Τα υπέροχα έθιμα των Χριστουγέννων στην Πέλλα
Οι κάτοικοι της περιοχής ανάβουν το βράδυ φωτιές φωνάζοντας «κόλιντα μπάμπω» δηλαδή «σφάζουν γιαγιά». Σύμφωνα με το έθιμο, οι φωτιές ανάβουν για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή και να προφυλαχτούν. Στον Αρχάγγελο Πέλλας, τα έθιμα προέρχονται από τα πολύ παλιά χρόνια και είναι:
Α) Φωτιές στην ύπαιθρο. Νέοι άναβαν, παραμονή των Χριστουγέννων, περιμετρικά του χωριού σε όλες τις γειτονιές και σε συγκεκριμένες θέσεις φωτιές που έκαιγαν όλο το βράδυ. Σε αυτές έκαιγαν, κέδρα, ξύλα που έκλεβαν από τις γειτονιές, αλλά και λαστιχένια παπούτσια που μάζευαν από τις εισόδους των σπιτιών. Υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των «μαχαλάδων» για το ύψος που θα φτάσουν οι φλόγες και για την ένταση της κραυγής «κόλιντα» (κάλαντα) που φώναζαν. Εδώ, ζεσταίνονταν για λίγο οι «καλαντάρηδες» πριν ξαναβγούν στις γειτονιές του χωριού για τα κάλαντα. Κύριο μέλημα κάθε γειτονιάς ήταν να κρατήσουν τη φωτιά ζωντανή όλο το βράδυ και να αποτρέψουν καλαντάρηδες από άλλες γειτονιές να τη χαλάσουν. Πίστευαν ότι οι φωτιές θα κρατήσουν μακριά από το χωριό τους καλικάντζαρους και τα άλλα στοιχειά, («τσαρβίν»=νεράιδες) θα ζέσταιναν το νεογέννητο βρέφος, και γενικά θα προφύλασσαν το χωριό από το κακό.
Β) Κάλαντα. Οι παρέες κρατώντας στα χέρια «τσαμούγκες», (Ραβδιά από κρανιά με μεγάλο ρόζο στη μια άκρη και καπνισμένα στη φωτιά) καίγοντας πάνω σε αυτές λαστιχένια παπούτσια, (προφύλαξη από τα κακά στοιχειά, και για φωτισμό) χτυπώντας με αυτές τις αυλόπορτες των παραδοσιακών σπιτιών φώναζαν: «Κόλιντα μπάμπω» για να τους ανοίξουν να περάσουν στην αυλή, στο εσωτερικό του σπιτιού. Εκεί δέχονταν τα δώρα που τους προσφέρονταν (μήλα, καρύδια, φουντούκια, αποξηραμένα σύκα κλπ). και χτυπούσαν συμβολικά τρεις φορές με τις «τσαμούγκες» το κεφάλι του ιδιοκτήτη για υγεία. Έδιναν ευχές για καλές γιορτές, καλή σοδειά, ευχές για τους ανύπαντρους και τους γέροντες και αποχωρούσαν λέγοντας και του «χρόνου με υγεία» ( Σι ντι τιμπ κου σανατάτι). Οι «καλαντάρηδες» φρόντιζαν να ακολουθούν διαδρομές ώστε να μη συναντηθούν με άλλη παρέα. Στην περίπτωση συνάντησης ή μια από τις παρέες έπρεπε να δηλώσει υποταγή και να αφήσει ελεύθερα να περάσει η άλλη. Στην περίπτωση αυτή η παρέα που δήλωνε υποταγή, έπρεπε να περάσει κάτω από τις σηκωμένες «τσαμούγκες» της άλλης παρέας. Σε αντίθετη περίπτωση γινότανε μάχη με τις «τσαμούγκες» για να συνεχίσουν οι νικητές το δρόμο τους.
Γ) Το Χριστουγεννιάτικο Ξύλο (Μπότνικ): Ένα δρύινο ξύλο μήκους 50-100cm κόβονταν από το δάσος για να σιγοκαεί στο τζάκι λίγο-λίγο όλο το 12ήμερο. Το βράδυ της παραμονής, ο γεροντότερος στο σπίτι, κρατώντας το ξύλο και ένα κερί έκανε τρεις περιφορές στο «στέζιουρ» (το ξύλο, όπου δεμένα αλώνιζαν τα ζώα) στο κέντρο της αυλής. Χτυπούσε τη πόρτα του σπιτιού και με τελετουργικό τρόπο υποδέχονταν το «Μπότνικ» όλη η οικογένεια. Καλοσωρίζοντάς το, σαν να ήταν ο ίδιος ο Θεός το έβαζαν στο τζάκι. Το «μπότνικ» που έκαιγε στο τζάκι θα προστάτευε το σπίτι και τους ανθρώπους μέχρι τα φώτα και έδιωχνε τους καλικάντζαρους και τα «κακά πνεύματα» Ο γεροντότερος άναβε ένα κερί στο στάβλο να φωτίζει τα ζώα την ιερή αυτή νύχτα.
Δ) Το Χριστόψωμο -«τούρτα του πάρα» στο μεσονύκτιο τραπέζι, ξημερώματα των Χριστουγέννων. Με ιδιαίτερη φροντίδα στρώνονταν το χριστουγεννιάτικο αυτό τραπέζι. Ετοίμαζαν τρία ψωμιά διαφορετικού σχήματος. Την «τούρτα του πάρα» και δύο μικρότερα, «τα κουλάτς». Ένα για το θεό και ένα για τα ζώα. (Το «κουλάκ» των ζώων το έδιναν στα ζώα τα φώτα αφού το βουτούσαν πρώτα σε αγιασμό). Έβαζαν πάνω στο τραπέζι και μια «σαρλία» (Σαραγλί) και όλους τους καρπούς (κάστανα, καρύδια κλπ) Στο Χριστόψωμο για νόμισμα έβαζαν μια δεκάρα που φυλάγονταν πάντα στο εικονοστάσιο δεμένη με κόκκινη κλωστή βαμμένη μαζί με τα κόκκινα αυγά τη Μεγάλη Πέμπτη. Την ώρα του τραπεζιού, ανακάτευαν τη φωτιά για καλοτυχία και καλή σοδειά λέγοντας ότι όσες σπίθες βγάζει το καιγόμενο ξύλο τόσα πολλά κλωσσόπουλα και καρπούς θα είχε το σπίτι. Έριχναν επίσης ένα αναμμένο κάρβουνο μέσα στο «γκιούμι» με το νερό για να μη μπορούν οι κακές νεράιδες να το μαγαρίσουν. Αντάλλασσαν ευχές για υγεία και καρποφορία, έκοβαν το Χριστόψωμο, έτρωγαν το νηστίσιμο φαγητό και άφηναν στο τραπέζι ότι περίσσευε (όλο το 12ήμερο) για να έλθει να φάει ο Θεός.