Πεινώντας στην Ελλάδα του 2024: «Τρομάζουν» τα στοιχεία της επισιτιστικής κρίσης

Η επικεφαλής σχετικής έρευνας για την επισιτιστική κρίση στην Ελλάδα, Τώνια Βασιλάκου, μίλησε αποκλειστικά στο Newsbomb.gr για τα αίτια, τα ανησυχητικά ευρήματα αλλά και την αξία της μεσογειακής διατροφής
Η επισιτιστική ανασφάλεια στην Ελλάδα έχει αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια
Pexels
11'

«Τι θα φάμε σήμερα;», «Δεν φτάνουν τα λεφτά για το σούπερ μάρκετ», «Το ψυγείο είναι άδειο», «Μαμά, πεινάω», «Τελείωσε μέχρι και το ρύζι». Αυτές είναι μερικές από τις εκφράσεις που ηχούν μέσα σε ελληνικά νοικοκυριά. Κι αν νομίζει κανείς πως αυτές ανήκουν σε παρελθόντα χρόνο, θα σφάλει τα μέγιστα, καθώς πρόκειται για φράσεις που λαμβάνουν χώρα… στο παρόν και δεν αφορούν μόνο σε πρόσωπα της διπλανής πόρτας.

Στην Ευρώπη του 2024 η επισιτιστική κρίση αντί να μοιάζει με κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο προς εξαφάνιση, δηλώνει βροντερά παρούσα και μάλιστα, τα στοιχεία δείχνουν πως λαμβάνει τάσεις ανοδικές και άκρως επικίνδυνες για τον μέσο πολίτη της γηραιάς ηπείρου. Την ίδια ώρα, στην Ελλάδα η εν λόγω εξακολουθεί να ταλανίζει τις οικονομικά ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, ενώ δείχνει τα κοφτερά της νύχια και στα μεσαία κοινωνικά στρώματα, δίχως παράλληλα να απέχει πολύ από τους -φαινομενικά- εύπορους πολίτες.

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοίνωσε στοιχεία για την επάρκεια τροφής, όπως προκύπτουν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC), έτους 2023, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2022.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας έτους 2023, περίπου 800.000 πολίτες της Ελλάδα πηγαίνουν για ύπνο χωρίς να έχουν τραφεί επαρκώς. Ειδικότερα, το 6,5% του πληθυσμού δήλωσε ότι αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,4% του πληθυσμού δήλωσε ότι αντιμετώπισε μόνο σοβαρή ανεπάρκεια τροφής (σύμφωνα με την παγκόσμια τυπική κλίμακα ανεπάρκειας τροφής - FIES).

Τα ποσοστά για τη μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής κατά τα προηγούμενα έτη ήταν 6,6% το 2022, 6,0% το 2021, 6,1% το 2020 και 8,0% το 2019, ενώ για τη σοβαρή ανεπάρκεια τροφής την περίοδο 2019-2022 το ποσοστό ανήλθε στο 1,5%, εκτός του έτους 2020 που ήταν 1,6%.

  • Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή, λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
  • Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.

Τα ποσοστά ανεπάρκειας τροφής

ΕΛΣΤΑΤ

Απέχει η επίτευξη του στόχου για μηδενική πείνα έως το 2030

Έρευνα του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στην οποία συμμετείχε και το Ανοιχτό Κέντρο Φροντίδας Ηλικιωμένων, του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας ανέλυσε την επισιτιστική ανασφάλεια στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο.

Οι ερευνητές διεξήγαγαν βιβλιογραφική ανασκόπηση για το μέγεθος της παγκόσμιας επισιτιστικής ανασφάλειας με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελλάδα και ανέλυσαν τους κύριους παράγοντές της, λαμβάνοντας υπόψη και την επίδραση της πανδημίας COVID-19. Σύμφωνα με τη μελέτη ο στόχος της «μηδενικής πείνας έως το 2030» δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται.

