Απόρρητα έγγραφα ΕΥΠ: Η στάση ΗΠΑ και Βρετανίας στην κορύφωση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο
Η 14η Αυγούστου 1974 ξημερώνει στην εμπόλεμη Κύπρο, με την Τουρκία να εξαπολύει το δεύτερο κύμα της εισβολής στη Μεγαλόνησο, το πιο καταστροφικό, μετά την κατάρρευση των συνομιλιών της Γενεύης και παρά την εκεχειρία που είχε συμφωνηθεί.
Μετά από επιχειρήσεις τριών ημερών, καταλήγει στην παράνομη στρατιωτική κατοχή των εδαφών του βόρειου τμήματος του νησιού από την Τουρκία, μία κατοχή που διαρκεί μέχρι σήμερα, 50 χρόνια μετά.
Ο αποχαρακτηρισμός απόρρητων εγγράφων από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, που έδωσε στη δημοσιότητα δελτία της τότε ΚΥΠ ρίχνει φως, μεταξύ άλλων, στη στάση που τηρούσαν ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία απέναντι στην τουρκική εισβολή.
Πώς όμως αποτιμούσαν οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, με την εικόνα, όπως φαίνεται στα έγγραφα, να απέχει από τις δημόσιες δηλώσεις και παρεμβάσεις την ημέρα που ξεκινούσε ο Αττίλας ΙΙ. Εκείνο το οποίο αποδεικνύεται από τα έγγραφα είναι πως ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία, με τη στάση που τήρησαν στο παρασκήνιο, είτε βοήθησαν είτε άφησαν ελεύθερο πεδίο στην Τουρκία.
Υπενθυμίζεται ότι στις ΗΠΑ είχε συνέλθει η Επιτροπή Άμεσης Επέμβασης υπό την Προεδρία του Προέδρου Φορντ, ενώ ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, ζητούσε από Ελλάδα και Τουρκία να εργαστούν από κοινού ώστε το Κυπριακό να επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Παράλληλα, η Μεγάλη Βρετανία κατηγορούσε την Τουρκία για καθυστέρηση στην εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό.
Δείτε εδώ το έγγραφο όπως δημοσιεύθηκε από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.
Για τις ΗΠΑ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «διαφαίνεται πρόθεση των ΗΠΑ να μη δυσαρεστήσουν την Άγκυρα προκειμένου να επιτύχουν διευκολύνσεις στην Κύπρο». «Η τακτική αυτή των ΗΠΑ δεν συμβάλλει στον τερματισμό της κρίσης» συνεχίζει το σχόλιο, συμπληρώνοντας ότι διευκολύνει την τουρκική πλευρά «στην επίτευξη των παράλογων απαιτήσεών της».
Από την άλλη, για τη Μεγάλη Βρετανία, επισημαίνει ότι παρόλο που είχε παρακινήσει την Τουρκία για να κάνει την απόβαση του Ιουλίου του 1974 και τον «Αττίλα Ι» στη συνέχεια έχασε τον έλεγχο και βρέθηκε «σε δυσχερή θέση», όπως υπογραμμίζει, λόγω των «συνεχιζόμενων επεκτατικών ενεργειών».