Στροφή των καταναλωτών στην ιδιοπαρασκευή αρτοσκευασμάτων λόγω κρίσης

H συρρίκνωση της κερδοφορίας ήταν κατά το 2012 το αντίτιμο της επιλογής της εισηγμένης στο χρηματιστήριο Αθηνών εταιρείας Μύλοι Λούλη, μεγαλύτερης ελληνικής αλευροβιομηχανίας, να προτάξει τη διασφάλιση της ρευστότητάς της και την αποφυγή επισφαλειών, παύοντας τον εφοδιασμό σειράς πελατών της, μειωμένης φερεγγυότητας, και απευθυνόμενη μόνο σε «οικονομικά ασφαλές πελατολόγιο».
3'

Ωστόσο, η ιστορική αυτή επιχείρηση, που το τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους έθεσε ξανά σε λειτουργία τον αλευρόμυλο που διαθέτει στο Κερατσίνι Αττικής, ολοκληρώνοντας τη διάρκειας 21 μηνών ανακατασκευή του με επένδυση 10 εκατ. ευρώ από ίδιους πόρους, δεν δείχνει να μετανιώνει για την επιλογή της. Δηλώνει ότι διαθέτει πλέον, μετά τη συμπλήρωση μιας πενταετίας με πάγιες επενδύσεις της τάξεως των 25 εκατ. ευρώ στα εργοστάσιά της, «ισχυρά πλεονεκτήματα» έναντι των ανταγωνιστών της, χωρίς όμως να θέτει, ακόμη, υψηλούς στόχους. Ο βασικός στόχος της για το 2013 είναι, συντηρητικός: «να παραμείνει κερδοφόρος και με κεφαλαιακή επάρκεια».

Η ελληνική αγορά αλεύρων δεν συρρικνώνεται μόνο, αλλάζει συγχρόνως. Στην ετήσια έκθεση του διοικητικού συμβουλίου της, η εταιρεία επισημαίνει ότι παρατηρείται, λόγω της κρίσης, «στροφή των καταναλωτών στην ιδιοπαρασκευή αρτοσκευασμάτων». Γενικότερα, εκτιμάται ότι η συνέχιση ή και η όξυνση της ύφεσης «θα συνεχίσει να επηρεάζει αρνητικά» τα αποτελέσματά της, παρά το γεγονός ότι οι μονάδες της στη Σούρπη Μαγνησίας και στο Κερατσίνι Αττικής είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις έντονες διακυμάνσεις των διεθνών τιμών των σιτηρών και να παράγουν άλευρα, όπως υποστηρίζεται, με «πολύ χαμηλό λειτουργικό κόστος». Οι πωλήσεις της σε βιομηχανίες και βιοτεχνίες μεταποίησης αλεύρων το 2012 μειώθηκαν, λόγω της ευρύτερης πτώσης της βιομηχανικής δραστηριότητας, κατά 6,9%, παρά τη μικρή άνοδο της τιμής των αλεύρων.

Σε ενοποιημένη βάση η επιχείρηση κατέγραψε πωλήσεις ύψους 91,15 εκατ. ευρώ έναντι 95,83 εκατ. ευρώ το 2011, μειωμένες κατά 4,9%.

Επίσης, κατέγραψε μεικτά κέρδη 20,23 εκατ. ευρώ έναντι 24,08 εκατ. ευρώ το 2011 (-16%), κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) 9,14 εκατ. ευρώ έναντι 11 εκατ. ευρώ το 2011 (-16,9%), κέρδη προ φόρων και τόκων (EBIT) 5,86 εκατ. ευρώ έναντι 7,92 εκατ. ευρώ το 2011 (-26%), κέρδη προ φόρων 3,51 εκατ. ευρώ έναντι 5,31 εκατ. ευρώ το 2011 (-33,9%) και καθαρά κέρδη 0,40 εκατ. ευρώ έναντι 3,97 εκατ. ευρώ το 2011, μειωμένα κατά 89,9%. Ως ποσοστό των εσόδων, τα μεικτά κέρδη μειώθηκαν κατά 2,9 εκατοστιαίες μονάδες στο 22,2%, από 25,1% το 2011, ενώ τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) μειώθηκαν κατά 1,5 εκατοστιαία μονάδα στο 10%, από 11,5% το 2011. Η δραματική επιδείνωση της τελικής κερδοφορίας οφείλεται πάντως και σε έναν ακόμη λόγο. Τα τελικά αποτελέσματα επιβαρύνθηκαν κατά 2,03 εκατ. ευρώ από τον καταλογισμό πρόσθετων φόρων που βεβαιώθηκαν, κατόπιν ελέγχου, για τις χρήσεις 2006-2009. Επιπροσθέτως, οι αποσβέσεις το 2012 (3,28 εκατ. ευρώ) ήταν κατά 6,5% αυξημένες, λόγω των νέων επενδύσεων.

Η εταιρεία στράφηκε ακόμη περισσότερο στην αγορά των αλεύρων ιδιωτικής ετικέτας, αυξάνοντας τα έσοδα της από αυτή την κατηγορία προϊόντων κατά 17%. Συγχρόνως, αύξησε κατά 8,3% το μερίδιό της στην αγορά των επώνυμων προϊόντων. Ευρύτερα, η αύξηση του όγκου των πωλήσεών της στην αγορά των καταναλωτικών προϊόντων έφτασε το 13%. Ωστόσο, η μείωση κατά 9% των πωλήσεων στα αρτοποιεία και η σημαντική πτώση αθροιστικά στον βιομηχανικό και τον βιοτεχνικό τομέα, οδήγησαν σε μείωση του συνολικού όγκου των πωλήσεών της κατά 1%. Προείχαν, κατά την επιχείρηση, «η διασφάλιση της απαιτούμενης ρευστότητας και ο περιορισμός του πιστωτικού κινδύνου», που φαίνεται ότι επιτεύχθηκαν με μείωση του πελατολογίου και της κερδοφορίας.

Επιτυγχάνοντας «μικρή έκθεση σε πιστωτικούς και επιτοκιακούς κινδύνους», η εταιρεία Μύλοι Λούλη αισιοδοξεί ότι θα είναι σε θέση τα επόμενα χρόνια να χρησιμοποιεί «αποτελεσματικότερα και αποδοτικότερα» τους εταιρικούς πόρους της, αξιοποιώντας καταλλήλως τις δύο υπερσύγχρονες βιομηχανικές μονάδες και τις ιδιόκτητες λιμενικές εγκαταστάσεις της στον Πειραιά και στη Μαγνησία, ώστε να διευρύνει το ηγετικό της μερίδιο στην εγχώρια αγορά και να προχωρήσει στην αναγκαία, λόγω του υψηλού παραγωγικού δυναμικού της, εξαγωγική επέκταση.

Ο αριθμός των εργαζομένων της το 2012 παρουσίασε πτώση. Οι απασχολούμενοι στη μεγαλύτερη ελληνική αλευροβιομηχανία μειώθηκαν σε 214, από 223 έναν χρόνο πριν (-4%).