Στο μυαλό των χειρότερων εγκληματιών: Έτσι σκέφτονται οι φονιάδες που συντάραξαν τον τόπο

Ποια είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ ενός δράστη - Ποια τα χαρακτηριστικά ενός εγκληματία - Η Αγγελική Καρδαρά, Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ ΕΚΠΑ, μιλά στο Newsbomb.gr για τη σκιαγράφηση του προφίλ δραστών ειδεχθών εγκληματικών ενεργειών
18'

Τον Ιανουάριο του 1994 μια δολοφονία «τάραξε τα νερά» της Ελλάδας. Ο 40χρονος Ματθαίος Μονσελάς σκότωσε την επίσης 40χρονη οδοντίατρο Γιόλα Βαγενά. Δεν επρόκειτο για κάποιο έγκλημα πάθους με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, ωστόσο η είδηση προκάλεσε αίσθηση. Το πρωτοφανές της υπόθεσης ήταν ότι ο Μονσελάς έγινε «δολοφόνος κατά παραγγελία» του ίδιου του θύματος. Η Βαγενά δηλαδή του ζήτησε να τη σκοτώσει και εκείνος το έκανε.

Τον Μάιο του 2021 μία μια γυναίκα εντοπίζεται νεκρή και να κρατά στην αγκαλιά της την 11 μηνών κόρη της. Λίγα μέτρα μακρία της ο σύζυγός της δεμένος χειροπόδαρα με μονωτική ταινία και στην κουπαστή της εσωτερικής σκάλας, κρεμασμένο το σκυλί τους. Ο 33χρονος τότε Μπάμπης Αναγνωστόπουλος που επέζησε, ήταν εκείνος που είχε καλέσει το 100 και τώρα περιγράφει στους αστυνομικούς την ασύλληπτη τραγωδία που «χτύπησε» την οικογένειά του.

Ο δράστης επί 38 ημέρες νόμιζε ότι είχε ξεγελάσει τους αστυνομικούς. Ότι είχε πείσει τις Αρχές και την κοινή γνώμη και ότι σύντομα θα ξεκινούσε τη ζωή του απ’ την αρχή.

Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος πίστευε ότι είχε διαπράξει το τέλειο έγκλημα… Υπάρχει το τέλειο έγκλημα; Η Αγγελική Καρδαρά, Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος και Επ. Υπεύθυνη Crime & Media Lab (ΚΕ.Μ.Ε.), Συγγραφέας-Εισηγήτρια και Εκπαιδεύτρια E-Learning ΕΚΠΑ, μιλάει στο Newsbomb.gr για τη σκιαγράφηση του προφίλ δραστών ειδεχθών εγκληματικών ενεργειών.

Μεταξύ άλλων η Αγγελική Καρδαρά αναφέρθηκε και στο βιβλίο της «Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018)», στο οποίο επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε φλέγοντα ερωτήματα που προβληματίζουν έντονα την κοινωνία μετά τη διάπραξη ειδεχθών εγκλημάτων. Στο βιβλίο γίνεται εστίαση σε εγκλήματα κατά της ζωής και κατά της γενετήσιας ελευθερίας που είναι μορφές εγκληματικότητας που απασχολούν τα ΜΜΕ. Αναλύοντας εγκλήματα από τη δεκαετία του 1990 έως και το 2018 η Αγγελική Καρδαρά προσπάθησε να εμβαθύνει στα κίνητρα εγκληματικής δράσης σε πολύκροτες υποθέσεις.

Αρχικά η Αγγελική Καρδαρά μιλώντας στο Newsbomb.gr εξήγησε την έννοια και τους σκοπούς του criminal profiling, δηλαδή του προφίλ του δράστη.

«Αποσκοπεί στη σκιαγράφηση του εγκληματικού και ψυχολογικού προφίλ του δράστη εγκληματικών ενεργειών, καθώς και στον προσδιορισμό του γεωγραφικού τόπου της εγκληματικής του δράσης. Κατά κανόνα εφαρμόζεται σε υποθέσεις ανθρωποκτονιών και σεξουαλικών εγκλημάτων», εξήγησε η Αγγελική Καρδαρά.

Για την ακριβέστερη σκιαγράφηση του προφίλ συλλέγονται στοιχεία από τον τόπο του εγκλήματος (crime scene) και κυρίως από τη συμπεριφορά που υιοθετεί ο δράστης στον τόπο του εγκλήματος κατά το πέρασμα στην πράξη (crime scene behaviour).

Το εγκληματικό προφίλ στη διεθνή βιβλιογραφία καταγράφεται και ως offender profiling ή αλλιώς specific profile analysis και offender’s psychological profiling (τεχνική σκιαγράφησης της ψυχολογικής φυσιογνωμίας του δράστη).

Επίσης, οι profilers εργάζονται για την εξιχνίαση εγκληματικών ενεργειών που διαπράττονται κατά συρροή (π.χ. διαδοχικές δολοφονίες) όταν βάσει των στοιχείων που έχουν στα χέρια τους πιστεύουν ότι αυτές οι εγκληματικές ενέργειες έχουν διαπραχθεί από το ίδιο άτομο.

Ποια είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ του δράστη

Η διαδικασία του profiling περιλαμβάνει τη συγκέντρωση πληροφορίων που σχετίζονται με την ψυχοσύνθεση του δράστη, όσο και πιο χειροπιαστών πληροφοριών που αφορούν τον τρόπο διάπραξης του εγκλήματος.

«H διαδικασία περιλαμβάνει τη συγκέντρωση πληροφοριών που σχετίζονται με την ψυχοσύνθεση του δράστη. Σημαντικά στοιχεία για τη σκιαγράφηση του προφίλ είναι και τα ακόλουθα: πώς έχει αφεθεί το άψυχο σώμα στον τόπο του εγκλήματος, ποια μέθοδος έχει χρησιμοποιηθεί για τη διάπραξη του εγκλήματος, η παρουσία ή η απουσία συγκεκριμένων στοιχείων στον τόπο του εγκλήματος», ανέφερε η Αγγελική Καρδαρά.

Ενδεικτικά παραδείγματα που θα μπορούσαν να δώσουν, σε συνδυασμό και με άλλα στοιχεία, μία εικόνα για τη χαρακτηριζόμενη «Υπογραφή» του δράστη, είναι τα εξής: Ο δράστης σε μια υπόθεση που δένει το θύμα του μπορεί με αυτό τον τρόπο να εξωτερικεύει τη βαθύτερη ανάγκη του για επιβολή ελέγχου και εξουσίας στο θύμα του, ενώ το μαχαίρωμα πριν από τη σεξουαλική επίθεση μπορεί να εκφράζει την ανάγκη του δράστη να αισθανθεί διέγερση από τη θέαση του αίματος αλλά και από τον πόνο που προκαλεί στο θύμα του.

Επιπλέον, η Αγγελική Καρδαρά αναφέρθηκε σε δύο βασικές εγκληματολογικές κατευθύνσεις του criminal profiling, στις οποίες καταλήγει η έρευνα και είναι: το γεωγραφικό profiling (geographical profiling) και το profiling που βασίζεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόμου (profiling of a criminal’s personal characteristings).

Ο Peter Β. Ainsworth έχει εντοπίσει 4 βασικές προσεγγίσεις, οι οποίες συνοψίζονται στα εξής σημεία:

  • Γεωγραφική Προσέγγιση (Geographical Approach): Η συγκεκριμένη προσέγγιση αναζητά μοτίβα (patterns) στην τοποθεσία και τον χρόνο διάπραξης των εγκλημάτων, ώστε να εξάγει συμπεράσματα σχετικά με τα διαπραττόμενα εγκλήματα και να καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις για το πού μπορεί να ζει και να εργάζεται ο δράστης. Στην «ιδανική» περίπτωση ο ερευνητής πρέπει να έχει στη διάθεσή του πέντε εγκληματικές ενέργειες να ερευνήσει, προκειμένου να οδηγηθεί σε μία ακριβή εικόνα για τη γεωγραφική τοποθεσία όπου ο εγκληματίας ζει και δρα.
  • Ερευνητική Ψυχολογία (Investigative Psychology): Η συγκεκριμένη προσέγγιση προέκυψε από τη γεωγραφική και χρησιμοποιεί καθιερωμένες ψυχολογικές θεωρίες και αναλυτικές μεθόδους προκειμένου να προβλέψει στοιχεία που διέπουν τη συμπεριφορά του δράστη.
  • Τυπολογική Προσέγγιση (Typological Approach): Αυτή η προσέγγιση αξιοποιεί στοιχεία από τους τόπους των εγκλημάτων προκειμένου να κατηγοριοποιήσει σε διαφορετικές τυπολογίες (με διαφορετικά χαρακτηριστικά) τους δράστες εγκληματικών ενεργειών.
  • Κλινική Προσέγγιση (Clinical Approach): Η τελευταία προσέγγιση αξιοποιεί τις θεωρίες από την ψυχιατρική και την κλινική ψυχολογία, με στόχο να βοηθήσει την έρευνα σε εκείνες τις περιπτώσεις που θεωρείται ότι ο δράστης αντιμετωπίζει ένα σοβαρό ζήτημα ψυχικής υγείας.

Τα χαρακτηριστικά του δράστη

Η εγκληματολογική έρευνα διακρίνει δύο μεγάλες εγκληματολογικές τυπολογίες που εφαρμόζονται -κυρίως σε περιπτώσεις ανθρωποκτονιών και σεξουαλικών εγκλημάτων- και οι οποίες έχουν προκύψει από τη μελέτη του τόπου του εγκλήματος και πιο συγκεκριμένα από τον τρόπο με τον οποίο ο δράστης έχει αφήσει το θύμα και τον χώρο διάπραξης του εγκλήματος. Στην πρώτη τυπολογία ανήκουν όσοι σχεδιάζουν προσεκτικά την εγκληματική τους δράση και καταστρώνουν σχολαστικά τόσο την εκτέλεση της πράξης τους όσο και τον τρόπο διαφυγής τους από τον τόπο του εγκλήματος, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί και συλληφθούν από τις αρχές.

Πρόκειται για τους χαρακτηριζόμενους «organized offenders». Στη δεύτερη τυπολογία ανήκουν οι «ανοργάνωτοι» εγκληματίες (disorganized criminals), οι οποίοι αντίθετα από τους organized, δεν σχεδιάζουν τη δράση τους, λειτουργούν πολλές φορές υπό την παρόρμηση της στιγμής και δεν λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να μην αφήσουν ίχνη στον τόπο του εγκλήματος, όπως αντίθετα προσέχουν οι organized, εξηγεί η Αγγελική Καρδαρά.

«Κάθε υπόθεση ασφαλώς έχει τα δικά της χαρακτηριστικά που πρέπει να εξετάζονται σε βάθος. Είναι σημαντική για την έρευνα η ανάλυση της εγκληματικής δράσης και συμπεριφοράς κατά την τέλεση του εγκλήματος», είπε η Αγγελική Καρδαρά.

Kαι πρόσθεσε: «Ειδικότερα, ο ερευνητής ή η ερευνήτρια θα πρέπει να εξετάσει αν ο δράστης έχει λειτουργήσει οργανωμένα ή ανοργάνωτα. Να διευκρινίσω ότι δεν αναφέρομαι στο «οργανωμένο έγκλημα» αλλά ο όρος «οργανωμένος» αφορά εδώ τη συμπεριφορά που υιοθετεί ο δράστης πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διάπραξη του εγκλήματος. Η εγκληματολογική έρευνα διακρίνει τους λεγόμενους organized και disorganized offenders (οργανωμένους και ανοργάνωτους/μη οργανωμένους παραβάτες). Στην πρώτη λοιπόν τυπολογία -των organized- ανήκουν όσοι σχεδιάζουν προσεκτικά την εγκληματική του δράστη. Καταστρώνουν με προσοχή την εκτέλεση της πράξης τους και τον τρόπο διαφυγής από το τόπο του εγκλήματος, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί και να μη συλληφθούν από τις αρχές».

«Στη δεύτερη τυπολογία ανήκουν οι μη οργανωμένοι, οι λεγόμενοι ανοργάνωτοι εγκληματίες, οι οποίοι δεν σχεδιάζουν τη δράση τους αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτουργούν υπό την παρόρμηση της στιγμής. Σε κάθε περίπτωση δεν λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να μην αφήσουν ίχνη στον τόπο του εγκλήματος, όπως προσέχουν οι οργανωμένοι. Επίσης οι ανοργάνωτοι δεν λαμβάνουν μέτρα προστασίας προκειμένου να μη γίνουν αντιληπτοί, συνεπώς οι εγκληματίες που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία αφήνουν τον τόπο του εγκλήματος στο μέτρο του εφικτού απείραχτο. Προσέχουν πολύ ώστε να μην αφήσουν ίχνη πίσω τους», εξήγησε η Αγγελική Καρδαρά.

«Τα άτομα που σχεδιάζουν προσεκτικά την εγκληματική τους δράση μπορεί να οργανώνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα το έγκλημά τους, ώστε να έχουν σίγουρη επιτυχία. Πάντα σχεδόν έχουν εναλλακτικό σχέδιο, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη και να φύγουν από τον τόπο του εγκλήματος χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Επιχειρούν να σχεδιάσουν με μεγάλη ακρίβεια τα εγκλήματά τους, συχνά μάλιστα μπορεί να παρακολουθούν το θύμα τους για μεγάλο χρονικό διάστημα», συμπλήρωσε.

«Όσον αφορά τους οργανωμένους serial killers, δύναται ακόμα και να επιλέξουν να σκοτώσουν άτομα τα οποία δεν γνωρίζουν, ώστε να μην υπάρχει κάποια σύνδεση με του ίδιους και έτσι να δυσκολευτούν οι αρχές να τους εντοπίσουν εφόσον δεν θα μπορέσουν να τους συνδέσουν με τα θύματά τους. Επίσης, οι εγκληματίες αυτού του τύπου επιθεωρούν καλά το μέρος ή γενικότερα την περιοχή στην οποία σκοπεύουν να παγιδεύσουν το θύμα τους ώστε να εξοικειωθούν με τα κατατόπια της συγκεκριμένης περιοχής και να αποκλείσουν κάθε ενδεχόμενο διαφυγής του θύματος», ανέφερε.

Γιατί ο δράστης επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος

«Μετά τη διάπραξη εγκλήματος οι δράστες καταστρέφουν προσεκτικά κάθε ίχνος που τυχόν έχουν αφήσει, ενώ στη διεθνή βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί και ακραίες περιπτώσεις, όπου για παράδειγμα ο δράστης τρίβει το θύμα με χλωρίνη, του αφαιρεί τα μαλλιά ή ακρωτηριάζει τα δάχτυλά του προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες να βρεθούν ίχνη. Επομένως, σε αυτές τις περιπτώσεις ο τόπος του εγκλήματος εμφανίζεται απολύτως «ελεγχόμενος» από τον δράστη. Επίσης έχουμε δει -και σε υποθέσεις που έχουν απασχολήσει την εγκληματολογική έρευνα στη χώρα μας- ότι ο δράστης μπορεί να επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, «βοηθώντας» τις αρχές», εξήγησε.

«Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνουν έναν διπλό σκοπό, να ενημερώνονται για την πορεία της έρευνας αλλά και να «ξαναζούν» το έγκλημά τους, βιώνοντας εκ νέου τα έντονα συναισθήματα που τους δημιούργησε η εγκληματική τους πράξη», υπογράμμισε.

Η άγρια δολοφονία στα Γλυκά νερά και η «σκηνοθεσία» του δράστη

Πριν από τρία χρόνια ένα ειδεχθές έγκλημα συγκλόνισε το πανελλήνιο όταν ο δράστης με ένα παγερό βλέμμα αναζητούσε τους δολοφόνους με βουρκωμένα μάτια και τρεμάμενη φωνή.

Ο 33χρονος πιλότος για 37 ημέρες πίστευε και προσπαθούσε να πείσει τους πάντες πως διέπραξε το «τέλειο έγκλημα» αλλά τελικά δεν τα κατάφερε.

Όπως αναφέρει η Αγγελική Καρδαρά υπήρχαν «σημάδια» που μαρτυρούσαν την ενοχή του. Στοιχεία που έδειχναν πώς μπορεί να εμπλέκεται στη δολοφονία της νεαρής συζύγου του, κινήσεις που βοήθησαν τις αρχές να προχωρήσουν στη σύλληψή του.

Η «Υπογραφή» με τη χρήση υπέρμετρης βίας σκιαγραφούσαν ένα σκληρό εγκληματικό προφίλ, ενός δράστη που δείχνει απόλυτη απαξίωση στην ανθρώπινη ζωή. Ο καθ’ομολογίαν δράστης, σύζυγος του 20χρόνου θύματος, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ανθρωποκτονία φέρεται να προσπαθούσε να παραπλανήσει τις αρχές και να αποπροσανατολίσει τις έρευνες.

«Έχουμε δει δράστες να εμφανίζονται στην τηλεόραση και να αναζητούν τα θύματά τους. Όταν διαπράχθηκε το έγκλημα στα Γλυκά Νερά είχαμε στο μυαλό μας την υπόνοια ότι μπορεί να πρόκειται για ένα έγκλημα που έχει διαπραχθεί από τον σύζυγο. Στη συγκεκριμένη υπόθεση έχουμε και σκηνοθεσία του τόπου του εγκλήματος, όπως έχει συμβεί και σε άλλες αντίστοιχες υποθέσεις διεθνώς. Ο δράστης επιφέρει αλλαγές σε στοιχεία του τόπου του εγκλήματος ώστε να καλυφθεί η δική του εγκληματική πρόθεση», ανέφερε.

«Σε ορισμένες περιπτώσεις ο δράστης επιφέρει αλλαγές σε σημαντικά στοιχεία του τόπου του εγκλήματος προκειμένου να αποπροσανατολίσει την έρευνα και να οδηγήσει τις αρχές στο να θεωρήσουν ότι πρόκειται για ένα έγκλημα που αποδίδεται σε άλλα κίνητρα. Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ο δράστης μπορεί να βάλει ακόμα και φωτιά στον τόπο του εγκλήματος για να καταστρέψει τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εξιχνίαση του εγκλήματος», εξήγησε.

Ο παρκαδόρος που έγινε «δολοφόνος κατά παραγγελία»

Μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση για τα ελληνικά εγκληματολογικά και ποινικά χρονικά είναι η υπόθεση του «παρκαδόρου κατά παραγγελία δολοφόνου», όπως χαρακτηρίστηκε στο αστυνομικό ρεπορτάζ.

«Μία υπόθεση που διερεύνησα εκτενώς στο βιβλίο μου και στο πλαίσιο της αρθρογραφίας, επιχειρώντας να αποτυπώσω το προφίλ ενός ανθρώπου που πείσθηκε να γίνει δολοφόνος. Στις 11 Ιανουαρίου του 1994 ο 40χρονος σκότωσε την επίσης 40χρονη οδοντίατρο ύστερα από δικές της επίμονες παρακλήσεις» εξηγεί η Αγγελική Καρδαρά.

Και υπογραμμίζει: «Πρόκειται για έναν δράστη που προβαίνει σ’ έναν κατά παραγγελία φόνο, χωρίς όμως προσωπικό όφελος και χωρίς οικονομικό κέρδος».

«Επρόκειτο για μια ιδιότυπη «φιλία» που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους δύο και είχε ως κατάληξη την «κατασκευή» ενός δολοφόνου. Η οδοντίατρος αναζητούσε έναν δολοφόνο για να τη βοηθήσει να απαλλαγεί από τη ζωή της, καθώς όπως η ίδια έλεγε υπέφερε εξαιτίας προσωπικών της προβλημάτων. Ο δράστης εργαζόταν σε παρκινγκ, όπου και τυχαία έγινε η γνωριμία τους, καθώς η οδοντίατρος άφηνε εκεί το αυτοκίνητό της καθημερινά για να πηγαίνει στο ιατρείο της. Η σχέση τους, από τα στοιχεία που συλλέγονται από τα ρεπορτάζ, ήταν στην αρχή τυπική, μέχρι τη στιγμή που η γυναίκα τον προσέγγισε και του πρότεινε να του φτιάξει τα δόντια», ανέφερε στο newsbomb η Αγγελική Καρδαρά.

