Ο άγιος που είπε ψέματα για να σώσει το φονιά του αδελφού του
Ο Αγιος Διονύσιος γεννήθηκε στο ξακουστό νησί της Ζακύνθου, από τους ευγενέστερους, πλουσιότερους και ενδοξότερους άρχοντες της πόλης αυτής.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Μώκιος, από το γένος των Σηκούρων, και η μητέρα του Παυλίνα, άνηκε στο γένος των Βαλβίων, που ήταν άρχοντες της αριστοκρατίας των Ενετών.
Επειδή όμως οι κοσμικές φροντίδες και ο πολυτάραχος θόρυβος των βιοτικών πραγμάτων τον εμπόδιζαν να θέσει σε εφαρμογή τον θεοφιλή σκοπό του και τον θεϊκό έρωτα, αποφάσισε να απομακρυνθεί από τις συγχύσεις και ταραχές του κόσμου, για να μπορεί ατάραχα να εντρυφά στα ουράνια, και να λατρεύει ολόψυχα τον δημιουργό και Σωτήρα Θεό. Θεωρώντας λοιπόν, κατά τον απόστολο Παύλο (Φιλιπ. 3, 8), τα πάντα ως σκουπίδια [σκύβαλα], περιφρόνησε με γενναιότητα κάθε απόλαυση της παρούσας ζωής, την αγάπη των γονέων, το μέγεθος του πλούτου, την αριστοκρατική καταγωγή, τις τιμές και δόξες των αξιωμάτων, και κάθε άλλο που ήταν αρεστό στη σάρκα και την καλοπέραση, και φεύγοντας από την ιδιαίτερη πατρίδα του, πέταξε σαν αετός σε ψυχοσωτήρια φωλιά: Πήγε στη βασιλική Μονή των Στροφάδων, πού βρισκόταν απέναντι και στο νότιο μέρος της Ζακύνθου, σε απόσταση μέχρι 40 μίλια.
Φτάνοντας εκεί γεμάτος πνευματική ευφροσύνη, αφού υποβλήθηκε στην κανονισμένη δοκιμή σύμφωνα με τα ισχύοντα για τους μοναχούς, έλαβε από τον Ηγούμενο το αγγελικό ένδυμα και έγινε καλόγηρος. Αφού πέρασε με επιτυχία το στάδιο της δοκιμασίας, τον έκριναν άξιο για το βαθμό της ιεροσύνης.
Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης
Αργότερα ένιωσε την επιθυμία να μεταβεί για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και την Ιερουσαλήμ. Με απόφαση της μοναστικής αδελφότητας κρίθηκε σκόπιμο να πάει στα νησιά των Κυκλάδων, για να βρει ευκολότερα κάποιο πλοίο, ώστε να ταξιδέψει προς τους Αγίους Τόπους, καθώς το επιθυμούσε η καρδιά του. Πηγαίνοντας από νησί σε νησί και ζητώντας να βρει την ευκαιρία για να εκπληρώσει το σκοπό του, πέρασε και από την Αθήνα. Σύμφωνα με την κανονική ιερατική τάξη πήγε να προσκυνήσει και τον μητροπολίτη, ο οποίος είχε ακούσει τα όσα καλά λέγονταν για τον Διονύσιο. Τον παρακίνησε λοιπόν να αναλάβει τη διαποίμανση της Αρχιεπισκοπής της Αίγινας, που τότε χήρευε.
Επειδή όμως η φήμη γι' αυτόν εξαπλωνόταν παντού και όπως ο μαγνήτης τον σίδηρο είλκυε τους πάντες κοντά του για να ακούσουν τα μελιστάλαχτα και θεόσοφα λόγια του, μετά από αρκετό χρόνο αρχιερατείας, επειδή φοβήθηκε μη τυχόν και ο έπαινος των ανθρώπων που τόσο πολύ τον είχε υψώσει, τον γκρεμίσει στο φαράγγι της κενοδοξίας, σκέφθηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο. Και λοιπόν, αφού άφησε άξιο διάδοχο, ετοιμάσθηκε να Επιστρέψει στην αγαπημένη του πατρίδα, τη Ζάκυνθο.
Επιστροφή στη Ζάκυνθο. Ησυχαστής στην Αναφωνήτρια
Καθώς έφτασε στην αγαπημένη του πατρίδα, με την επίσημη ιδιότητα του αρχιερέα, όλοι οι συμπατριώτες του πήραν απερίγραπτη χαρά, διότι τον σέβονταν ως νοητό ήλιο της αγιότητας. Επειδή μάλιστα την περίοδο εκείνη χήρευε η Αρχιεπισκοπή της Ζακύνθου, το 1589 ο Διονύσιος ορίσθηκε με Γράμμα πατριαρχικό να διαποιμάνει επιτροπικώς την εκκλησιαστική εκείνη επαρχία, μέχρι που να γίνει νέα εκλογή, πράγμα που έλαβε χώραν επί πατριαρχίας του τότε πατριάρχη Ιερεμία. Είχε μάλιστα κατάλληλο τόπο, από δεκαετίας, έτοιμο για να ησυχάσει, όπως το επιθυμούσε, στον οποίο τόπο βρισκόταν οικοδομημένο το ξακουστό μοναστήρι της Υπεραγίας Θεοτόκου, της επονομαζόμενης Αναφωνητρίας, που απέχει σχεδόν είκοσι μίλια από την πόλη της Ζακύνθου και δεσπόζει σ' ένα από τα ψηλότερα όρη του νησιού, προς το δυτικό μέρος του.
Συγχωρεί τον φονιά του αδελφού του
Κάποιος άνθρωπος ξένος, τολμηρός και αυθάδης, με χέρι σιχαμερό τόλμησε να σκοτώσει τον Κωνσταντίνο, τον γνήσιο και αγαπημένο αδελφό του αγίου. Αφού διέπραξε αυτή τη σιχαμερή δολοφονία, φοβούμενος τη δύναμη των συγγενών του Κωνσταντίνου, διέφυγε σε τόπους έρημους και αδιάβατους για να γλιτώσει τη ζωή του. Τελικά (κατά το θεϊκό σχέδιο για να φανερωθεί η μεγάλη και παράδοξη αρετή του αγίου) ξέπεσε στο προαναφερθέν μοναστήρι της Θεοτόκου Αναφωνητρίας, όπου ηγουμένευε ο άγιος. Και μη γνωρίζοντας ότι ο ηγούμενος ήταν αδελφός του φονευθέντος, κατατρομαγμένος και μισοπεθαμένος από τον φόβο, με δάκρυα στα μάτια πέφτει στα γόνατα μπροστά στον άγιο, και τον παρακαλεί να κάνει έλεος σ' αυτόν, κρύβοντάς τον σε μέρος ασφαλές. