ΣτΕ: Νόμιμος ο περιορισμός δημόσιων πορειών και συγκεντρώσεων
Ειδικότερα και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σχέδιο Π.Δ.:
- Σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 100.000 κατοίκους δεν επιτρέπεται η κατάληψη ολόκληρου του οδοστρώματος και η πλήρης διακοπή της κυκλοφορίας των οχημάτων από ιδιαίτερα μικρές, «σε σχέση με τη σημασία της συγκεκριμένης οδού για την εξυπηρέτηση της οδικής κυκλοφορίας και της κοινωνικοοικονομικής ζωής της πόλης, συναθροίσεις».
- Αντίθετα, οι περιορισμοί αυτοί δεν ισχύουν για συναθροίσεις και πορείες που εξαγγέλλονται και διοργανώνονται από πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή και από τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές ενώσεις ή για συναθροίσεις ιστορικού εορτασμού ή επετειακού χαρακτήρα.
- Η εκτίμηση για το ιδιαίτερα μικρό μέγεθος των συναθροίσεων και η δυνατότητα περιορισμού τους σε τμήμα του οδοστρώματος ανήκει στον αρμόδιο Αστυνομικό Διευθυντή, ο οποίος υποχρεούται να εκδώσει σχετική απόφαση την οποία θα γνωστοποιεί άμεσα στους ενδιαφερομένους. Η απόφαση αυτή του Αστυνομικού Διευθυντή μπορεί να είναι αρχικά προφορική και εν συνεχεία έγγραφη, ενώ θα επιδίδεται εντός 24 ωρών στους ενδιαφερόμενους.
- Ο Αστυνομικός Διευθυντής για να εκδώσει τη σχετική απόφασή του πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνει υπόψη του, ιδίως, τον αριθμό των συμμετεχόντων στη συνάθροιση και τη σημασία της συγκεκριμένης οδού για την κυκλοφορία των οχημάτων δημόσιας συγκοινωνίας, την τουριστική κίνηση της περιοχής, την ομαλή πρόσβαση σε αρχαιολογικούς ή ιστορικούς χώρους και γενικά την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα.
Κατά τους συμβούλους Επικρατείας με το συγκεκριμένο Π.Δ. «δεν επιδιώκεται η ρύθμιση ή ο περιορισμός της άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, (το οποίο «ανήκει στις θεμελιώδεις ελευθερίες που αποτελούν τη βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος») αλλά καθορίζονται οι αρμοδιότητες της οικείας αστυνομικής αρχής, υπό τις εκτεθείσες αυστηρές προϋποθέσεις, ώστε σε περίπτωση ιδιαιτέρως μικρής σε αριθμό δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης, που πραγματοποιείται στα μεγάλα αστικά κέντρα, να διασφαλίζεται η ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και παράλληλα να μην διαταράσσεται υπέρμετρα η κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης».