμε σε αυτό, δεν γίνεται αλλιώς», θεωρεί ένας άλλος, που όση ώρα μας μιλάει δεν αφήνει το όπλο από τα χέρια του.
Όλη η ατμόσφαιρα μοιάζει σαν να πρόκειται για μια… εκδρομή ή κατασκήνωση και αν βρισκόταν κάποιος εκεί και δεν ήξερε τι συνέβαινε, το τελευταίο που θα του περνούσε από το μυαλό θα ήταν ότι πρόκειται για νέα παιδιά που ετοιμάζονται για το μέτωπο.
Πλησιάζουμε ακόμα μια παρέα. Μας επαναλαμβάνουν ότι αυτή είναι η μόνη τους επιλογή κι είναι χρέος τους να το κάνουν. «Θεωρείτε ότι όλα αυτά θα φέρουν την ειρήνη», ρωτάμε. Διστάζουν να απαντήσουν, αλλά τονίζουν ότι αυτός είναι ο σκοπός αυτού του πολέμου. Τους ρωτάμε, τέλος, αν αυτός είναι ένας πόλεμος κατά του παλαιστιανιακού λαού ή κατά της Χαμάς. «Κατά των Παλαιστινίων» απαντάει ο ένας νεαρός. Αμέσως πετάγεται δίπλα του μια κοπέλα, η οποία ακόμα δεν φοράει τη στολή της αλλά ετοιμάζεται. «Όχι», λέει με συνοφρυωμένο ύφος κοιτώντας δίπλα τον νεαρό. «Είναι κατά των τρομοκρατών της Χαμάς και όχι των Παλαιστίνιων»…
Ήρθε η ώρα της επιστροφής, με το καθιερωμένο δείπνο, να χαλάει από νέες σειρήνες και φυγή στα καταφύγια, μια ταιριαστή «καληνύχτα» σε μια πολύ ιδιαίτερη ημέρα, επαγγελματικά και προσωπικά.
Τώρα πια, φίλοι, γνωστοί, συγγενείς, ξέρουν όλοι ότι βρίσκομαι στο Ισραήλ. Περνάω κάποιες ώρες το βράδυ στο ξενοδοχείο απαντώντας στα μηνύματα υποστήριξης, και με «χαμογελάκια» στα «γύρνα πίσω». Ήταν ευχάριστα εντυπωσιακό το πόσοι, ακόμα και άνθρωποι με τους οποίους είχες να μιλήσεις χρόνια, βρέθηκαν για να σου εκφράσουν την ανησυχία τους και τις ευχές τους για κουράγιο που, όσο τυπικό και να ακούγεται, εκείνη την ώρα σε εκείνο το μέρος, έχει τη σημασία του…
Ώρα 4 τα ξημερώματα και ξυπνάω από τον σφυριχτό ήχο των μαχητικών αεροπλάνων. Ο εγκέφαλος όταν ξυπνάει απότομα, δεν συνειδητοποιεί αμέσως που βρίσκεται και τι συμβαίνει. Εγώ ήξερα που βρίσκομαι, ωστόσο η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι… ίσως να πρόκειται για εχθρικά αεροπλάνα, ίσως του Ιράν, τα οποία τώρα ετοιμάζονται να βομβαρδίσουν το Τελ Αβίβ. Ιδρώνω... Η λογική επανέρχεται μετά από λίγα δευτερόλεπτα και την επομένη μαθαίνω ότι επρόκειτο για ισραηλινά μαχητικά που επέστρεφαν έπειτα από αποστολή βομβαρδισμού στο νότιο Λίβανο…
Ξημερώνει κι η εισβολή φαίνεται ότι αναβάλλεται ξανά, ωστόσο τα πράγματα χειροτερεύουν στον Βορρά, με τη Χεζμπολάχ να πλήττει διαρκώς ισραηλινούς στόχους, τις μεθοριακές πόλεις να εκκενώνονται και δημοσιογράφους του Reuters να πεφτούν νεκροί, από την πλευρά του Λιβάνου, από ισραηλινούς όλμους… Θα πάμε προς τα εκεί.
Συνειδητοποιώ στη διαδρομή ότι το Ισραήλ είναι μικρή χώρα – μέσα σε λιγότερες από δύο ώρες οδήγησης, βρίσκεσαι στα σύνορα, ξεκινώντας από το Τελ Αβίβ. Η δημοσιογραφία -και ειδικά ο πόλεμος- είναι πρωτίστως «εικόνα», μου λέει ο Δανέζης, ωστόσο στον βορρά παρά τα όσα γίνονται δεν υπάρχει εικόνα, μέχρι το σημείο που… σταματήσαμε. Ούτε παραγγελία να το είχαμε, κι εκείνη τη στιγμή στρατιωτικά ελικόπτερα και μαχητικά αεροσκάφη σκίζουν τον ουρανό, κινούμενα προς τον Λίβανο για να βομβαρδίσουν τις θέσεις της Χεζμπολάχ – το ταξίδι δεν έγινε «τζάμπα» και μου βγήκε ακόμα ένα ουσιώδες ζωντανό, με το newsbomb έτσι να βρίσκεται σε όλα τα σημεία του ενδιαφέροντος, σε βορρά και νότο. Είπαμε, το άγχος να παράγεις εκεί που βρίσκεσαι, ανταγωνίζεται το άγχος να γυρίσεις ζωντανός…
«Στον πόλεμο το πρώτο θύμα είναι η αλήθεια», είπε κάποτε ο Αισχύλος, κάτι το οποίο ισχύει φυσικά ακόμα, ενώ παράλληλα σκέφτομαι το πώς θα παρουσιάσω και την άλλη πλευρά, όπως οφείλει να κάνει ο δημοσιογράφος. Βρίσκομαι όμως στο Ισραήλ, και η «άλλη πλευρά» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επαφές με την τρομοκρατία. Επιμένω όμως, διότι αυτό είναι το σωστό. Ο καρπός του οδοιπορικού μου στην Παλαιστίνη το 2015, αποδίδει: Ο πρώην πρέσβης της Παλαιστινιακής Αρχής στην Αθήνα, το παίρνει πάνω του για να με βοηθήσει, και μου κανονίζει συνέντευξη με κάποιον Παλαιστίνιο ελληνόφωνο ιερέα του Πανάγιου Τάφου στην Ιερουσαλήμ – εγγυάται αυτός για μένα για να μου μιλήσει.
Φεύγω μόνος μου και πάω στην Ιερουσαλήμ για να συναντήσω τον Αρχιεπίσκοπο Σεβαστείας Θεοδόσιο – μου κλείνει ραντεβού έξω από τον Πανάγιο Τάφο, αλλά θέλει πρώτα να μου μιλήσει, πριν τα πει στην κάμερα. Μαζί με μια μοναχή, καταλήγουμε σε ένα καφέ, μέσα στα τείχη της Ιερουσαλήμ, περπατώντας μέσα στην ιστορία, σε αυτό το πανάρχαιο χωνευτήρι θρησκειών και πολιτισμών. Συζητάμε κάμποση ώρα και μου ζητάει να μην αναφέρω στο άρθρο τίποτα από όλα όσα είπαμε στο off the record, σχετικά με όλα αυτά που συμβαίνουν και τη θέση του -το off the record και η προστασία της πηγής είναι πράγματα ιερά για τον δημοσιογράφο, και δεν υπάρχει λόγος αποκάλυψής τους ούτε μετά από μήνες σε άρθρο ανασκόπησης.
Του παίρνω συνέντευξη στην είσοδο της πιο σημαντικής εκκλησίας του κόσμου, μάλιστα ζητάω από τη μοναχή να με βοηθήσει με την κάμερα, και το κάνει πολύ πρόθυμα. «Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη και δικαιοσύνη είναι να έχουμε οι Παλαιστίνιοι κράτος», μου λέει, και σε όλη τη διάρκεια του λόγου του, έχεις την αίσθηση ότι όντως σου μιλάει η γλώσσα της αλήθειας, και όχι αυτή κάποιου πολιτικού ή ανθρώπου που απλά υπερασπίζεται τις θέσεις της χώρας του.
