«Χορός» των Ρίχτερ τις επόμενες μέρες στην περιοχή της Χαλκιδικής - Τα αχαρτογράφητα ρήγματα
Η εκτίμηση του καθηγητή σεισμολογίας του ΑΠΘ, Κώστα Παπαζάχου, για έντονη μετασεισμική δραστηριότητα στη Χαλκιδική, μετά τον χθεσινό (03/11) μεγάλο σεισμό των 5,2 Ρίχτερ. Τα αχαρτογράφητα ρήγματα στη Βόρεια Ελλάδα που προκαλούν τρόμο.
Δεκάδες δονήσεις, οι οποίες κυμάνθηκαν από 1,9 έως 3,2 της κλίμακας Ρίχτερ κατεγράφησαν στα Νέα Μουδανιά και την Κασσάνδρεια, μετά τον εντονότατο σεισμό που σημειώθηκε εχθές το απόγευμα (03/11) στη Χαλκιδική, μεγέθους 5,2 Ρίχτερ.
Ο καθηγητής σεισμολογίας του ΑΠΘ, Κώστας Παπαζάχος, ανέφερε ότι θα ακολουθήσει μετασεισμική δραστηριότητα, τονίζοντας όμως ότι η περιοχή δεν έχει ιστορικό σε σοβαρούς σεισμούς.
«Ο σεισμός έχει μέγεθος 5,2 Ρίχτερ, έγινε αισθητός σε όλη την περιοχή της Χαλκιδικής και στη Θεσσαλονίκη. Ακολουθήθηκε από αρκετούς μετασεισμούς, τουλάχιστον δύο από αυτούς έχουν μέγεθος 4,3 Ρίχτερ οι οποίοι έχουν γίνει σίγουρα αισθητοί στην περιοχή και πάρα πολλοί μικρότεροι μετασεισμοί.
Είχαν προηγηθεί κάποιοι μικροί προσεισμοί στις 31 Οκτωβρίου. Συνεπώς, έχουμε μία μικροακολουθία με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά. Η σεισμική ακολουθία μετά τον σεισμό θα είναι πλούσια και θα έχουμε και τις επόμενες μέρες.
Η περιοχή είναι χαμηλής σεισμικότητας, χωρίς ιστορικά στοιχεία. Θα είναι μεγάλη έκπληξη αν δούμε κάποιον ισχυρό σεισμό. Δεν θα είναι έκπληξη αν το 5,2 είναι ο κύριος σεισμός. Υπάρχουν ρήγματα νοτιότερα, αλλά όχι στο συγκεκριμένο σημείο.
Το πλέον ανησυχητικό στην περιοχή είναι ότι οι κάτοικοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τους σεισμούς, θα πρέπει λίγο να προετοιμασθούν γιατί οι επόμενες δύο εβδομάδες θα έχουν κάποιες δυσκολίες, με αρκετούς μετασεισμούς που θα αναστατώσουν λίγο τη ζωή τους. Έτσι είναι οι μετασεισμικές ακολουθίες. Ο σεισμός έγινε αισθητός σε όλη τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, μέχρι τις ακτές της Πιερίας και την περιοχή του Κιλκίς».
Τα αχαρτογράφητα ρήγματα στη Βόρεια Ελλάδα που προκαλούν τρόμο
Ρήγματα τα οποία δεν ήταν χαρτογραφημένα, αλλά και περιοχές στη Βόρεια Ελλάδα, όπως μία μεγάλη ρηξιγενής ζώνη μεταξύ Καβάλας – Ξάνθης – Κομοτηνής, οι οποίες δεν συνδέονται με κάποιον μεγάλο σεισμό, αποτύπωσε γεωλογική έρευνα στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής μελέτης για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου TAP, το μακρινό 2018.
Παράλληλα, γνωστά και μελετημένα ενεργά ρήγματα κοντά στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, όπως αυτό του Ανθεμούντα, κρίνεται αναγκαίο να μελετηθούν περαιτέρω με εξειδικευμένες μεθόδους ως προς τα σεισμοτεκτονικά χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά τους, ώστε να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις τους στην ανθεκτικότητα έργων υποδομής, δικτύων και κτιρίων του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος.
«Οι χάρτες κλίμακας 1:5.000 για τον TAP έδειξαν άγνωστα ρήγματα»
Στην Ελλάδα, οι επίσημοι χάρτες των ρηγμάτων είναι αυτοί του ΙΓΜΕ. Κυριότερο πρόβλημα των γεωλογικών χαρτών στην Ελλάδα είναι η κλίμακα, που δεν δίνει ακριβώς τη θέση του ρήγματος, ενώ ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι επειδή οι χάρτες έχουν γίνει σε διαφορετικές περιόδους, με διαφορετικές ερμηνείες, πολλοί από αυτούς δεν δείχνουν ρήγματα τα οποία υπάρχουν –για παράδειγμα στη Σαμοθράκη, αλλά και πάρα πολλά άλλα ρήγματα στην Ελλάδα– και το τρίτο πρόβλημα είναι ότι επειδή γίνονται από διαφορετικούς ανθρώπους υπάρχουν και διαφορετικές ερμηνείες. Για αυτόν τον λόγο, κρίνεται αναγκαία για τη χώρα «μία γεωλογική χαρτογράφηση μεγάλης κλίμακας, σύμφωνα με ειδικούς.
