Απόστολος Λύτρας: «Μπαράζ» ανακοινώσεων μετά τη νέα παρέμβαση του Άρειου Πάγου
«Πόλεμος» ανακοινώσεων για την υπόθεση Λύτρα, μετά τη νέα τοποθέτηση του Αρείου Πάγου.
Ο Άρειος Πάγος, μέσω νέας παρέμβασης, ζήτησε την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της κυρίας ανάκρισης για την υπόθεση του Απόστολου Λύτρα, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους αφού ομολόγησε πως ξυλοκόπησε τη σύζυγό του.
«Πόλεμος» έχει ξεσπάσει μεταξύ δικαστών και εισαγγελέων για την υπόθεση, αφού προηγήθηκαν ανακοινώσεις από την Ένωση δικαστών και εισαγγελέων και τον Δικηγορικό σύλλογο Ελλάδος υπέρ της απόφασης να μην προφυλακιστεί.
Ένωση Εισαγγελέων: Οργή και λύπη – «Αστήρικτες και έωλες κρίσεις»
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος εκφράζει «λύπη και συνάμα οργή», καθώς ο χαρακτήρας της εισαγγελικής κρίσης «δεν γίνεται αντιληπτός και σεβαστός από κάποιους δημοσιογράφους, που αβασάνιστα επιδίδονται σε αστήρικτες και έωλες κρίσεις σχετικά με ζητήματα που, ηθελημένα ή μη, αγνοούν, παρά τη συνταγματική υποχρέωσή τους για πλήρη και έγκυρη ενημέρωση του κοινού».
Ολόκληρη η ανακοίνωση:
Σύμφωνα με το άρθρο 109 παρ.4 του Νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν.4938/2022) οι Εισαγγελικοί Λειτουργοί δεν ελέγχονται πειθαρχικά για κρίση που εκφέρουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενόψει και της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που απολαμβάνουν κατ’ άρθρο 87 του Συντάγματος. Η αρχή αυτή μπορεί να καμφθεί μόνο όταν διαπιστώνεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας τους, όπως έχει παγίως κριθεί από τη νομολογία του ΑΠ και του ΣΤΕ.
Επίσης, η άσκηση του δικαιώματος της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για πειθαρχική έρευνα, σύμφωνα με τα άρθρα 109επ. του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., ουδόλως ισοδυναμεί με πειθαρχική δίωξη του εμπλεκομένου Εισαγγελικού Λειτουργού και πολύ περισσότερο με καταδίκη του. Αντιθέτως έχει καθαρά διαπιστωτικό – διερευνητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν στοχεύει μόνο στη εξακρίβωση τυχόν πειθαρχικών ευθυνών, αλλά πολλές φορές οδηγεί στην πλήρη αποκατάσταση της εικόνας του ελεγχομένου από αδίκως αποδιδόμενες σ’ αυτόν μομφές και καταγγελίες.
Εξάλλου, η κρίση που εκφέρει ένας Εισαγγελικός Λειτουργός σε σχέση με το ζήτημα της προσωρινής κράτησης κάποιου κατηγορουμένου, υπακούει στους κανόνες του άρθρου 286 ΚΠΔ και ουδόλως μπορεί να απόσχει απ’ αυτούς για λόγους προσωπικούς ή αναγόμενους στο κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Ειδικά όταν πρόκειται για κακουργηματικές πράξεις τιμωρούμενες στο νόμο με την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης, όπως στην περίπτωση της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, προσωρινή κράτηση επιβάλλεται, αν δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι του άρθρου 282 ΚΠΔ και εφόσον διαπιστωθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή διαμονή στην χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει την φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή τέλος κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν, όπως προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του ή από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Με λύπη και συνάμα οργή διαπιστώνουμε ότι ο παραπάνω χαρακτήρας της Εισαγγελικής κρίσης δεν γίνεται αντιληπτός και σεβαστός από κάποιους δημοσιογράφους, που αβασάνιστα επιδίδονται σε αστήρικτες και έωλες κρίσεις σχετικά με ζητήματα που, ηθελημένα ή μη, αγνοούν, παρά τη συνταγματική υποχρέωσή τους για πλήρη και έγκυρη ενημέρωση του κοινού.
Επικαλούμενοι δε αστάθμητους παράγοντες, όπως το κοινό περί δικαίου αίσθημα, δημιουργούν πεπλανημένη εικόνα στους ακροατές και αναγνώστες τους και επιχειρούν να ποδηγετήσουν τη Δικαιοσύνη σε ατραπούς, που πόρρω απέχουν από την ορθή και αμερόληπτη απονομή της με κριτήριο αποκλειστικά το Σύνταγμα, τους ισχύοντες Νόμους και τη συνείδηση του φυσικού Δικαστή.
Επιδιώκοντας δε να αυξήσουν τις ήδη ασκούμενες πιέσεις και ενίοτε να εκφοβίσουν τους εμπλεκόμενους Εισαγγελικούς Λειτουργούς, επικαλούνται πειθαρχικές έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη σαν ακλόνητα στοιχεία των αυθαίρετων ισχυρισμών τους, παραγνωρίζοντας τον χαρακτήρα και τα αληθή αίτια αυτών των ερευνών.
Για ακόμα μία φορά η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας τονίζει ότι τέτοιου είδους δημοσιογραφικές τακτικές δεν προσήκουν σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, που σέβεται τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου, διαπνέεται από τον βασικό κανόνα της διάκρισης των λειτουργιών και αυτοαποκαλείται «ευνοούμενο», ως σεβόμενο τις βασικές αρχές του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου, τέτοιες δε ανοίκειες και αστήρικτες επιθέσεις ευνοούν μόνο φαινόμενα αυτοδικίας και κοινωνικής αναταραχής.
Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων: Η κρίση μας δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο
Απάντηση έδωσε και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, σημειώνοντας πως η ουσιαστική κρίση όσων χειρίστηκαν την υπόθεση δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο.
Η ανακοίνωση της Ένωσης:
Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησίας», ενώ κατά την παράγραφο 2 «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους…».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 109παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ «Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό: α…,β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του….γ)…», ενώ και κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή «Εξαιρουμένης της περιπτώσεως δόλου ή βαριάς αμέλειας, οι οποίες διαπιστώνονται με αμετάκλητη απόφαση, δεν μπορεί να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον δικαστή ως συνέπεια ερμηνείας του νόμου, εκτίμησης γεγονότων ή της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων που διενήργησε ο ίδιος για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης».
Άλλωστε, όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ «..δεν επιτρέπεται πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για την δικαστική τους κρίση καθεαυτή, δηλαδή για την επιστημονική άποψη που ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και την πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων».
Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε βάρος κατηγορουμένου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του κατηγορουμένου.
Θυμίζουμε εξάλλου τον νομικό κανόνα πως η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που κατά περίπτωση προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, στα οποία δίνεται προτεραιότητα, δεν επαρκούν (ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να επιβληθεί) και χωρίς να αρκεί μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης. Η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή, είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο.
Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη που δήθεν αυτά εκφράζουν πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών.
Οι θεσμοί των περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ΄ όρον απόλυση φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως ακατανόητη επιείκεια παρόλο που απηχούν ισχυρούς θεσμούς του Κράτους Δικαίου, ενώ η προσωρινή κράτηση, η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και οι μεγάλες ποινές, ως αντίδοτο στην εγκληματικότητα.
Η ανεξαρτησία του δικαστή - ζητούμενο και επιδίωξη μιας δημοκρατικής πολιτείας - καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδηση του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις της υπ΄ αριθμόν 25/2022 απόφασης που ήδη μνημονεύτηκε, δεν αρκεί να μείνουν ως θεωρητική διακήρυξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά θα πρέπει να μετουσιώνονται καθημερινά σε πράξη.