Διαζύγιο... με το επίδομα γάμου από Δευτέρα
Το 10% αφορά στο επίδομα γάμου, το οποίο μπορούν στο εξής να μην καταβάλλουν από τη Δευτέρα ακόμη και οι εργοδότες– μέλη των οργανώσεων που υπέγραψαν την τελευταία ΕΓΣΣΕ. Αιτία, το τέλος της μετενέργειας της ΕΓΣΣΕ καθώς λήγει και το τρίμηνο εντός του οποίου παρέμεναν σε ισχύ (για τους εργοδότες–μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων) τόσο το επίδομα γάμου όσο και άλλες πρόσθετες παροχές (επιδόματα σπουδών ή άδειες) που είχαν συμφωνηθεί με τη ΓΣΕΕ αλλά δεν είχαν κυρωθεί με νόμο.
Πρακτικά, με το τέλος του χρόνου μετενέργειας (από 6 μειώθηκε σε 3 μήνες) παύουν να ισχύουν και όλοι οι όροι των συμβάσεων, εφόσον δεν έχουν προβλεφθεί σε νέες ατομικές συμβάσεις. Ηδη με τον νόμο 4093/12 και με την κατάργηση επέκτασης της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που δεν ήταν μέλη, ένα μεγάλο τμήμα του ιδιωτικού τομέα είχε καταργήσει το επίδομα γάμου.
Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να οριοθετηθεί εύκολα πόσοι ακόμη θα υποστούν τη νέα μείωση. Ο μόνος τρόπος για να διατηρηθούν οι παροχές είναι η υπογραφή νέων συμβάσεων μετά τον Απρίλιο.
Εννοείται πως το μέτρο δεν θίγει το προσωπικό των επιχειρήσεων που αμείβεται με μισθούς υψηλότερους από αυτούς των επιπέδων της ΕΓΣΣΕ ή όλους όσοι έχουν κατοχυρώσει ανάλογες ρυθμίσεις με ατομικές συμβάσεις.
Το επίδομα γάμου αντιστοιχεί σε 58,61 ευρώ για τους αμειβομένους με τα κατώτατα όρια (586,08 ευρώ μεικτά εφόσον είναι άνω των 25 ετών και 511 ευρώ μεικτά για τους νεότερους, κάτω των 25 ετών). Υπενθυμίζεται ότι «παγωμένες» στα ισχύοντα επίπεδα και χωρίς δυνατότητα αύξησης, τουλάχιστον έως ότου το ποσοστό ανεργίας μειωθεί στο 10%, είναι και οι ωριμάνσεις (10% για κάθε τριετία).
Η δυνατότητα περαιτέρω μείωσης των αμοιβών που χορηγούνται με βάση τα κατώτατα όρια, από την 1η Απριλίου, συμπίπτει και με την ολοκλήρωση της διαδικασίας για τη θεσμοθέτηση νέου μηχανισμού βάσει του οποίου θα ορίζεται το ύψος του κατώτατου μισθού. Το κείμενο του υπουργείου Εργασίας, το οποίο έχει δοθεί στην τρόικα και βάσει του οποίου προβλέπεται διάλογος με τη ΓΣΕΕ και τις εργοδοτικές οργανώσεις, ορίζει πως το ύψος θα καθορίζεται με τον συνυπολογισμό παραμέτρων όπως οι εξής: η ανεργία, η οικονομική συγκυρία, ο πληθυσμός όλων όσοι αμείβονται με τα κατώτατα όρια, η σχέση του κατώτατου με το μέσο εισόδημα, το όριο της φτώχειας, το κατώφλι ελάχιστης διαβίωσης.
Επίσης, με συντελεστή επίδρασης στο ύψος του κατώτατου μισθού θα συνυπολογίζονται η ανασφάλιστη εργασία, η εισφοροδιαφυγή, η έκταση των ατομικών συμβάσεων έναντι των συλλογικών καθώς και γενικές παραδοχές, όπως η ανεργία, η παραγωγικότητα και ο ρυθμός ανάπτυξης.