SOS για το δημογραφικό: Μεγαλώνει το χάσμα θανάτων και γεννήσεων, σύμφωνα με νέα έρευνα
Τα φυσικά ισοζυγία (γεννήσεις – θάνατοι) στη χώρα μας έχουν αλλάξει πρόσημο, μετατρεπόμενα για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία μας από θετικά σε αρνητικά, ουσιαστικά μετά το 2010.
Η συνεχής αύξηση του πλήθους των ηλικιωμένων έχει προκαλέσει μία αύξηση των θανάτων που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ενώ η συνεχής μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν τα ζευγάρια προκάλεσε τη μείωση των γεννήσεων μετά το 1980.
Οι αντίστροφες πορείες θανάτων και γεννήσεων οδήγησαν αναπόφευκτα, από ένα σημείο και μετά, στην υπεροχή των πρώτων έναντι των δευτέρων, μία υπεροχή που μεγαλώνει συνεχώς: 38,5 χιλ. λιγότερες γεννήσεις από θανάτους την τριετία 2011 – 13 και 111 χιλ. το 2017 – 2019 (113 θάνατοι / 100 γεννήσεις στην πρώτη και 143 στην δεύτερη). Στην τριετία, όμως, 2020 – 2022 το έλλειμμα διευρύνθηκε σημαντικά καθώς το φυσικό ισοζύγιο ήταν αρνητικό κατά 169 σχεδόν χιλ. με αποτέλεσμα να αντιστοιχούν168 θάνατοι σε 100 γεννήσεις.
Η επιδημία προκαλώντας αυξημένη θνησιμότητα επιτάχυνε την αύξηση των θανάτων, ενώ οι επιπτώσεις στις γεννήσεις ήταν περιορισμένες, καθώς η μείωση τους (–13 χιλ. ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες τριετίες) ήταν λίγο μεγαλύτερη από την αναμενομένη.
Πρόκειται για κάποια από τα πρώτα συμπεράσματα που αναφέρονται σε ψηφιακό δελτίο του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) με θέμα «Η επιδείνωση του φυσικού ισοζυγίου σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο (2020 – 2022) και οι δυσοίωνες προοπτικές του».
Οι δύο συγγραφείς του άρθρου αυτού (οι καθηγητές Βύρων Κοτζαμάνης και Βασίλης Παππάς, ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΜ) αναφέρουν επίσης, πως αν η αύξηση των θανάτων μετά την επιστροφή τους στις 130 χιλ. το 2023 θα είναι τα επόμενα χρόνια ηπιότερη, οι γεννήσεις ετησίως θα είναι κατά μέσο όρο αρκετά λιγότερες από τις 82 χιλ. που είχαμε το 2020 – 2022 καθώς το πλήθος των γυναικών σε ηλικία απόκτησης παιδιών θα συνεχίσει να μειώνεται ενώ δεν αναμένονται ριζικές αλλαγές και στο ευρύτερο για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών, περιβάλλον.
Τα φυσικά ισοζύγια θα παραμείνουν επομένως αρνητικά κυμαινόμενα γύρω από τις –55 χιλιάδες, ενώ η αναλογία γεννήσεων προς θανάτους, παρ’ όλες τις όποιες διακυμάνσεις της δεν πρόκειται να μεταβληθεί σημαντικά στο μέλλον.
Οι δύο ερευνητές αναφέρουν επίσης, ότι διαφοροποιήσεις της αναλογίας αυτής και οι αποκλίσεις της από τον μέσο όρο της τριετίας 2020 – 2022 (1,68 θάνατοι ανά γέννηση σε εθνικό επίπεδο) είναι σημαντικές και διευρύνονται περνώντας από τις Περιφέρειες στις Περιφερειακές Ενότητες, και στη συνέχεια, στους Δήμους και τις Δημοτικές Ενότητες. Διαπιστώνουν ειδικότερα, αναλύοντάς τα στοιχεία, ότι σε επίπεδο Περιφερειών το Νότιο Αιγαίο με λίγο περισσότερες γεννήσεις από θανάτους, διαφοροποιείται σημαντικά τη Δυτική Μακεδονία όπου αντιστοιχούν σχεδόν 2,4 θάνατοι / γέννηση.
