Τουρισμός: Πληγή οι ελλείψεις προσωπικού - Πεντάστερα ξενοδοχεία με καμαριέρα ανά δεύτερη μέρα
Με την τουριστική περίοδο να έχει ήδη ξεκινήσει, και αν τα νέα για τις αφίξεις είναι αισιόδοξα, εντελώς αντίθετη είναι η εικόνα όσον αφορά στην υποδοχή και εξυπηρέτηση των τουριστών, καθώς ο κλάδος πλήττεται από...έλλειψη προσωπικού!
Το φαινόμενο δείχνει να επαναλαμβάνεται και να διογκώνεται χρόνο με τον χρόνο, καθώς όλο και λιγότεροι είναι εκείνοι που επιλέγουν να ασχοληθούν εποχικά και επαγγελματικά σε επιχειρήσεις τουρισμού και επισιτισμού.
Ενδεικτικό είναι πως η φετινή σεζόν σύμφωνα με ρεπορτάζ του Action 24, στην έναρξή της μετράει 80.000 κενές θέσεις εργασίας.
Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Επισιτιμσμού και Τουρισμού, Γιώργος Χότζογλου, επιβεβαίωσε τον αριθμό, ωστόσο περιέγραψε με ακόμα πιο μελανά χρώματα την πορεία της σεζόν, όπου οι κενές θέσεις αναμένεται όπως είπε να αυξηθούν, καθώς οι εργαζόμενοι δεν αντέχουν τις συνθήκες εργασίας, τα εξαντλητικά ωράρια. Όπως είπε η Ομοσπονδία είχε επισημάνει τον κίνδυνο και παρά τις υποσχέσεις οι καλύτερες ημέρες δεν ήρθαν...
Μάλιστα δίνοντας στίγμα της κατάστασης που επικρατεί αποκάλυψε πως μεγάλη πολυτελή πεντάστερα ξεοδοχεία έχουν ήδη αρχίσει να κρεμούν ταμπελάκια στα δωμάτια πως η καμαριέρα θα περνάει κάθε δεύτερη ημέρα.
Οι σοβαρότερες και μαγαλύτερες ελλείψεις εντοπίζονται σε εξειδικευμένο προσωπικό, όπως οι καμαριέρες, οι σερβιτότεροι, οι μάγειρες και στην υποδοχή/
Καλύτερα, ωστόσο είναι τα πράγματα στην Κρήτη σύμφωνα με τον Νίκο Χαλκιαδάκη, πρόεδρο του Συνδέσμου Ξενοδόχων Κρήτης, ο οποίος σημείωσε πως στο νησίκαταγράφονται 2.000 κενές θέσεις εργασίας, αριθμός που δεν προκαλεί ναι μεν ιδιαίτερα προβλήματα, αλλά επιπλέον εργασιακές ώρες με συνέπεια να επέρχεται κόπωση.
Μεγάλο «αγκάθι» αποτελούν οι αμοιβές των εργαζομένων
Οι καθαρές απολαβές, σύμφωνα με τον κ.Χότζογλου για έναν εποχικά εργαζόμενο είναι 7.100 ευρώ μαζί με το επίδομα ανεργίας, δηλαδή περίπου 519 ευρώ τον χρόνο!
Όπως επεσήμανε με τη σύμβαση εργασίας και την αύξηση από 1/1/2024, οι μισθοί επέστρεψαν στα επίπεδα του 2011, ωστόσο χάθηκε το 40% της αγοραστικής αξίας εξαιτίας της ακρίβειας.