Τρομάζουν τα ποσοστά πείνας στην Ευρώπη

Περισσότεροι από 900 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως αντιμετωπίζουν σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια, με μελλοντικές προβλέψεις να δείχνουν αυξητικές τάσεις. Εντός της Ευρώπης, τα ποσοστά επικράτησης της επισιτιστικής ανασφάλειας κυμαίνονται από 3,1% έως πάνω από 20% με τα υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στις χώρες της ανατολικής και νότιας Ευρώπης.

Η πείνα στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα επικρατεί μέτρια έως σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια, που κυμαίνεται μεταξύ 6,6% και 8% για την περίοδο 2019-2022. Αυτό το στοιχείο απαιτεί δράση, με πρωταρχική έμφαση στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς (δηλ. παιδιά, πρόσφυγες και κοινωνικοοικονομικά υποβαθμισμένα άτομα). Στη μελέτη γίνεται αναφορά και στην οικονομική κρίση του 2015 στην Ελλάδα όπου περισσότεροι από 1,4 εκατομμύρια άνθρωποι εκτιμάται ότι αντιμετώπισαν επισιτιστική ανασφάλεια, που αντιστοιχεί στο 12,9% του πληθυσμού της χώρας.

Η μέτρια/σοβαρή επικράτηση της επισιτιστικής ανασφάλειας εμφανίζεται ελαφρώς υψηλότερη κατά την περίοδο 2014–2018, που υπολογίζεται σε 14,5%. Το 2019, η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανέφερε ότι το 8% του ελληνικού πληθυσμού αντιμετώπιζε μέτρια ή σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια, με το 1,5% του πληθυσμού να αντιμετωπίζει σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια. Παρόμοια ποσοστά επικράτησης καταγράφηκαν το 2022, όταν το 6,6% του πληθυσμού αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια και το 1,5% σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης (SILC) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής το 2020

  • το 13,2% του πληθυσμού ανησυχούσε ότι δεν είχε αρκετό φαγητό για να καλύψει τις ανάγκες του,
  • το 12,8% δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει μια υγιεινή και θρεπτική διατροφή,
  • 14,1 % του πληθυσμού κατανάλωνε μόνο συγκεκριμένες ομάδες τροφίμων,
  • το 6,2% αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα,
  • το 6,6% κατανάλωνε λιγότερη τροφή από ό,τι πίστευε ότι ήταν απαραίτητο για τις ανάγκες του,
  • το 2,7% των νοικοκυριών παρουσίασε χαμηλή τροφική επάρκεια, το 3,0% του πληθυσμού ήταν πεινούσε αλλά δεν έτρωγε και
  • το 2,2% δεν κατανάλωνε τρόφιμα κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης ημέρα.

Κατά την περίοδο 2014–2018, η Ελλάδα ανέφερε τον υψηλότερο επιπολασμό μέτριας/σοβαρής επισιτιστικής ανασφάλειας (12,2%) σε άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω μεταξύ 34 χωρών υψηλού εισοδήματος. Συγκεκριμένα, μια συγχρονική μελέτη που διεξήχθη στη Βόρεια Ελλάδα το 2017 με επίκεντρο τους ηλικιωμένους αποκάλυψε ότι το 69% του πληθυσμού της μελέτης αντιμετώπιζε κάποιο βαθμό επισιτιστικής ανασφάλειας, ενώ βρήκε θετική σχέση μεταξύ επισιτιστικής ανασφάλειας και χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, μειωμένου μηνιαίου εισοδήματος και χαμηλή τήρηση της μεσογειακής διατροφής.

Επιπλέον, σε μια δεύτερη μελέτη από την Ελλάδα που διεξήχθη το 2019, ο επιπολασμός της επισιτιστικής ανασφάλειας των ηλικιωμένων συμμετεχόντων έφτασε το 50,4%, με τους άνδρες και τους ηλικιωμένους να υποσιτίζονται ή να διατρέχουν κίνδυνο υποσιτισμού να παρουσιάζουν υψηλότερες πιθανότητες επισιτιστικής ανασφάλειας.