«Εκείνος την επισκέφτηκε στο ιατρείο της και παρόλο που δεν έφτιαξε τα δόντια του, γιατί φοβόταν τους οδοντιάτρους, όχι μόνο δεν σταμάτησε να την συναντά αλλά άρχισαν να αυξάνονται οι επαφές τους και να πηγαίνουν συχνά βόλτες με το αυτοκίνητο. Η γυναίκα του είχε δηλώσει ξεκάθαρα ότι ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή της εξαιτίας προσωπικών της προβλημάτων, αλλά επειδή δεν μπορούσε μόνη της να το κάνει χρειαζόταν τη βοήθειά του. Εκείνος συνέχισε να την συναντά, θεωρώντας πως κατ’ αυτό τον τρόπο την βοηθούσε να βγάλει από το μυαλό της την αυτοκτονία και να ξεπεράσει τα προβλήματά της. Σε κάποια συνάντησή τους, του παρουσίασε ένα όπλο. Εκείνος το πήρε, όπως δήλωσε εκ των υστέρων, για να είναι σίγουρος ότι δεν θα το χρησιμοποιούσε για να αυτοκτονήσει. «Από τότε που μου έδειξε το όπλο, με το αυτοκίνητό της με έπαιρνε και με πήγαινε σε ερημικές τοποθεσίες της Κορίνθου, της Χαλκίδας, της Λαμίας και της Αττικής. Όταν φτάναμε στα ερημικά σημεία, μου ζητούσε να την σκοτώσω λέγοντάς μου ότι δεν μας έβλεπε κανένας επειδή ήταν ερημιά και νυχτερινές ώρες. Είχαμε πάει στις εν λόγω τοποθεσίες περίπου δέκα φορές».

Το χρονικό της υπόθεσης και η ποινική της εξέλιξη: Στις 11/01/1994 ο «κατά παραγγελία δολοφόνος» πυροβολεί τρεις φορές και σκοτώνει την οδοντίατρο μετά από δική της παρότρυνση. Πρόκειται για έγκλημα ανθρωποκτονίας με συναίνεση, εξαιρετικά σπάνιο τόσο στα ελληνικά όσο και στα διεθνή εγκληματολογικά χρονικά. Το Δικαστήριο δέχθηκε ανθρωποκτονία από πρόθεση, παράνομη οπλοκατοχή, οπλοφορία και οπλοχρησία κι επέβαλλε ποινή κάθειρξης 12 ετών και 9 μηνών με πλειοψηφία 4-3. Μετά την άσκηση έφεσης και σε δεύτερο βαθμό, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο τον κήρυξε και πάλι ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Τον καταδίκασε σε κάθειρξη 12 ετών και 6 μηνών, μειωμένη κατά τρεις μήνες από την πρωτόδικη απόφαση, ενώ του αναγνώρισε το ελαφρυντικό τού προτέρου εντίμου βίου.

«Επιχειρώντας να απεικονίσω το προφίλ ενός ατόμου που προβαίνει σε έναν κατά παραγγελία φόνο, χωρίς προσωπικό όφελος, στέκομαι ερευνητικά σε δύο σημεία τα οποία μου προξενούν εντύπωση. Πρώτον, στο γεγονός ότι ο δράστης πείσθηκε να δολοφονήσει το θύμα με το οποίο δεν τον ένωνε κάποιος μακροχρόνιος φιλικός δεσμός ούτε είχαν μια οικογενειακή σχέση ώστε να μην μπορεί να κοπεί ο δεσμός μεταξύ τους. Δεύτερον, το θύμα δεν αντιμετώπιζε για παράδειγμα κάποια ανίατη ασθένεια ή κάποια μη αναστρέψιμη για τη ζωή του κατάσταση. Άρα ο δράστης θα μπορούσε να σκεφτεί και να επιμείνει στη λύση της αναζήτησης ψυχιατρικής/επιστημονικής βοήθειας για να της προσφέρει ουσιαστική βοήθεια. Τελικά όμως πείθεται και διαπράττει το έγκλημα. Κατά την κρίση μου, το σοβαρότερο λάθος του −ή να το θέσω καλύτερα− η μοιραία επιλογή του ήταν ότι δεν σταμάτησε έγκαιρα τις επαφές με το θύμα. Το γεγονός ότι επισκέφτηκαν δέκα φορές τις ερημικές τοποθεσίες, μέσα στη νύχτα μάλιστα, λειτούργησε πολύ αρνητικά στην ψυχοσύνθεση του «κατά παραγγελία ανθρωποκτόνου» που άρχισε να κλονίζεται και να καλλιεργείται μέσα στην ψυχή του η άποψη ότι ενδεχομένως με τον φόνο καταφέρει να «λυτρώσει» τη γυναίκα, ότι δεν υπάρχει άλλη διέξοδος για να ξεφύγει από όλα όσα την πλήγωναν και την ταλαιπωρούσαν ψυχικά», αναφέρει η Αγγελική Καρδαρά αναλύοντας εκτενώς την υπόθεση στο βιβλίο της «Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018)».

«Οι συχνές επισκέψεις τους στις ερημικές τοποθεσίες, σε συνδυασμό με τις εξομολογήσεις του θύματος, δημιούργησαν το «σκηνικό» του εγκλήματος, προτού καν διαπραχθεί το έγκλημα, ενώ ο δράστης στη διάρκεια αυτών των νυχτερινών συναντήσεων έγινε τελικά ο πρωταγωνιστής ενός «παιχνιδιού θανάτου» από το οποίο δεν μπορούσε πλέον να βγει. Εξίσου μοιραία επιλογή του ότι κράτησε το όπλο −άρα το όργανο του εγκλήματος− το οποίο ήταν εύκολο να χρησιμοποιηθεί σε μία εύθραυστη στιγμή και των δύο», συμπληρώνει η Αγγελική Καρδαρά.

Ποια είναι η Αγγελική Καρδαρά

Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Φιλόλογος, με εξειδίκευση στη μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία. Στη διδακτορική της διατριβή, που εκπονήθηκε με Επιβλέποντα τον Καθηγητή Γιάννη Πανούση, πραγματεύεται τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας του έγκλειστου πληθυσμού, μελετώντας σε βάθος την επικοινωνία των κρατουμένων στο κλειστό και περιοριστικό πλαίσιο της φυλακής.

Είναι Εισηγήτρια-Συγγραφέας και Εκπαιδεύτρια στο Πρόγραμμα Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης (E-Learning) του Κέντρου Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι.

Είναι Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε) και από τον Φεβρουάριο του 2020 ανέλαβε και Επιστημονική Υπεύθυνη του «Crime & Media Lab» του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, που αποτελεί Ομάδα Εργασίας για το Έγκλημα και την Απεικόνισή του στα ΜΜΕ.

Η κ. Καρδαρά είναι επίσης Εκπαιδεύτρια στο Social Dynamo του Ιδρύματος Μποδοσάκη και διδάσκει ενότητες που αφορούν τις δεξιότητες έρευνας, τον στιγματιστικό λόγο και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Έχει επάρκεια και άδεια διδασκαλίας τριών ξένων γλωσσών (αγγλικών, γαλλικών, ισπανικών), αρθρογραφεί και συγγράφει.

Έχει συγγράψει τα βιβλία: Τρομοκρατία και ΜΜΕ (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Όταν η ψυχή μιλάει (εκδόσεις Υδρόγειος), Φυλακή και Γλώσσα (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη (εκδόσεις Παπαζήση), Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ των εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018): Criminal Profiling and Media (εκδόσεις Παπαζήση), Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους (εκδόσεις Παπαζήση), Έγκλημα & Γυναίκα: Επιστημονικός Λόγος και Μιντιακές Απεικονίσεις για την Εγκληματικότητα και τη Θυματοποίηση Γυναικών (εκδόσεις Παπαζήση).

Το blog της είναι: Καρδαρά Αγγελική | Ζω για να ονειρεύομαι (wordpress.com)