Οι αποκλίσεις από τον μέσο εθνικό διευρύνονται στις Περιφερειακές Ενότητες καθώς μόνον σε πέντε από αυτές, οι γεννήσεις είναι αρκετά περισσότερες από τους θανάτους και σε τέσσερις, θάνατοι και γεννήσεις δεν διαφέρουν σημαντικά, ενώ, στο άλλο άκρο, σε έντεκα Περιφερειακές Ενότητες αντιστοιχούν 2,5 ή και περισσότεροι θάνατοι ανά γέννηση.
Σε επίπεδο Δήμων (325 ενότητες), οι διαφορές ανάμεσα στο Δήμο Θήρας με 2 γεννήσεις ανά ένα θάνατο, και, στο άλλο άκρο, σε 49 δήμους (το 15% του συνόλου) με περισσοτέρους από 4 θανάτους/γέννηση (και 20 από αυτούς με 6 ή και περισσότερους) είναι συνταρακτικές.
Σε επίπεδο τέλος, Δημοτικών Ενοτήτων (Δ.Ε) οι αποκλίσεις από τον μέσο εθνικό όρο (1,68) διευρύνονται ακόμη περισσότερο: αν σε 19 από αυτές (το 2,1% του συνόλου) οι γεννήσεις υπερτερούν των θανάτων, σε 27 έχουμε μόνον θανάτους, σε 348 –το 1/3– , 4 ή περισσοτέρους και σε 196 (19% του συνόλου) 6 και περισσοτέρους θανάτους ανά γέννηση!
Η μεγάλη πλειοψηφία των Δημοτικών Ενοτήτων του νησιωτικού χώρου, αναφέρουν οι δύο ερευνητές, των μεγάλων αστικών κέντρων καθώς και αυτών των μητροπολιτικών περιοχών Αθηνών και Θεσσαλονίκης έχουν θετικότατα ή ακόμη σχετικά ισορροπημένα φυσικά ισοζύγια.
Αντιθέτως, η ανισορροπία ανάμεσα στις γεννήσεις και τους θανάτους είναι εντονότατη στη μεγάλη πλειοψηφία των Δημοτικών Ενοτήτων που βρίσκονται στο κεντρικό και δυτικό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας καθώς και στη Κεντρική – Αν. Μακεδονία και Θράκη όπου αντιστοιχούσαν το 2020 – 2022 συνήθως 3 ή και περισσότεροι θάνατοι ανά γέννηση, ενώ στο τμήμα αυτό της ηπειρωτικής Ελλάδας, εντοπίζονται και όλες σχεδόν οι 27 Δημοτικές Ενότητες που δεν είχαν γεννήσεις το 2020 – 2022, αλλά μόνον θανάτους.
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών καθ. Βύρων Κοτζαμάνης τόνισε ότι αν μία αναλογία σε εθνικό επίπεδο 1,68 θανάτων/γέννηση είναι ανησυχητική (πόσο μάλλον όταν δεν αναμένεται βελτίωση αυτής τα επόμενα έτη με αποτέλεσμα την επιτάχυνση του ρυθμού μείωσης του πληθυσμού μας), το γεγονός ότι στις μισές σχεδόν (459 από τις 1036) Δημοτικές Ενότητες που βρίσκονται σχεδόν όλες στο ορεινό και ημιορεινό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας αντιστοιχούν ήδη περισσότεροι από 3 θάνατοι ανά γέννηση, προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία καθώς η μελλοντική δημογραφική δυναμική των Ενοτήτων αυτών είναι υποθηκευμένη, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η υπερ–υπεροχή σε αυτές των θανάτων, αποτέλεσμα κυρίως των ηλικιακών τους δομών που συνδυάζουν πολλούς ηλικιωμένους (βλ. αυξημένους θανάτους) και περιορισμένο αριθμό ατόμων σε ηλικία δημιουργίας οικογένειας (βλ. λίγες γεννήσεις) θέτει βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα επιβράδυνσης της πληθυσμιακής τους κατάρρευσης, μιας κατάρρευσης που θα υποθηκεύσει αναπόφευκτα και την κοινωνική και οικονομική τους δυναμική.