Επίσης, μια άλλη μελέτη που διεξήχθη στην Ελλάδα το 2019 έδειξε ότι, σχεδόν μια δεκαετία μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, ένα αξιοσημείωτο και ανησυχητικό ποσοστό ενηλίκων συμμετεχόντων σε μια πρωτοβουλία επισιτιστικής βοήθειας εξακολουθούσε να υποφέρει από ελλείψεις πρωτεϊνών και ενέργειας.

Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην επισιτιστική ανασφάλεια και την παχυσαρκία

Η επισιτιστική ανασφάλεια επιδεινώνεται ταυτόχρονα με την υπερπαραγωγή τροφίμων και τη μαζική απώλεια και σπατάλη τροφίμων. Και τα δύο διέπονται από την τάση του υπάρχοντος συστήματος να παρέχει συνεχή υπερπροσφορά τροφίμων στις δυτικές αγορές για να υποστηρίξει την υπερκατανάλωση. Ενδεικτικά στην ΕΕ, το 2021 δημιουργήθηκαν περίπου 131 κιλά απορριμμάτων τροφίμων ανά άτομο.

Μια επιπλέον ανησυχία για την υγεία είναι η συσχέτιση της επισιτιστικής ανασφάλειας με την παχυσαρκία τόσο μεταξύ των παιδιών όσο και των ενηλίκων. Αν και η τροφική ανασφάλεια δεν είναι η γενεσιουργός αιτία της παχυσαρκίας, η πρόσληψη μη θρεπτικών, ενεργειακά πυκνών και χαμηλού κόστους τροφών σε συνδυασμό με το άγχος που σχετίζεται με την επισιτιστική ανασφάλεια και τις κατάντη φυσιολογικές προσαρμογές (όπως το χαμηλό βάρος γέννησης και η καθυστέρηση στα παιδιά) σχετίζονται με η εμφάνιση παχυσαρκίας αργότερα στη ζωή.

Συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα ξοδεύουν λιγότερα σε τρόφιμα και τείνουν προς γεύματα χαμηλού κόστους που παρέχουν υψηλές ποσότητες ζάχαρης, κορεσμένων λιπαρών και νατρίου. Επιπλέον, πολλά τρόφιμα που θεωρούνται υγιεινά (φρούτα, λαχανικά, ψάρια) έχουν υψηλό κόστος, γεγονός που τα καθιστά λιγότερο προσιτά.

Τα αίτια της επισιτιστικής κρίσης στην Ελλάδα

Η Τώνια Βασιλάκου, καθηγήτρια Διατροφής Ειδικών Πληθυσμιακών Ομάδων και Δημόσιας Υγείας του τμήματος Πολιτικών Δημόσιας Υγείας στο πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, επικεφαλής της έρευνας, μίλησε αποκλειστικά στο Newsbomb.gr αναφορικά με τα αίτια της επισιτιστικής κρίσης στην Ελλάδα, την πορεία της σε βάθος χρόνου αλλά και τη «σύνδεση» με την κλιματική αλλαγή.

Σύμφωνα με την κ. Βασιλάκου «τα κύρια αίτια της επισιτιστικής ανασφάλειας στη χώρα μας αφορούν στο διαθέσιμο εισόδημα του πληθυσμού, το οποίο πλήττεται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως αυτές της οικονομικής κρίσης που βιώσαμε τα προηγούμενα χρόνια και σε περιπτώσεις υψηλού πληθωρισμού, καθώς και στην ευαλωτότητα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων όπως πχ των μεταναστών, των προσφύγων, των παιδιών, των ηλικιωμένων, κλπ».

Η πορεία της επισιτιστικής ανασφάλειας σε μέλλοντα χρόνο

Ερωτηθείσα αν σε βάθος χρόνου δεκαετίας η επισιτιστική κρίση θα έχει βελτιωθεί ή θα έχει «βαθύνει» περισσότερο, η κ. Βασιλάκου απάντησε πως «το 2015 στην Ελλάδα περισσότεροι από 1,4 εκατομμύρια άνθρωποι εκτιμάται ότι αντιμετώπισαν επισιτιστική ανασφάλεια, ποσοστό που αντιστοιχούσε στο 12,9% του πληθυσμού της χώρας.

