Βαρδής Βαρδινογιάννης: H «διαδρομή» και το δόγμα του «πατριάρχη» του επιχειρείν

Την τελευταία του πνοή άφησε το πρωί της Τρίτης ο Βαρδής Βαρδινογιάννης
2'

Την τελευταία του πνοή άφησε σε ηλικία 91 ετών ο μεγάλος Έλληνας εφοπλιστής Βαρδής Βαρδινογιάννης. Ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς άνδρες στην Ελλάδα, μεγιστάνας των πετρελαίων και εφοπλιστής.

Υπήρξε για χρόνια επικεφαλής του Ομίλου Βαρδινογιάννη και θεωρείται από τους ισχυρότερους παράγοντες της ελληνικής οικονομίας με την περιουσία του να αποτιμάται στα 2,7 δις δολάρια (το 2024). Σύμφωνα με την Lloyd’s συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ισχυρών παραγόντων της παγκόσμιας ναυτιλίας.

Γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1933 στην Επισκοπή Ρεθύμνου και είναι γιος του Ιωάννη Βαρδινογιάννη και της Χρυσής Θεοδωρουλάκη. Είναι το πέμπτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας, καθώς προηγούνται τα τέσσερα αδέλφια του, Παύλος(1925-1984), Αμαλία (1927-2016), Σήφης (1929-2002), Νίκος (1931-1973) και έπονται άλλα τρία οι Γιώργος (1936), Θεόδωρος (1942-1996) και Ελένη (1946).

Αποφοίτησε το 1955 από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και ακολούθησε καριέρα αξιωματικού στο Πολεμικό ναυτικό (τότε Βασιλικό Ναυτικό), όπως ο αδελφός του, Νίκος. Αποστρατεύθηκε αναγκαστικά τον Ιούλιο του 1967 από το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου με τον βαθμό του πλωτάρχη, λόγω της αντιστασιακής του δράσης, και εξορίστηκε στην Αμοργό.

Μυήθηκε στο αντιδικτατορικό κίνημα του Ναυτικού και βοήθησε έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ο ανεφοδιασμός των πλοίων σε περίπτωση εκδήλωσης κινήματος. Ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις του αδερφού του και από το 1972 ανέλαβε τη διοίκησή τους μετά τον πρόωρο θάνατο εκείνου.

Τον Νοέμβριο του 1990 πραγματοποιήθηκε επίθεση με τρεις ρουκέτες εις βάρος του, από την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη. Οι ρουκέτες βρήκαν στόχο το αυτοκίνητο που επέβαινε, όμως ο Βαρδινογιάννης σώθηκε χάρη στην πολύ ισχυρή θωράκισή του. Ο ίδιος, σε συνομιλία που είχε αμέσως μετά με τον στενό φίλο του Αντώνη Λιβάνη (τότε διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Ανδρέα Παπανδρέου) είπε ψύχραιμα: «..σούταρε πέναλτι ο Σαραβάκος και βρήκε το δοκάρι…»