Μου λέει όμως και κάτι άλλο. 1.000 Χριστιανοί έχουν ταμπουρωθεί στο ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Πορφυρίου στο κέντρο της Γάζας και αρνούνται να φύγουν. Γεγονός, άγνωστο μέχρι τότε στο ευρύ κοινό, που δημοσιεύεται στο Newsbomb ως αποκλειστικό πρώτο θέμα, παράλληλα με μια έκκληση για τη διάσωσή τους. Ελάχιστες ημέρες αργότερα, το ρεπορτάζ αυτό θα επιβεβαιωθεί με τον χειρότερο δυστυχώς τρόπο – η ισραηλινή αεροπορία βομβάρδισε στόχους δίπλα ακριβώς από το μοναστήρι, με αποτέλεσμα των θάνατο δεκάδων ανθρώπων – ευτυχώς οι «ταμπουρωμένοι» τη γλίτωσαν.
Ευχαριστώ τον Αρχιεπίσκοπο Σεβαστείας και την επόμενη μαθαίνω από τον πρέσβη ότι έμεινε πολύ ευχαριστημένος από τη συνέντευξη και τη δημοσίευση -ωστόσο αρνείται να μιλήσει σε οποιονδήποτε άλλο, από τους Έλληνες συναδέλφους που μου ζήτησαν το τηλέφωνό του. Ότι είχε να πει, το είπε, λίγα και ουσιαστικά. Αν εισακούγονταν κιόλας οι εκκλήσεις του για δικαιοσύνη και ειρήνη, τώρα η Ιερουσαλήμ θα ήταν τοπ… τουριστικός προορισμός, σκέφτομαι. Απαραίτητη επίσκεψη στον Πανάγιο Τάφο (για δεύτερη φορά) και… κεράκι ευχαριστίας για τη ρουκέτα που δεν βρήκε τον στόχο. Και, ευχή, όταν ξαναέρθω, να μην πεθαίνει κόσμος γύρω…
Ψάχνω για μισή ώρα να βρω ένα μέρος να καθίσω, να φάω και να γράψω το κείμενο, και με τη βοήθεια της φίλης μου σκηνοθέτριας Μαρίας Ρίζου, που της έστειλα τα πλάνα, να μοντάρω και το βίντεο όπως πρέπει. Όλα κλειστά, όχι επειδή είναι Σάββατο και αυτή τη μέρα όλα υπολειτουργούν, αλλά λόγω του πολέμου. Το βράδυ στο Τελ Αβίβ ξεσπά καταρρακτώδης βροχή -όπως φαίνεται, η επικείμενη εισβολή θα καθυστερήσει ακόμα περισσότερο, ενώ αυτό γεννά ελπίδες για την ακύρωσή της.
«Καμία ελπίδα» τελικά, διαπιστώνουμε μόλις την επόμενη ημέρα. Προορισμός, τα σύνορα με τη Γάζα και το timing μας είναι ξανά καλό. Μόλις φτάνουμε στο γνωστό «τελευταίο σημείο» - ούτε λεπτό νωρίτερα ή αργότερα- πέφτουμε πάνω στο θέμα – μεγάλη μετακίνηση αρμάτων με κατεύθυνση προς τη Γάζα και η εικόνα -που χρειάζεται όταν καλύπτεις πόλεμο- εντυπωσιακή, όπως και η live μετάδοσή μου, η οποία σε θεάσεις έσπασε και ρεκόρ, αν δεν κάνω λάθος.
Η στιγμή που τα άρματα μάχης κινούνται προς τη Γάζα, εν μέσω του σύννεφου σκόνης που σηκώνουν οι ερπύστριες, αν και η εντολή για εισβολή και οι επιχειρήσεις, τελικά δεν θα ξεκινήσουν παρά λίγες εβδομάδες αργότερα.
