Καιγόμαστε κάθε χρόνο λόγω «εμμονής» - Νέο μοντέλο διαχείρισης πυρκαγιών προτείνουν οι ειδικοί

«Δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα του σήμερα με τον τρόπο σκέψης που είχαμε όταν τα δημιουργούσαμε». Τάδε έφη ο Αινστάιν, κάποτε, αλλά ειδικά στο θέμα της δασοπυρόσβεσης και της διαχείρισης των πυρκαγιών, φαίνεται ότι ελάχιστοι τον… ακούνε, με αποτέλεσμα να έχουμε αυτά τα καταστροφικά αποτελέσματα, σχεδόν κάθε χρόνο πια…
7'

Κάθε πέρσι… και καλύτερα, έχει καταντήσει η κατάσταση με τις πυρκαγιές στη χώρα μας, όπως αποδεικνύεται από το θηριώδες μέγεθος των καμένων εκτάσεων, τις καταστροφές του φυσικού κεφαλαίου της χώρας μας, αλλά και τις περιουσίες των ανθρώπων που γίνονται στάχτη.

Παρά την αναδιοργάνωση της Πολιτικής Προστασίας και την ενίσχυση των μέσων πυρόσβεσης, όσο και με τις προόδους, μεγάλες ή μικρές, που έχουν επιτευχθεί σε κάποιους τομείς, στο τέλος του καλοκαιριού, αυτό που μετράει, είναι η αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού να προστατέψει επαρκώς τα δάση μας, όσο και τις πόλεις μας. Η κλιματική κρίση που δυσχεραίνει την κατάσταση, προκαλώντας συχνότερες και πιο έντονες μέγα-πυρκαγιές, ωστόσο, αντί να αποτελεί δικαιολογία… αδυναμίας, θα έπρεπε να αποτελεί το έναυσμα για δραστική αλλαγή στο μοντέλο που ακολουθούμε μέχρι τώρα.

Διότι, σύμφωνα με τους ειδικούς, λύσεις υπάρχουν, αρκεί, , να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο, ο οποίος έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικός.

Ειδικοί, με εμπειρία δεκαετιών και γνώστες των επιτυχημένων μοντέλων του εξωτερικού, εξηγούν στο Newsbomb.gr ότι όσο εμμένουμε στις ίδιες αποτυχημένες εκ του αποτελέσματος λύσεις, τόσο, και χειρότερα, θα καιγόμαστε κάθε καλοκαίρι. Οι αλλαγές που προτείνουν, δε, όχι μόνο δεν κοστίζουν περισσότερο από το μοντέλο με έμφαση στην καταστολή, που ακολουθούμε τώρα, αλλά ουσιαστικά αποτελούν και ευκαιρία εξοικονόμησης εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό! Αρκεί, φυσικά, να υπάρχει βούληση, αλλά και τόλμη για κάτι τέτοιο…

Ένας από τους επιστήμονες που πρότειναν τη ριζική αλλαγή μοντέλου διαχείρισης πυρκαγιών στον πρωθυπουργό, ήταν ο Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλος, Δασολόγος, διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, μέλος της Επιτροπής Γκολντάμερ. Δεν έγινε κάτι από τότε, ωστόσο…

«Καταρχάς», λέει ο ίδιος στο Newsbomb.gr «δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για ζήτημα πολιτικής προστασίας. Είναι θέμα διαχείρισης πάνω από όλα! Αλλά οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν το ζήτημα των πυρκαγιών σαν… business, που όλα λύνονται με τις κατάλληλες εργολαβίες. Με προσθήκη νέων εναέριων μέσων ή και πυροσβεστικών οχημάτων και περιμένουμε ότι κάτι θα αλλάξει. Οι λύσεις όμως δεν είναι τόσο απλές»…

«Θα έπρεπε να υπάρχει ένας ανεξάρτητος μηχανισμός που να κάνει αποτίμηση των λαθών και διόρθωσή τους, να κρίνει την αποτελεσματικότητα και να εφαρμόζει την επιστημονική γνώση», εξηγεί.

Αντί για αυτό, όπως επισημαίνει ο δασολόγος, βασιζόμαστε υπερβολικά στα εναέρια μέσα και μόνο για αυτά γίνεται λόγος – στην ουσία όμως, και στις πιο δύσκολες πυρκαγιές, η φωτιά δεν σβήνει μόνο από τις ρίψεις. «Δεν θα αλλάξει κάτι ουσιαστικό ούτε με 100 εναέρια μέσα ακόμα – πάλι θα μας λένε μετά ότι ξέφυγε η φωτιά, κι αυτό διότι υπάρχουν συνθήκες που πολύ απλά η φωτιά δεν σβήνει με αυτόν τον τρόπο», εξηγεί.

Ακόμα ένα πρόβλημα είναι το ότι που επιτρέπει τις ριζικές αλλαγές που απαιτούνται είναι ότι «αυτοί που κάνουν κριτική του έργου τους, όπως στην πρόσφατη πυρκαγιά του Βαρνάβα, είναι και οι… κρινόμενοι, που συνήθως τα βρίσκουν όλα καλά. Επίσης, στα κανάλια μιλάνε ως ειδικοί, στελέχη της πολιτικής προστασίας που δεν έχουν ιδέα από δάσος και δασοπυρόσβεση και λένε πράγματα που δεν ισχύουν».

«Ήρθε επιτέλους η ώρα», λέει ο επιστήμονας που επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα 15 χρόνια τώρα, «να διεισδύσουμε σε βάθος στο πρόβλημα και όχι να ακολουθούμε το επαναλαμβανόμενο μοτίβο λαθών με έμφαση στην καταστολή και πλέον και στις… εύκολες εκκενώσεις, που επίσης δημιουργούν προβλήματα κι είναι και η αιτία που καίγονται πολλά σπίτια».

Η λύση, δεν είναι άλλη από την έμφαση στην πρόληψη, και όχι στην καταστολή, και στην ολιστική διαχείριση των δασών, σε όλη τη διάρκεια του έτους και όχι μόνο κατά την αντιπυρική περίοδο, ή λίγο πριν.

«Πρέπει να υπάρχει ένας υπεύθυνος δασολόγος σε κάθε περιοχή που θα ασχολείται, μαζί με εξειδικευμένο προσωπικό, όλο τον χρόνο, με αυτό το ζήτημα. Δηλαδή με όλες τις παραμέτρους, την αντιπυρική αποκατάσταση, τη χαρτογράφηση των αναδασώσεων, την εκπαίδευση εθελοντών και κατοίκων, τους καθαρισμούς… Οι πυροσβέστες, διότι αυτός είναι ο ρόλος τους, ασχολούνται μόνο όταν εμφανίζεται το πρόβλημα», καταλήγει.

«Με 200 εκατ. ευρώ θα σώζαμε τα δάση – Σήμερα δίνουμε ένα δις. και καιγόμαστε»

Στην πλήρη αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης των πυρκαγιών, πιστεύει και ο Δρ. Ελευθέριος Σταματόπουλος, Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος, ειδικευμένος στην Διαχείριση Οικοσυστημάτων, ο οποίος μιλώντας στο Newsbomb.gr, ζητεί ουσιαστικά την επιστροφή στα επιτυχημένα παραδείγματα του παρελθόντος, ώστε να επιλύσουμε τα προβλήματα του σήμερα.

Κατά τον ίδιο, το πρόβλημα ξεκινάει από το 1998, που ήταν η χρονιά που η δασοπυρόσβεση πέρασε από τους καθ’ ύλην αρμόδιους, τα δασαρχεία, στους εκπαιδευμένους για κατασβέσεις στον αστικό ιστό, πυροσβέστες.

«Το 1998 έγινε το μεγάλο λάθος, το θέμα είναι να διορθωθεί. Να έχει διακριτό ρόλο η δασική υπηρεσία, για την πρώτη πλήξη, τα πυροφυλάκια, την κύρια πλήξη μέσα στα δάση, και την πλήρη διαχείριση. Αυτό φυσικά απαιτεί και νομοθετικές αλλαγές.

