Ελαιόλαδο: Κατακόρυφη πτώση τιμών για τους παραγωγούς - Αύξηση στα ράφια
Υψηλές τιμές στα ράφια παρά τη μείωση στους παραγωγούς - Η τιμή του 17κιλου τενεκέ ελαιολάδου κυμαίνεται γύρω στα 120 ευρώ
Η τιμή του 17κιλου τενεκέ κυμαίνεται γύρω στα 120 ευρώ, που μεταφράζεται σε περίπου 10 ευρώ ανά λίτρο στα ράφια των καταστημάτων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα νέες προβλέψεις που περιλαμβάνουν δεδομένα για την παραγωγή, τις τιμές, τα αποθέματα, τις προτιμήσεις των καταναλωτών και τις διεθνείς εμπορικές ροές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι Έλληνες παραγωγοί συνεχίζουν να λαμβάνουν από τις χαμηλότερες τιμές στην Ευρώπη, ενώ οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν τις υψηλότερες τιμές αγοράς. Η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτιμά ότι η παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα φέτος θα φτάσει τους 250.000 τόνους. Παράλληλα, σημειώνεται γενική πτώση στις τιμές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με την Ελλάδα και την Ισπανία να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη πτώση, ενώ στην Ιταλία η μείωση είναι πιο συγκρατημένη και οι τιμές παραμένουν υψηλότερες.
Το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο στην Ελλάδα, το Νοέμβριο, τιμολογείται κατά μέσο όρο στα 5,33 ευρώ ανά κιλό, ενώ στην Ισπανία φτάνει τα 6,15 ευρώ και στην Ιταλία τα 8,61 ευρώ.
Φέτος, οι παραγωγοί στην Ελλάδα πωλούν το ελαιόλαδό τους από 5,50 έως 6 ευρώ το κιλό, σε αντίθεση με την περσινή χρονιά όπου οι τιμές κυμαίνονταν μεταξύ 8 και 8,50 ευρώ το κιλό. Ωστόσο, πολλοί εκφράζουν ανησυχίες ότι οι μειωμένες τιμές παραγωγού δεν θα αντικατοπτριστούν στις λιανικές τιμές, καθώς το κόστος για τον καταναλωτή στα σούπερ μάρκετ παραμένει υψηλό, φτάνοντας μέχρι και τα 14 ευρώ ανά λίτρο. «Η παραγωγική τιμή είναι στα 5,30 ευρώ το κιλό, αλλά στα ράφια βλέπουμε τιμές που αγγίζουν τα 14 ευρώ», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας παραγωγός.
Αντιδράσεις στην Ισπανία
Η ραγδαία μείωση των τιμών του ελαιολάδου έχει πυροδοτήσει έντονες αντιδράσεις, κυρίως στην Ισπανία, τη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα. Οι ελαιοπαραγωγοί στις βασικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση, καθώς η συνεχιζόμενη καθοδική πορεία των τιμών αγγίζει πλέον επίπεδα χαμηλότερα και από το κόστος παραγωγής, δημιουργώντας συνθήκες κρίσης.
Μέχρι και πριν από έναν χρόνο, μια τέτοια εξέλιξη έμοιαζε αδιανόητη. Ωστόσο, σήμερα, οι τιμές έχουν σημειώσει κατακόρυφη πτώση, με τις τιμές παραγωγού να διαμορφώνονται ακόμη και κάτω από τα 5 ευρώ ανά λίτρο, γεγονός που αποτελεί πλήγμα για την επιβίωση των παραγωγών.
Όπως μεταδίδει ο ιστότοπος OT, δυστυχώς η τρέχουσα κατάσταση στην αγορά ελαιολάδου και μάλιστα στην ισπανική, η οποία δίνει τον τόνο στις παγκόσμιες εξελίξεις είναι πλέον τρομακτική. Σύμφωνα με τα ισπανικά μέσα, κατά τη δεύτερη εβδομάδα του Δεκεμβρίου, υπήρξαν προσφορές για εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, οι οποίες κυμάνθηκαν από 3,80 ευρώ/κιλό έως 4,2 ευρώ/κιλό. Μια πτώση όμως, που δεν έχει περάσει και στην κατανάλωση.
Το γεγονός ότι όλοι οι αγρότες και όλα τα ελαιουργεία είναι ήδη σε πλήρη δυναμικότητα για τη συγκομιδή της ελιάς και την παραγωγή ελαιολάδου, είχε ως αποτέλεσμα να μπουν στο τραπέζι των συμφωνιών προσφορές, που μόνο ανησυχία προκαλούν στους παραγωγούς.
Τιμές στο ελαιόλαδο
Η δραστική μείωση των τιμών παραγωγού για την αγορά και πώληση ελαιολάδου, έχει προκαλέσει αντιδράσεις στην Ισπανία.
Χαρακτηριστική είναι η παρέμβαση του Ανδαλουσιανού Συντονιστή Αγροτών και Κτηνοτροφικών Οργανώσεων (COAG Andalucía), ο οποίος ζητά από την ισπανική κυβέρνηση να προχωρήσει η διερεύνηση του ανταγωνισμού για πιθανές συμφωνίες για την αγορά και πώληση ελαιολάδου, δεδομένης της υποψίας ότι οι τιμές πιέζονται δραστικά προς τα κάτω, ακόμη και κάτω από το κόστος παραγωγής.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της PoolRed με τις μέσες τιμές για την τελευταία εβδομάδα δείχνουν ότι η τιμή του ελαιολάδου έχει μειωθεί από 8 ευρώ/κιλό στον παραγωγό σε κάτι λιγότερο από 4 ευρώ μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ειδικότερα, η μέση τιμή του έξτρα παρθένου ελαιολάδου (η υψηλότερη κατηγορία) στην επαρχία Χαέν ήταν 3,86 ευρώ το κιλό.
Ένα άλλο γεγονός που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι, αν και οι προβλέψεις συγκομιδής είναι υψηλότερες από αυτές των προηγούμενων ετών στην Ισπανία και πιο συγκεκριμένα στην Ανδαλουσία, μετά από τρία πολύ άσχημα χρόνια, τα αποθέματα στις 30 Νοεμβρίου ήταν 50.000 τόνοι χαμηλότερα από πέρυσι.
Ποιος ευθύνεται για την πτώση της τιμής στο ελαιόλαδο
Πριν λίγες μέρες η Ένωση Μικροκαλλιεργητών και Κτηνοτρόφων Ανδαλουσίας (UPA Andalucía) ανέδειξε τον συνεταιριστικό τομέα ως έναν από τους υπεύθυνους για την πτώση της τιμής του ελαιολάδου, σύμφωνα με το Olimerca.
Ειδικότερα, όπως εξηγεί η UPA, 255.742 τόνοι ελαιολάδου παρήχθησαν τον Νοέμβριο, άρα η συσσωρευμένη παραγωγή ανέρχεται στους 292.019 τόνους. Αυτή τη στιγμή, η συγκομιδή είναι 9,7% υψηλότερη από την περασμένη σεζόν. Μέχρι στιγμής έχουν πουληθεί 95.000 τόνοι, ενώ το τρέχον απόθεμα να φτάνει τους 321.147 τόνους, 15% λιγότερο από τον Νοέμβριο του 2023.
«Οι συνεταιρισμοί συνεχίζουν να προωθούν μια τάση αυτοκτονίας, πουλώντας γρήγορα όσο το δυνατόν περισσότερο λάδι σε οποιαδήποτε τιμή, όσο χαμηλή κι αν είναι, αντί να υπερασπίζονται μια λογική τιμή παραγωγού πάνω από το κόστος», επισημαίνει ο γενικός γραμματέας της UPA Ανδαλουσίας.
Από την πλευρά του το Συμβούλιο Τομέα Ελαιολάδου των Συνεταιρισμών ζητά «υπευθυνότητα και σύνεση στα μηνύματα που διαδίδονται για την αγορά. Είναι απαραίτητο να αποφευχθούν οι ιδιοτελείς ενέργειες και οι κινήσεις μεμονωμένων αγροτών».
Ωστόσο, παρατηρεί ότι «υπάρχει μεγάλος αριθμός αγροτών που παίρνουν την απόφαση να πουλήσουν το λάδι τους. Σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας και πτώσης των τιμών, η φυσική τάση αυτών των αγροτών είναι να πωλούν το συντομότερο δυνατό για να προσπαθήσουν να επωφεληθούν από τις τιμές πριν πέσουν, γεγονός που αναγκάζει τους αγοραστές που αντιμετωπίζουν αυτή τη μαζική προσφορά να καθυστερήσουν τις αγορές τους και να μειώσουν την τιμή».
Από τους Συνεταιρισμούς θεωρούν ότι η καθοδική εξέλιξη της αγοράς τις τελευταίες εβδομάδες δεν δικαιολογείται εάν αναλυθούν τα διαθέσιμα στοιχεία έως τις 30 Νοεμβρίου, «φτάνοντας τα όρια τιμών αυτή τη στιγμή που είναι κάτω από την κερδοφορία των εκμεταλλεύσεων μεγάλου αριθμού τους παραγωγούς εταίρους μας και ότι δεν μπορούμε να το υποθέσουμε ως συνεταιρισμοί».