Ο πόνος της Μελίνας Μερκούρη για τα σύνορά μας
Του Κώστα Χαρδαβέλλα
Γιατί αυτή η αγέρωχη, η υπέροχη Ελληνίδα –κάτι μεταξύ Μπουμπουλίνας και Ρόζας Λούξεμπουργκ- δεν θα άφηνε κανένα Γιωργάκη, Μέρκελ και Τόμσεν να καταντήσουν την Ελλάδα το δαρμένο σκυλί της Ευρώπης.
Γιατί θα μας ξεσήκωνε όλους με τη δυνατή, με την όλο πάθος φωνή της, με το όραμά της για μια ελεύθερη, δημοκρατική Ελλάδα. Θα μας έβγαζε στους δρόμους. Και μπορεί να άρχιζε και στα χαστούκια τους διάφορους Όλι Ρεν και Ρέσλερ, που φέρνονται στον ελληνικό λαό με περιφρόνηση και απαξίωση.
Ήταν ικανή για όλα η Μελίνα, η Μελίνα μας. Αλλά έφυγε νωρίς, σαν σήμερα, το 1994, πριν 19 χρόνια δηλαδή. Και μείναμε όλοι οι φίλοι της, όσοι τη γνωρίσαμε και την αγαπήσαμε, να θυμόμαστε στιγμές της, λόγια της, συμπεριφορές της, που μόνο σαν βάλσαμο για όλους μας μπορούν να είναι σήμερα.
Το τελευταίο της καλοκαίρι, το 1993, βρεθήκαμε με τη Μελίνα στις Πρέσπες, σ' αυτές τις δύο μαγευτικές λίμνες της Φλώρινας, στα σύνορα της Ελλάδας, στις γιορτές που διοργανώνει ο Γιώργος Λιάνης κάθε χρόνο, για να νιώθουν εκεί οι Έλληνες ακρίτες ότι δεν τους ξεχάσαμε.
Από εκείνες τις μέρες με τη Μελίνα, από όσα είπαμε και ονειρευτήκαμε για την Ελλάδα, έχουν σφραγίσει τη μνήμη μου δύο μοναδικές φράσεις της. Μου τις είπε καθώς περπατάγαμε στα ελληνικά χωριά, ρημαγμένα και έρημα, που βρίσκονται μια ανάσα από τα βόρεια σύνορα της χώρας, στο νομό Φλώρινας.
«Τα σύνορα από τόπος τιμής, έγιναν τόπος ποινής», είχε πει τότε πικραμένη και θυμωμένη η Μελίνα.
Και κάποια άλλη στιγμή γύρισε και μου είπε: «Κώστα όταν κατεβούμε στην Αθήνα, να πούμε στους κωλαράδες των υπουργείων ότι η Ελλάδα δεν τελειώνει στη Φλώρινα, αλλά η Ελλάδα αρχίζει από τη Φλώρινα».
Αυτά τον Αύγουστο του 1993. Αλλά την είχε ήδη χτυπήσει ο καρκίνος. Και λίγους μήνες μετά, η Μελίνα πέταξε στους ουρανούς.
Τις τελευταίες της μέρες μιλήσαμε τηλεφωνικά από το νοσοκομείο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης, που οι γιατροί του παλεύανε να την κρατήσουν στη ζωή.
-Μελινάκι πότε επιστρέφεις; τη ρώτησα και άκουσα τη σβησμένη φωνή της να μου λέει.
-Ίσως δεν βρεθούμε ξανά. Γιατί είδα χθες στο όνειρό μου τέσσερα ασπροφορεμένα παλικάρια, ίσως να ήταν οι άγγελοί μου, ίσως να ήταν και τα παιδιά του Πειραιά που τραγούδησα, που με πήραν στα χέρια τους και φύγαμε για τον ουρανό. Δεν θα έρθω Κώστα.
Και δεν ήρθε. Το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Και η Μελίνα, η Μελίνα μας, ίσως τώρα να βλέπει από κάπου ψηλά την τραγωδία του λαού μας, του λαού που τη λάτρεψε, και να ετοιμάζεται να κατέβει με τη ρομφαία της για να πάρει τα κεφάλια όλων αυτών που μας βύθισαν στο σκοτάδι.