Μετακινούμαστε προς άλλο σημείο, καθώς μαθαίνουμε ότι σε ένα άλλο προκεχωρημένο στρατόπεδο εφέδρων, υπάρχει έντονη κινητικότητα. Στον δρόμο, βλέπουμε στα ελάχιστα χιλιόμετρα από εμάς, τον πυκνό καπνό από πυρκαγιά – σε ισραηλινό έδαφος αυτή τη φορά, προφανώς πρόκειται για πυρκαγιά που ξέσπασε από «αδέσποτη» ρουκέτα. Σταματάμε στη μέση του πουθενά, ακόμα ένα ζωντανό, με εντυπωσιακή εικόνα, το οποίο καταδεικνύει και πλήγματα εντός του ισραηλινού εδάφους.
Στο σημείο αυτό συνέβη κάτι που με ανησύχησε ίσως περισσότερο κι από τη ρουκέτα. Πίσω από το όχημά μου, σταθμεύει ένας άνδρας, μαύρος και αδύνατος, ο οποίος επιτακτικά με ρωτάει «τι είστε εσείς». Αναρωτιέμαι γιατί δεν βλέπει τα μεγάλα «press», στα οχήματα και στα αλεξίσφαιρά μας, και του απαντώ «δημοσιογράφοι από την Ελλάδα», αναμένοντας τη συνηθισμένη αντιδράση, δηλαδή ένα «οκ» και, συνήθως, χαμόγελα, όσες φορές χρειάστηκε να το πω. Όμως όχι αυτή τη φορά. Ο άνδρας μόλις το ακούει, πηγαίνει πίσω στο πορτ παγκάζ και βγάζει ένα τεράστιο εργαλείο, μάλλον κάτι σαν πεταλούδα για την αλλαγή λάστιχου, το οποίο εύκολα μετατρέπεται σε φονικό όπλο κι αρχίζει και κινείται προς τα εμάς.
Φωνάζω τον Σωτήρη να επιστρέψει στο όχημα, το πιάνει αμέσως κι έρχεται με βήμα ταχύ – ο άγνωστος φαίνεται να διστάζει όταν διαπιστώνει ότι έχει τρεις άνδρες απέναντί του και σταματά -εμείς βάζουμε εμπρός τη μηχανή και πατάω το γκάζι μέχρι κάτω.
«Τι ήταν αυτό», αναρωτιέμαι, ακόμα αγχωμένος. Καταλήξαμε σε τρία σενάρια: Πρώτον, μαχητής της Χαμάς, ή υποστηρικτής της, που ξέμεινε στο νότιο Ισραήλ όπως αρκετοί ακόμα μετά την εισβολή, και βγήκε παγανιά… Δεύτερον, Ισραηλινός -το Ισραήλ ως γνωστόν αποτελείται από 12 φυλές, εκ των οποίων και κάποιες αφρικανικής καταγωγής- ο οποίος πιθανότατα έχασε οικογένεια-φίλους κατά την εισβολή της Χαμάς και, βλέποντας αγνώστους με αλεξίσφαιρα και κράνη, που δεν είναι ισραηλινοί στρατιώτες, και παραβλέποντας το «press», αποφάσισε να πάρει την εκδίκησή του… Και τρίτον, ο «τρελός του χωριού», που υπάρχει «σε κάθε πόλεμο», όπως είπε ο Δανέζης, και συνήθως αυτοί είναι ικανοί για όλα και χωρίς καμία απολύτως λογική στις πράξεις τους…
Το σημαντικό είναι ότι ξεφύγαμε από αυτή τη δυσχερή κατάσταση και πλέον μας είχε μείνει το προκεχωρημένο στρατόπεδο. Σουρεάλ σκηνές εκεί -μόλις μας είδαν οι έφεδροι, οι οποίοι, ανάμεσα στα τανκς, είχαν στήσει ένα κανονικό… μπάρμπεκιου με μουσικές και χορούς, αλλάζουν το μουσικό ρεπορτόριο και βάζουν στη διαπασών… Παντελίδη και Καρρά. Αφού επέμειναν να μας κεράσουν και να φάμε μαζί τους, ο ένας μου λέει ότι η οικογένειά του ακούει μόνο ελληνική μουσική, αλλά και ότι η σύγχρονη ισραηλινή μουσική, είναι όλη αντιγραφή από τα δικά μας… «Τι ζούμε», σκέφτηκα, ακούγοντας δίπλα στα ετοιμοπόλεμα τανκς το «δεν ταιριάζουμε σου λέω», αλλά από την άλλη, κάπου είναι και φυσιολογικές και αυτές οι εικόνες, καθώς το «με το χαμόγελο στα χείλη πάνε οι φαντάροι μας μπροστά», είναι μια πραγματική συνθήκη σε όλους τους στρατούς του κόσμου, προκειμένου να διατηρείται το ηθικό ακμαίο.
