Τα πραγματικά νούμερα της νεανικής ανεργίας στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, στην Ισπανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η νεανική ανεργία φαίνεται πως ξεπερνά το 50%. Αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα, ισχυρίζονται ευρωπαίοι στατιστικολόγοι.
Πράγματι, υπάρχουν πολλά διαφορετικά και συχνά αντικρουόμενα στατιστικά στοιχεία για την ανεργία στην ευρωζώνη. Ο λόγος είναι προφανής: στην ΕΕ των 28 χωρών μελών υπάρχουν 28 εθνικές στατιστικές υπηρεσίες. Την ίδια ώρα υπάρχουν και τα στοιχεία που δημοσιοποιεί η ευρωπαϊκή υπηρεσία Eurostat. Λόγω των διαφορετικών δομών στις εκάστοτε χώρες και δεδομένου ότι υπάρχουν διαφορετικοί ορισμοί της ανεργίας, τα αποτελέσματα δεν είναι συγκρίσιμα.
Έτσι κάθε τόσο επισημαίνεται από τα μέσα ενημέρωσης ότι σύμφωνα με την Eurostat η ανεργία των νέων σε Ελλάδα και Ισπανία ξεπερνά το 50%. Η ανάγνωση αυτή όμως δεν είναι απόλυτα σωστή και ανάγκασε την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία να προχωρήσει σε ορισμένες διορθώσεις, παρουσιάζοντας δύο δείκτες μέτρησης της ανεργίας των νέων.
Το ελληνικό παράδειγμα
Η Ελλάδα μετρά περίπου ένα εκατομμύριο νέους ηλικίας από 15 έως 24 ετών. Από αυτούς ωστόσο μόλις το 1/3 συγκαταλέγεται στο εργατικό δυναμικό, που μπορούν δηλαδή όντως να εργαστούν. Από αυτό το 1/3 λοιπόν, όντως πάνω από το 50 % είναι άνεργοι, δηλαδή περίπου 170.000. Γι΄ αυτή την ηλικιακή ομάδα λοιπόν το ποσοστό της ανεργίας κυμαίνεται στο 55%.
Σε αντίθεση με αυτή την ομάδα, τα υπόλοιπα 2/3 που πηγαίνουν σχολείο, σπουδάζουν ή υπηρετούν στο στρατό και συνεπώς δεν εργάζονται, χαρακτηρίζονται ως ανενεργό δυναμικό. Κάνοντας αυτό το διαχωρισμό λοιπόν, τα στοιχεία προσαρμόζονται ως εξής για την Ελλάδα: στο σύνολο του πληθυσμού νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών, μόλις ένας στους έξι είναι άνεργος, με το ποσοστό της ανεργίας να μην ξεπερνά το 16 %. Παρόμοια αλλάζουν οι δείκτες και στο παράδειγμα της Ισπανίας.
Αναγκαίες οι εθνικές υπηρεσίες
Τα διορθωμένα αυτά προς τα κάτω στοιχεία όμως δεν είναι λόγος εφησυχασμού, επισημαίνει ο Καρλ Μπρένκε από το Γερμανικό Ινστιτούτο της Οικονομίας στο Βερολίνο. Αυτές οι διαφορές θα συνεχίσουν να υφίστανται, μέχρι να υπάρξει εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών και σε αυτό το πεδίο.
ΠΗΓΗ DW