Στον Άρειο Πάγο τα νοσήλια των ιδιωτικών κλινικών

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου θα κρίνει, τελικά αν η ρύθμιση του Προεδρικού Διατάγματος (234/1980) κατά το μέτρο που επιβάλλει σε ιδιωτικές κλινικές τιμολόγιο νοσηλίων υπολειπόμενο του κόστους λειτουργίας τους είναι σύμφωνη με τις επιταγές του Συντάγματος.
5'

Η υπόθεση έφθασε στην Ολομέλεια ύστερα από παραπεμπτική απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος ΤΠΟΥ Άρειου Πάγου με την οποία κρίθηκε ότι είναι βάσιμοι δυο (ο πρώτος και ο δεύτερος) λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως του π.δ. 234/1980.

Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα τα τιμολόγια των νοσηλίων που καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις για ασφαλισμένους, καθώς και για ασθενείς των οποίων η δαπάνη νοσηλείας βαρύνει το Δημόσιο, σε περιπτώσεις εκτάκτου εισαγωγής, εφαρμόζονται υποχρεωτικά από τις ιδιωτικές κλινικές και τα Νοσηλευτικά Ιδρύματα, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι σύμβαση μεταξύ τούτων και των ασφαλιστικών φορέων.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης σχετικά με την υπόθεση ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες υποστήριξε ότι «η καθιέρωση αναγκαστικού τιμολογίου νοσηλίων για τα μη συμβεβλημένα θεραπευτήρια χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τυχόν αυξημένο κόστος παραγωγής των υπηρεσιών τους, σε περιπτώσεις έκτακτης εισαγωγής προς αποτροπή κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του ασθενούς, αποτελεί περιορισμό του ατομικού δικαιώματος της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (οικονομικής ελευθερίας – άρθρο 5§1 του Συντάγματος), για λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος». Επομένως, σύμφωνα με τον εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «καθίσταται ερευνητέο αν έχει τηρηθεί από το νομοθέτη η αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25§1 Συντάγματος)». «Κατά την παραπεμπτική απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος η επίμαχη ρύθμιση παραβιάζει την εν στενή έννοια αναλογικότητα κάθε φορά που για την έκτακτη νοσηλεία ασθενούς παρέχεται ως αμοιβή για τις υπηρεσίες του θεραπευτηρίου, ποσό κατώτερο του κόστους λειτουργίας του» συμπλήρωσε ο ίδιος.

Στη συνέχεια όμως ο κ. Τέντες τόνισε ότι «σύμφωνα με τον πιο διαδεδομένο ορισμό, η αναλογικότητα προσδιορίζεται ως η εύλογη σχέση μεταξύ των περιοριστικών μέτρων και του επιδιωκόμενου σκοπού». Έτσι, όπως αναφέρει ο εισαγγελέας του Αρείου πάγου «είναι φανερό ότι ο έλεγχος της αναλογικότητας, υπό στενή έννοια, απαιτεί το συσχετισμό δύο συγκρίσιμων μεγεθών, αφενός του περιοριστικού μέτρου και αφετέρου του επιδιωκόμενου σκοπού».

Την ίδια στιγμή, ο κ. Τέντες ανέφερε ότι «η εξειδίκευση των κρισίμων μεγεθών πρέπει να γίνεται με βάση τα προστατευόμενα συμφέροντα. Περαιτέρω, η διαδικασία ελέγχου της αναλογικότητας απαιτεί τον προσδιορισμό της εκτάσεως της προσβολής καθενός από τα αντίρροπα συμφέροντα, σε συνδυασμό με την ανάγκη προστασίας τους στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ένα από τα συγκρίσιμα μεγέθη είναι η δυνατότητα του κράτους να ανταποκριθεί στο καθήκον του για την προστασία της υγείας των πολιτών και το άλλο η οικονομική δραστηριότητα, η οποία προστατεύεται επίσης από το Σύνταγμα. Η νοσηλεία όμως και η εφαρμογή γι' αυτήν αναγκαστικώς καθοριζομένου τιμολογίου, (ισχύοντος πάντως και σε άλλα ιδιωτικά θεραπευτήρια-συμβεβλημένα), αποτελεί γεγονός έκτακτο και εξαιρετικό. Προϋποθέτει δε απόλυτη αδυναμία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και των συμβεβλημένων ιδιωτικών κλινικών να δεχθούν το επείγον περιστατικό». Ο ίδιος υποστήριξε ότι «εν όψει αυτών εκτιμάται ότι ο περιορισμός που συνεπάγεται το μέτρο αυτό για την οικονομική ελευθερία δεν είναι άξιος λόγου και δεν επάγεται σημαντική επιβάρυνση, έτσι ώστε να αξιώνεται, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, η προσφυγή του κρατικού μηχανισμού σε περίπλοκες διαδικασίες για την αντιστοίχηση του τιμολογίου προς τις πραγματικές δαπάνες λειτουργίας της επιχείρησης του κάθε μη συμβεβλημένου θεραπευτηρίου και συνακολούθως να γεννάται ασάφεια και αβεβαιότητα στις σχέσεις των εμπλεκομένων μερών. Διαφορετική βέβαια κρίση θα προσήκε αν το μη συμβεβλημένο θεραπευτήριο επεκαλείτο συχνότητα περιστατικών έκτακτης νοσηλείας τόσο μεγάλη, ώστε να παρεμποδίζεται ουσιωδώς η οικονομική λειτουργία της επιχείρησης. Τέτοια όμως περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω. Συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση προσβολής της αρχής της αναλογικότητας, οι δε υπό κρίση αντίθετοι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμοι.

Με τους λοιπούς εκ των παραπεμπομένων στην Ολομέλεια λόγων αναιρέσεως προβάλλεται η κατ' άρθρ. 559 αρ.1 αναιρετική πλημμέλεια της ευθείας παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 46, 49 και 81 της Συνθήκης ΕΚ, που καθιερώνουν την υποχρέωση των κρατών-μελών να μη διατηρούν νομοθεσία με την οποία τίθενται εμπόδια στην ελεύθερη διακίνηση, με ίσους όρους, των υπηρεσιών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες υγείας».

Παράλληλα, ο κ. Τέντες ανέφερε ότι «στην απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος διαλαμβάνεται η εκτίμηση ότι η καθιερούμενη με το Π.Δ. υποχρέωση για παροχή νοσηλευτικών υπηρεσιών κάτω από το κόστος λειτουργίας, συνιστά αδικαιολόγητο και δυσανάλογο περιορισμό της ελεύθερης παροχής και με ίσους όρους των υπηρεσιών. Και με την έννοια αυτή δεν συνάδει προς τις επιταγές των σχετικών διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου. Όμως, η άποψη αυτή στηρίζεται επί εσφαλμένης υποθέσεως. Ερείδεται στην υπόθεση ότι η διάταξη που καθιερώνει την ελεύθερη διακίνηση των υπηρεσιών αφορά και στην εσωτερική αγορά. Τούτο όμως δεν συμβαίνει. Η απαγόρευση παρεμποδίσεως της ελεύθερης διακίνησης υπηρεσιών αναφέρεται μόνο σε διακρατικές συναλλαγές, όπως προκύπτει σαφώς από αυτό, που ορίζει ότι «οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας απαγορεύονται όσον αφορά στους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος της Κοινότητας άλλο από εκείνο του αποδέκτη της παροχής». Πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση (όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα)».