Ξημερώνει πια η τελευταία ημέρα μου στο Ισραήλ – τα κανάλια θα μείνουν και αυξάνουν τους ανταποκριτές τους, ωστόσο για το διαδίκτυο ο σκοπός της αποστολής έχει ήδη επιτευχθεί. Άλλωστε, το επόμενο μεγάλο γεγονός που αναμένεται, η εισβολή, είναι άγνωστο τελικά πότε θα συμβεί. Επιλέγω ξανά την Ιερουσαλήμ, καθώς έχω αρκετές ώρες μπροστά μου μέχρι τη βραδινή πτήση. Βρίσκω το τηλέφωνο ενός ραββίνου που έχει ζήσει στην Ελλάδα, ο οποίος διατίθεται να μου μιλήσει.
Φτάνω στην Ιερουσαλήμ στο σημείο που είπαμε και τότε μου ζητάει να τον ακολουθήσω, μέχρι την είσοδο ενός σπιτιού. Μέσα, βλέπω δεκάδες ανθρώπους, οι περισσότεροι στα μαύρα, γυναίκες να κλαίνε. Είναι το σπίτι ενός στρατιώτη ο οποίος σκοτώθηκε από ενόπλους της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, και ενώ μετέβαινε στο νότιο Ισραήλ για να προστατέψει εγκαταστάσεις του Iron Dome. «Θα ρωτήσω αν θέλει να σου μιλήσει κανείς», μου ψιθυρίζει ο Ραββίνος Μόδερχαϊ, που ζούσε στην Ελλάδα, ενώ ο παππούς του μάλιστα ήταν ήρωας του Έπους του 1940.
Βγαίνει μετά από λίγο – δεν θα μου μιλήσει κανείς τελικά, πάμε να κάνουμε τη συνέντευξη οι δυο μας λίγο πιο πέρα. Πριν φτάσουμε στη διπλανή πλατεία όμως, ακούμε μια φωνή από πίσω μας. Ήταν η νεαρή αδερφή του στρατιώτη, μαζί με δύο ακόμα κοπέλες. «Αποφάσισαν να σου μιλήσουν τελικά», μου λέει ο κύριος Μόδερχαϊ. Με δάκρυα στα μάτια, η νεαρή κοπέλα μου περιγράφει πόσο συγκλονισμένη νιώθει για την απώλεια του αγαπημένου της αδελφού, πόσο ήρωας είναι για όλη την οικογένεια και ότι ο πόλεμος δεν θα τελειώσει αν δεν τελειώσει η Χαμάς. Έχω πολλές ερωτήσεις, επιλέγω όμως να κάνω ελάχιστες – σε αυτές τις περιπτώσεις γνωρίζω ότι πρέπει να αφήνεις τον άνθρωπο που πενθεί να εκφράζεται με τους δικούς του ρυθμούς και με τον τρόπο που ο ίδιος θέλει. Την ευχαριστώ και της εκφράζω τα θερμά συλλυπητήρια, με την ευχή για ειρήνη, με όποιον τρόπο και να έρθει αυτή.
Άλλο να ακούς για τη φρίκη των θανάτων και να βλέπεις κάποια πλάνα, κάπου πολύ μακριά από την πατρίδα σου, κι άλλο να τη βιώνεις μέσα από το πένθος των ζωντανών που μένουν πίσω…
Ο Ραββίνος Μοδερχαϊ αφού μου έδειξε ακόμα δύο σπίτια στο ίδιο τετράγωνο που πενθούν για τον ίδιο λόγο, μου εκφράζει τις απόψεις του, μεταξύ αυτών και το ότι αν η Χαμάς επικρατήσει, τότε η Ελλάδα και η Ευρώπη είναι οι επόμενοι στόχοι. Από τις δύο μεγάλες συνεντεύξεις που πήρα κατά τη διάρκεια της αποστολής, θεωρώ σωστό να είναι ο ένας Παλαιστίνιος κι ο άλλος Ισραηλινός. Και με στόχο να ρωτήσω και τους δύο για την ουσία και αυτό που ευχόμαστε, δηλαδή το πώς μπορεί να επέλθει η ειρήνη…
Επιστρέφω στο Τελ Αβίβ, πρέπει να παραδώσω το αμάξι και να φύγω για το αεροδρόμιο. Το GPS με φέρνει από τον δρόμο μπροστά από το ισραηλινό υπουργείο άμυνας, όπου λαμβάνει χώρα μεγάλη διαδήλωση, και υπό βροχή, συγγενών των ομήρων της Χαμάς. Παρκάρω όπως όπως, τους προσεγγίζω, κάνω το ρεπορτάζ, ακούω τις αγωνίες και τις εκκλήσεις τους. «Δεν με νοιάζει πως, σίγουρα υπάρχει ο τρόπος, να τους φέρουν πίσω», μου λέει ο συνομιλητής μου. Ο ίδιος άνθρωπος, εβδομάδες αργότερα καθώς κράτησα το τηλέφωνό του, μου μετέφερε και τον ενθουσιασμό του για τη συμφωνία ανταλλαγής των ομήρων και τη διάσωση δεκάδων από αυτούς.
Φτάνω στο αεροδρόμιο με ανάμικτα συναισθήματα -και χαίρομαι που επιστρέφω, για τους προφανείς λόγους και λυπάμαι -υπάρχουν πολλά ακόμα που μπορούν να γίνουν, η ιστορία εκεί γράφεται εν τη γενέσει της και η επικείμενη εισβολή μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτες καταστάσεις -από αυτές που κάθε δημοσιογράφος θέλει να είναι παρών και να μεταδίδει.
«Γύρνα ρε παιδί μου επιτέλους πριν ανοίξουν οι πύλες της κόλασης», είναι το μήνυμα της μητέρας μου στο κινητό, κάτι το οποίο δεν έχει γίνει μέχρι και τώρα ευτυχώς, αν εξαιρέσεις φυσικά τους κατοίκους της Γάζας, που τη ζουν στο πετσί τους εβδομάδες τώρα.
Με το που φτάνω στο αεροδρόμιο, για το «καλή επιστροφή», σκέφτομαι μέσα μου, ακούω πάλι τις σειρήνες και όλοι τρέχουν πανικόβλητοι, η Χαμάς έβαλε στόχο πάλι το αεροδρόμιο, το οποίο ωστόσο προστατεύεται καλά. Η αναμονή σε κλειστό χώρο τελειώνει, φτάνει η ώρα της επιβίβασης.
«Μα καλά, πώς πετάνε αεροπλάνα, σε εναέριο χώρο στον οποίο γίνονται διαρκώς ρίψεις ρουκετών και αναχαιτίσεις», ήρθε η ώρα να αναρωτηθώ, αποφεύγοντας ωστόσο να ψάξω την απάντηση και κρατώντας το βλέμμα μου διαρκώς στο παράθυρο του αεροπλάνου, μέχρι να φτάσουμε στο ύψος της… Κύπρου.
