O ελληνοτουρκικός πόλεμος της… τσιπούρας ιχθυοτροφείου!

Γραφειοκρατία, έλλειψη πόρων, αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες, στερούν από την Ελλάδα ένα από τα πιο δυνατά της εξαγωγικά χαρτιά, την ίδια ώρα που η Τουρκία αυξάνει εντυπωσιακά το μερίδιό της στις εξαγωγές ψαριών από ιχθυοκαλλιέργειες.
3'

Μπορεί το συνολικό μέγεθος να μην είναι τεράστιο (το 2010 ο εξαγωγικός κύκλος εργασιών από τις ιχθυοκαλλιέργειες τσιπούρας και λαβρακίου ήταν 400 εκατ. ευρώ), ωστόσο αποτελεί το 50% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής. Η Ελλάδα είναι πρωτοπόρος στις ιχθυοκαλλιέργειες των δύο αυτών ψαριών και μάλιστα τα τελευταία χρόνια είχε σταθερό ρυθμό ανάπτυξης –ενώ και η διεθνής ζήτηση αυξάνεται.

Ο διεθνής συμβουλευτικός οίκος McKinskey έχει χαρακτηρίσει τις ιχθυοκαλλιέργειες ως ένα από τα δυνάμει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας. Πλέον, όμως, αποτελεί πλεονέκτημα και της Τουρκίας, η οποία με πιο ανταγωνιστικές τιμές και χαμηλότερο κόστος παραγωγής αυξάνει συνεχώς το δικό της μερίδιο στην παγκόσμια αγορά. Μέσα σε μια δεκαετία έχει φτάσει από το 18% στο 26% απειλώντας πια πολύ σοβαρά την ελληνική παραγωγή.

Σαν να μην έφτανε αυτό, η οικονομική κρίση προκαλεί αναταραχές στην ελληνική αγορά, που χρειάζεται κάποιες επενδύσεις για να καταφέρει να διατηρηθεί μπροστά από την Τουρκία σε αυτόν τον πόλεμο. Η διαφορά, δηλαδή, στο κόστος παραγωγής θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αν οι Έλληνες ιχθυοκαλλιεργητές θα μπορούσαν να επενδύσουν σε κάποιες υποδομές, ώστε να κάνουν το προϊόν τους πιο ελκυστικό.

Προς το παρόν η Ελλάδα εξάγει τα λαβράκια και τις τσιπούρες της χύμα, ή ελαφρώς επεξεργασμένες, αφού τα ιχθοτροφεία δεν διαθέτουν τα κατάλληλα μηχανήματα παρασκευής και συσκευασίας. Ακόμη, όμως, και αυτό το πρόβλημα να είχε λυθεί, και πάλι το υψηλό κόστος πιστοποίησης θα δυσκόλευε το ελληνικό branding στις διεθνείς αγορές.

Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα από όλα, είναι ότι παρά την αυξανόμενη διεθνή ζήτηση, η Ελλάδα αδυνατεί να ανταπεξέλθει με αύξηση της προσφοράς, γιατί ο κλάδος ακόμη βασανίζεται από την γνωστή γραφειοκρατία (που συνήθως έχει για αιτία τους αδιαφανείς τρόπους αδειοδότησης) και, βέβαια, από τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών που (δικαιλογημένα, πολύ συχνά) δεν θέλουν ιχθυοτροφεία στις θάλασσές τους.

Για το 2012, η τουρκική παραγωγή αναμένεται να ξεπεράσει την ελληνική, ωστόσο οι γείτονες θα παραμείνουν δεύτεροι στις εξαγωγές, αφού τα περισσότερα ψάρια τους καταναλώνονται στην εσωτερική τους αγορά. Ωστόσο δεν είναι απίθανο πολύ σύντομα η Ελλάδα να χάσει την πρώτη θέση και στις εξαγωγές.

Η λύση για την Ελλάδα θα ήταν να επεκταθεί σε νέες αγορές (αφού, βέβαια, πρώτα καταφέρει να βρει λύση για αύξηση της παραγωγής της). Προς το παρόν εξάγουμε σε Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία, ωστόσο υπάρχει ζήτηση και από Ολλανδία, Ρωσία, Ουκρανία, αλλά και ΗΠΑ, Ιαπωνία και Κίνα. Οι χώρες αυτές, βέβαια, ζητούν και μεγαλύτερα ψάρια, όπως γλώσσες, συναγρίδες και λυθρίνια –για τα οποία οι ελληνικές υποδομές είναι μεν ικανοποιητικές, αλλά σίγουρα χρειάζεται να προστεθούν και νέα ιχθυοτροφεία στο χάρτη.

Θα μπορέσει η χώρα μας να εκμεταλλευθεί όντως αυτό της πλεονέκτημα, ή αυτός ο πόλεμος θα χαθεί και θα βρει νικητή την Τουρκία;