Σε ό,τι αφορά τον TAP από την κοινοπραξία ζητήθηκε μία εκτίμηση της επικινδυνότητας των ρηγμάτων, που τέμνουν τον αγωγό σε ακτίνα σεισμικής απόκλισης 200 + 200 χιλιόμετρων και χρησιμοποιήθηκαν όλα τα υπάρχοντα δεδομένα «αυτά που ήταν δημοσιευμένα, όπως και αυτά που δεν ήταν δημοσιευμένα, αλλά είχαμε πρόσβαση, π.χ. σεισμικές τομές που έχουν γίνει για υδρογονάνθρακες, αντίστοιχες γεωλογικές τομές κ.ά..
Στο πλαίσιο της μελέτης των ρηγμάτων με τους γεωλογικούς χάρτες κλίμακας 1:50.000, διαπιστώθηκε ότι τα χαρτογραφημένα ρήγματα στον ελληνικό χώρο είναι εκατοντάδες και ανάλογα με τον τρόπο χαρτογράφησης και ανάλογα με το πώς ερμηνεύει κανείς τα δεδομένα, μπορεί να οδηγηθεί σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, πολλά μικρά ρήγματα χαρτογραφημένα, τα οποία δεν μας είναι χρήσιμα. Το πρόβλημα είναι ότι και οι γεωλογικοί χάρτες και η αποτύπωση των ρηγμάτων ήταν πολύ απλοποιημένα.
Η γεωλογική χαρτογράφηση έδειξε πολλά ρήγματα που τέμνουν τον αγωγό και περιοχές που πιθανώς να ήταν προβληματικές για την κατασκευή του. Για τη Βόρεια Ελλάδα, μελετήθηκε μία μεγάλη ρηξιγενής ζώνη μεταξύ Καβάλας – Ξάνθης – Κομοτηνής, στην οποία έχουμε το πρόβλημα ότι δεν συνδέεται σίγουρα με κάποιον μεγάλο σεισμό, όμως τα γεωλογικά, τα γεωμορφολογικά στοιχεία και όλες οι ενδείξεις μάς κάνουν να ανησυχούμε.
Στον ελλαδικό χώρο για μεγάλους σεισμούς περιμένουμε να είναι γύρω στο 1 – 1,5 μέτρο το μέγιστο, όταν έχουμε πολύ ισχυρούς σεισμούς στον ηπειρωτικό χώρο». Για κάθε ρήγμα κατά μήκος του αγωγού εκτιμήθηκαν όλα τα σεισμοτεκτονικά δεδομένα, υπολογίστηκε το μήκος του, το πλάτος της ζώνης, η γωνία κλίσης του, η ολίσθησή του, έτσι ώστε να συναχθούν συμπεράσματα για τη συνολική εικόνα και τον σεισμό που μπορεί να δώσει το καθένα.
Τα ενεργά ρήγματα της Θεσσαλονίκης
Το ρήγμα του Ανθεμούντα, όπως και το ρήγμα Πυλαίας – Πανοράματος (Βούλγαρη) είναι εκείνα όπου μία γεωλογική – γεωφυσική έρευνα για την περαιτέρω μελέτη τους κρίνεται επιτακτική.
Το ρήγμα του Ανθεμούντα είναι το πλέον σημαντικό ενεργό ρήγμα κοντά στην πόλη, που πιθανά συνδέεται με τον σεισμό του 1677 στα Βασιλικά, με εκτιμώμενο μέγεθος 6.2 Ρίχτερ. Στην πραγματικότητα είναι μία ομάδα μικρών ρηγμάτων, με τρία κύρια τμήματα, συνολικού μήκους 32 χιλιομέτρων. Πρόκειται για ρήγμα, το οποίο διέρχεται από δομημένες περιοχές, στις οποίες τα τελευταία χρόνια επεκτείνεται η πόλη της Θεσσαλονίκης, όπως είναι ο Δήμος Θερμαϊκού, στον οποίο πρόσφατα εμφάνισε φαινόμενα «ερπυσμού».
Με γεωλογική τομή στην περιοχή του Γαλαρινού έγινε απόπειρα να προσδιοριστεί ποια κομμάτια του ρήγματος Ανθεμούντα μπορεί να ενεργοποιηθούν μεμονωμένα. Επίσης, στο πλαίσιο της μελέτης για τις ζημιές από την καθίζηση –λόγω υπεράντλησης νερού– κατά μήκος του κυρίως δρόμου που χωρίζει την Άνω και Κάτω Περαία, παρατηρήθηκαν μετατοπίσεις στο ρήγμα, οι οποίες δραστηριοποιήθηκαν από το φαινόμενο της ρευστοποίησης, το οποίο παρατηρείται και στον Κελάριο Κόλπο. Ως αναγκαίες εκτιμώνται και υποθαλάσσιες έρευνες στον κόλπο του Θερμαϊκού, καθώς το ίδιο ρήγμα συνεχίζει μέχρι το Αιγίνιο.