Τότε, είχαμε 6.000 πυροσβέστες και 6.000 άτομα στη δασική υπηρεσία και μόνο 16 εναέρια μέσα. Σε οχήματα, η πυροσβεστική είχε 1.000 και η δασική υπηρεσία 400. Σήμερα έχουμε 17.700 άτομα στην πυροσβεστική και 3.000 στη δασική υπηρεσία. Δηλαδή 21.000 άτομα προσωπικό συνολικά και 89 εναέρια μέσα, αλλά τα αποτελέσματα είναι πολύ χειρότερα από τότε», περιγράφει.

Ως εκ τούτου, «καιγόμαστε, γιατί δεν έχουμε αξιόπιστο σύστημα δασοπυρόσβεσης. Τα τελευταία χρόνια η πυροσβεστική δεν κάνει ουσιαστική κατάσβεση στα δάση. Οι πυροσβέστες δεν ξέρουν πώς να μπουν, πώς να βγουν, που υπάρχει νερό και που όχι, που να στηθούν για την πρώτη πλήξη ή την κύρια πλήξη. Δεν γνωρίζουν επίσης πώς να δημιουργήσουν αντιπυρικές λωρίδες. Από το 1998 όλα τα χρήματα δίνονται στην καταστολή και όχι στη διαχείριση, που περιλαμβάνει τις ουσιαστικές ενέργειες πρόληψης», επισημαίνει.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα πολλά χιλιόμετρα δασικών δρόμων, που υπάρχουν και στη Δαδιά που κάηκε πέρσι και στην Πεντέλη που ξανακάηκε φέτος, αλλά δεν αξιοποιήθηκαν για την κατάσβεση και τη δημιουργία αντιπυρικών ζωνών. «Κι αυτό διότι οι πυροσβέστες ουσιαστικά δεν επιχειρούν μέσα στα δάση, εκεί που πρέπει να σβήσει η φωτιά», επαναλαμβάνει.

Αυτό που πρέπει να γίνει, κατά τον δασολόγο, είναι η αναδιοργάνωση της δασικής υπηρεσίας σε όλα τα επίπεδα.

Τα δασαρχεία, με επαρκές επιστημονικό προσωπικό, θα μπορούν να προβαίνουν στους αναγκαίους καθαρισμούς, στη δημιουργία ταμιευτήρων, στη συντήρηση των δρόμων και των υποδομών. Επίσης, θα μπορούσαν να εκπονούν σενάρια πυρκαγιάς για κάθε περίπτωση και συνθήκη, ώστε να δημιουργηθούν και τα κατάλληλα πρωτόκολλα αντίδρασης, σε περίπτωση πυρκαγιάς, τόσο για τις πρώτες πλήξεις, όσο και για τη συνέχεια, εφόσον δημιουργηθεί μέτωπο.

«Ένα τοπικό φαινόμενο δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο από κεντρικούς φορείς – χρειάζεται περιφερειακή οργάνωση που δεν υπάρχει», υπογραμμίζει.

Όπως επισημαίνει, η αναδιοργάνωση και η λειτουργία των δασαρχείων με αυτόν τον τρόπο, θα έφερνε το απαιτούμενο αποτέλεσμα και όλο αυτό θα κόστιζε περίπου 200 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο – πολύ λιγότερο από το ένα δισεκατομμύριο ευρώ που δίνουμε τώρα για δράσεις καταστολής της φωτιάς, και χωρίς φυσικά το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Η σωστή διαχείριση, δε, θα έφερνε και κέρδη, από τις ήπιες δασικές δραστηριότητες, καθώς και όφελος για τις τοπικές κοινωνίες.

Τα δασαρχεία, συνεχίζει ο δασολόγος, θα μπορούσαν να στελεχωθούν άμεσα από τους 1.000 δασοκομάντος που έχουν συμβάσεις περιορισμένου χρόνου σήμερα, όσο και από τους 1.500 εποχικούς πυροσβέστες. Με την προσθήκη των 500 ατόμων επιστημονικό προσωπικό, που ήδη έχει προβλεφθεί.

«Για κάποιον λόγο όμως συνεχίζουμε να προσθέτουμε μόνο τα πανάκριβα εναέρια μέσα, με συμβάσεις ιδιωτικών εταιρειών. Με τη σωστή διαχείριση, θα χρειάζονταν πολύ λιγότερα χρήματα και θα είχαμε πραγματικά αποτελέσματα», καταλήγει με νόημα…