»Ο επιπολασμός της μέτριας/σοβαρής επισιτιστικής ανασφάλειας ήταν υψηλότερος κατά την περίοδο 2014–2018, όταν υπολογίστηκε στο 14,5%.Στην Ελλάδα την περίοδο 2019-2022 το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετώπιζε μέτρια έως σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια κυμαινόταν μεταξύ 6,6% και 8%.

»Συγκεκριμένα, το 2019 η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανέφερε ότι το 8% του ελληνικού πληθυσμού αντιμετώπιζε μέτρια ή σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια, με το 1,5% του πληθυσμού να αντιμετωπίζει σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια. Παρόμοια ποσοστά καταγράφηκαν το 2022, όταν το 6,6% του πληθυσμού αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια και το 1,5% σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια.

»Επομένως, φαίνεται ότι η οικονομική ανασφάλεια στη χώρα μας αυξήθηκε πολύ την περίοδο της οικονομικής κρίσης και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μείωση του ποσοστού των ατόμων που υποφέρουν από μέτρια ή σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια. Ωστόσο απαιτείται εγρήγορση για τις πιθανές επιπτώσεις του πληθωρισμού τροφίμων, ιδιαίτερα στις πιο ευπαθείς ομάδες».

Συστάσεις στους Έλληνες πολίτες

Στη συνέχεια, η κ. Βασιλάκου ανέφερε πως «η πρόληψη της επισιτιστικής ανασφάλειας σε περιπτώσεις ξαφνικών και ακραίων γεγονότων είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ωστόσο υπάρχουν κάποια μέτρα και πολιτικές που μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο επισιτιστικής ανασφάλειας μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

»Είναι σημαντικό να γίνουμε υπεύθυνοι καταναλωτές και να μειώσουμε την σπατάλη των τροφίμων. Να βελτιωθεί η εκπαίδευση, η γνώση και οι δεξιότητες των ατόμων (εγγραμματοσύνη της διατροφής) σχετικά με την υγιεινή και βιώσιμη διατροφή, την επισιτιστική ασφάλεια, τα χαρακτηριστικά της. Θα πρέπει ειδικά τα παιδιά και οι νέοι να μαθαίνουν από πολύ νωρίς τα οφέλη της υγιεινής διατροφής τόσο για την υγεία όσο και για το περιβάλλον και να εκπαιδεύονται ώστε να κάνουν τις κατάλληλες διατροφικές επιλογές.

»Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αντιληφθούμε όλοι ότι η παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα υγιεινότερα διατροφικά πρότυπα, και την οποία οι Έλληνες εγκαταλείπουν σταδιακά, κυρίως οι νέοι, προστατεύει όχι μόνο την υγεία μας αλλά και το περιβάλλον μέσω της μικρότερης επιβάρυνσης των περιβαλλοντικών πόρων και της διατήρησης της βιοποικιλότητας, και την τοπική οικονομία».

Η «σύνδεση» με την κλιματική αλλαγή

Σύμφωνα με την κ. Βασιλάκου «προς το παρόν η κλιματική κρίση δεν φαίνεται να είναι η βασική αιτία της επισιτιστικής ανασφάλειας στη χώρα μας. Ωστόσο, το γεγονός ότι ακραία καιρικά φαινόμενα ή/και άλλες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης συμβαίνουν και θα συμβαίνουν στο μέλλον ολοένα και συχνότερα είναι ανησυχητικό και αναμένεται να επιβαρύνουν την επισιτιστική ανασφάλεια παγκοσμίως.

»Οι πλημμύρες, οι πυρκαγιές, η λειψυδρία, οι υψηλές θερμοκρασίες αναμφίβολα επηρεάζουν την παραγωγή και κατ' επέκταση τη διαθεσιμότητα των τροφίμων και τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, περιορίζοντας τη δυνατότητα επαρκούς πρόσβασης σε αυτά, κυρίως στις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού και στους ανθρώπους που ζουν στις πληττόμενες περιοχές».

Σχετικές ειδήσεις