Η λαογραφική μας παράδοση έχει καταγράψει ένα «βαμπίρ» που στοίχειωνε τη... Μύκονο

Ο βρυκόλακας ήταν ο φόβος και ο τρομος για τους κατοίκους του νησιού τον 18ο αιώνα
Φωτογραφία αρχείου
3'

Η Μύκονος, το πιο διάσημο ελληνικό νησί είναι γνωστό για τις πολυτελείς ανέσεις, την εορταστική ατμόσφαιρα και τις διασημότητες του Χόλιγουντ που το επισκέπτονται κάθε χρόνο. Ωστόσο λίγα είναι γνωστά για το βαμπίρ που στοίχειωνε το νησί.

Σύμφωνα με την ελληνική λαογραφία, υπήρχε ένα άγριο βαμπίρ, γνωστό ως «βρυκόλακας» στα ελληνικά, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος για τους κατοίκους του νησιού τον 18ο αιώνα.

Το βαμπίρ είναι ένα απέθαντο, τρομακτικό πλάσμα που γίνεται πιο ισχυρό όσο του επιτρέπεται να τρέφεται. Η πίστη στον βρυκόλακα είχε εξαπλωθεί στην Ελλάδα, ειδικά σε αγροτικές περιοχές, μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, ωστόσο δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι υπάρχει ακόμα και σήμερα.

Τόσο ο όρος «βρυκόλακας» όσο και η ίδια η φιγούρα πιθανότατα προέρχονται από γειτονικές σλαβικές χώρες, όπου οι θρύλοι για βρυκόλακες είναι ευρέως διαδεδομένοι και εμφανίζονται σε περίοπτη θέση στη λαογραφία.

Η σλαβική λέξη «varkolak» είναι η ρίζα πολλών όρων για μορφές που μοιάζουν με βαμπίρ στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Κυριολεκτικά σημαίνει λυκάνθρωπος και πλέον ορίζει τα βαμπίρ στις περισσότερες σλάβικες χώρες.

Παρόλο που ο βρυκόλακας μοιράζεται πολλές ομοιότητες με τα σλαβικά βαμπίρ, υπάρχουν και κάποιες διαφορές.

Το ελληνικό βαμπίρ δεν πίνει αίμα αλλά τρέφεται με τη σάρκα και το συκώτι των θυμάτων του. Στην ελληνική παράδοση υπάρχουν πολλοί τρόποι που κάποιος θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε βρυκόλακα. Πιο συχνά, οι άνθρωποι που ήταν αφορισμένοι από την Εκκλησία για ιερόσυλη συμπεριφορά και εκείνοι που ήταν θαμμένοι σε αγιασμένο έδαφος θεωρείται ότι μεταμορφώνονταν σε βαμπίρ.

Τα βαμπίρ στην Ελλάδα θεωρήθηκε ότι έφερναν μεγάλη καταστροφή στα χωριά. Περιγράφονταν ως νομαδικές φιγούρες, περιπλανώμενες στη χώρα αναζητώντας τα θύματά τους, για να τα βασανίσουν και να τραφούν.

Η μαρτυρία ενός Γάλλου

Ένας Γάλλος βοτανολόγος, o Joseph Pitton de Tournefort κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στη Μύκονο το 1700, έμαθε για έναν νεκρό χωρικό, ο οποίος τη νύχτα ζωντάνευε.

Σύμφωνα με τον μύθο, μετά τη δολοφονία του από έναν άγνωστο επιδρομέα στα χωράφια που δούλευε, ο άνδρας πιστεύεται ότι έγινε βρυκόλακας. Με μία πρώτη ματιά, ήταν άκακος, αφού απλώς αναποδογύριζε έπιπλα και αγκάλιαζε ανθρώπους από πίσω, ωστόσο οι νησιώτες στην πορεία άρχισαν να ενοχλούνται και έσκαψαν στον τάφο του για να ξεριζώσουν την καρδιά του, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα τον σταματούσαν.

Αυτό όμως εξόργισε τον βρυκόλακα, που άρχισε να χτυπά τον κόσμο, να καταστρέφει τις οροφές των σπιτιών τους και να κλέβει τα ποτά τους, ενώ κάποιοι αναγκάστηκαν μέχρι και να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

Οι Αρχές τελικά διέταξαν την απομάκρυνσή του στο γειτονικό νησί του Αγίου Γεωργίου, όπου η σορός του αποτεφρώθηκε.