Όλα αυτά, συμβαίνουν μόλις δύο ώρες πτήσης μακριά μας. Βρίσκομαι στην Αθήνα, παίρνω τηλέφωνο τους δικούς μου κατευθείαν για να… πιστέψουν ότι είμαι πίσω, η σύζυγός μου με υποδέχεται με βουρκωμένη αγκαλιά, ο συνάδελφος φωτορεπόρτερ του Newsbomb Χάρης Γκίκας είναι εκεί συμπτωματικά, για να υποδεχτεί για τις ανάγκες του ρεπορτάζ τους 100 Έλληνες που απεγκλωβίστηκαν την ίδια μέρα και αναμένονται με άλλη πτήση, η οποία καταφθάνει περίπου την ίδια ώρα με τη δικιά μου.
«Mission Accomplished», σκέφτομαι προσπαθώντας το ίδιο βράδυ να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου για όσα είδα και έζησα. Μετά από δυο μέρες φτάνω στο γραφείο, όπου με υποδέχεται το θερμό χειροκρότημα τύπου… Standing Ovation όλων των συναδέλφων και της διευθύντριάς μου. «Mission Accomplished», ξανασκέφτομαι τότε κοκκινίζοντας λίγο, μέχρι τα επόμενα, τα οποία… μακάρι να μην έρθουν.
Δείτε το βίντεο-σύνθεση των σημαντικότερων στιγμών από την αποστολή στο Ισράηλ:
Η άποψή μου, δε, για τη διαμάχη Ισραήλ-Παλαιστίνης, που βασίζεται στη μελέτη της ιστορίας, το οδοιπορικό μου στην Παλαιστίνη το 2015 και την αποστολή αυτή, αποτυπώνεται εδώ.
«Θα ξαναπήγαινες», με ρωτάει ο συνάδελφος Άγγελος Κωνσταντούλιας από το RatPack, που μου πήρε συνέντευξη για όλα αυτά λίγες ημέρες αργότερα. «Και τι σου άφησε όλο αυτό, σε καθόρισε»;
«Δε με καθόρισε αλλά μπορώ να πω ότι είναι ένα δημοσιογραφικό παράσημο. Έμαθα πράγματα, επαναξιολόγησα πράγματα και έφτασα πιο κοντά στα όριά μου σε ζητήματα ζωής και θανάτου. Εκεί καταλαβαίνεις ότι η ζωή από τον θάνατο μπορεί να είναι 10 μέτρα διαφορά. Είναι απόφαση της στιγμής. Να πάω στην Άσκελον ή στην Σντερότ για ρεπορτάζ. Στη μία επιλογή κάνεις ένα καταπληκτικό ρεπορτάζ και το βράδυ πας και κοιμάσαι στην άλλη επιλογή δεν επιστρέφεις ποτέ. Ο πόλεμος, ξέραμε, ότι είναι ένα κακό πράγμα. Αλλά να βλέπεις την αγωνία, τη μετακίνηση, τη φρίκη και το πώς αλλάζει ολόκληρη η ζωή είναι μάθημα ζωής.
Θα ξαναπήγαινα σε πόλεμο. Είναι τέτοια η αδρεναλίνη, η ουσία και η ένταση που βγάζεις εκεί, που θέλεις να το επαναλάβεις. Αν ξαναπάω, θα είμαι σίγουρα πιο αγχωμένος γιατί ξέρω τι με περιμένει. Με ενθουσιασμό και φόβο, αλλά πιο έμπειρος»...
Το άρθρο αφιερώνεται στους Έλληνες συναδέλφους που έμειναν για καιρό ή παραμένουν ακόμα στο εμπόλεμο Ισραήλ για πολλές ήδη εβδομάδες, αφήνοντας τις ζωές τους μπροστά στον βωμό της ενημέρωσης, υπό αυτές τις συνθήκες… Αφιερώνεται επίσης στους δεκάδες ξένους συναδέλφους, κυρίως μέσα στη Γάζα (με την εξαίρεση των «δημοσιογράφων» που αποδείχτηκαν συνεργάτες της Χαμάς, κατά τη διάρκεια της εισβολής, με αποστολή να αποτυπώσουν τις φρικαλεότητές τους), οι οποίοι έπεσαν στο καθήκον.