Το ρήγμα Πυλαίας – Πανοράματος στον νεοτεκτονικό χάρτη του ΟΑΣΠ εκτιμήθηκε ως μία σχετικά μικρή γεωλογική δομή, όμως μετά τις έρευνες για την κατασκευή του Μετρό διαπιστώθηκε η προέκτασή του προς την οδό Βούλγαρη και το συνολικό του μήκος υπολογίστηκε σε 10 χιλιόμετρα. Παράλληλα δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ο σεισμός του 1759 με μέγεθος 6.5 να συνδέεται με αυτό το ρήγμα.
Το ρήγμα του Ασβεστοχωρίου, λόγω του προσανατολισμού του και της κατευθυντικότητάς του – βορειοδυτικά – δεν κατατάσσεται στα ενεργά και επικίνδυνα ρήγματα, παρόλο που συνδέεται με μικροσεισμικότητα, ενώ το ρήγμα της Ευκαρπίας έχει μικρό μήκος, χωρίς γεωμορφολογικές ενδείξεις ενεργότητας. Σημειώνεται, ωστόσο, πως και τα δύο διασχίζουν κατοικημένες περιοχές και προάστια της πόλης της Θεσσαλονίκης.
Τα ακίνδυνα ενεργά και τα επικίνδυνα πιθανά ρήγματα
Οι γεωλόγοι επισημαίνουν ότι οι σεισμολόγοι και μηχανικοί μελετούν βασικώς τα δεδομένα για τα ρήγματα που ενεργοποιήθηκαν από πρόσφατους σεισμούς, όμως αυτά μπορεί να καθίστανται πλέον ανενεργά, σε αντίθεση με άλλα που δεν έχουν δώσει σεισμούς εδώ και πάρα πολλά χρόνια και είναι πιθανότερο να ενεργοποιηθούν.
Στην κατεύθυνση να συναχθούν ασφαλέστερα συμπεράσματα ως προς την επαναληψιμότητα της ενεργοποίησης των ρηγμάτων και την εκτίμηση της επικινδυνότητας συμβάλλει η Παλαιοσεισμολογική επιστήμη.
Ενεργά ρήγματα στη Θράκη
Μεταξύ των πιθανών σεισμικών πηγών της Θράκη σημαντικότερο είναι το ρήγμα Ξάνθης – Κομοτηνής, που οριοθετεί τον ορεινό όγκο της Ροδόπης με την πεδιάδα της Κομοτηνής, όπως επίσης το ρήγμα Σαππών και ιδιαίτερα το παράκτιο ρήγμα Μαρώνειας – Μάκρης, το οποίο ανατολικότερα φτάνει μέχρι την Αλεξανδρούπολη, αλλά και το μεγάλο ρήγμα της τάφρου του βορείου Αιγαίου, νότια της Σαμοθράκης, που αποτελεί μία από τις πλέον ενεργές περιοχές του Ελλαδικού χώρου.
Τα ρήγματα Λουτρών και του βόρειου Έβρου, τα οποία δεν έχουν μελετηθεί ικανοποιητικά, αποτελούν εν δυνάμει πιθανές σεισμικές πηγές για το απώτερο μέλλον. Αν και δεν υπάρχουν πολλά επιστημονικά στοιχεία για να τεκμηριώνουν την ενεργό δράση των ρηγμάτων της Θράκης, φαίνεται ότι είναι ρήγματα με πολύ μεγάλη περίοδο επανάληψης σεισμών και για τον λόγο αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα παραμένουν αδρανή.
Το βόρειο Αιγαίο και ιδιαίτερα η «Τάφρος» διασχίζεται από ρήγματα, τα οποία έχουν δυναμικό για ισχυρότατους σεισμούς. Το ευτύχημα, σύμφωνα με τον κ. Παυλίδη, είναι ότι οι περισσότεροι είναι υποθαλάσσιοι μακριά από κατοικημένες περιοχές χωρίς συνέπειες. Στη βορειοδυτική Ελλάδα κυριότερα ρήγματα είναι αυτά στη λεκάνη της Πτολεμαΐδας.
Το τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ έχει αναπτύξει την Ελληνική Βάση Δεδομένων Ενεργών Ρηγμάτων (Greek Database of Seismogenic Sources – GreDaSS), στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Προγράμματος Seismic Hazard Harmonization in Europe (SHARE) και σε συνεργασία με το Istituto Nazionale di Geofisica e Volcanologia di Roma (INGV) και το Πανεπιστήμιο της Ferrara. Στόχος της έρευνας ήταν να δημιουργήσει μία πολυεπίπεδη γεωγραφική βάση δεδομένων ενεργών ρηγμάτων όσο το δυνατόν πληρέστερη για τον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου.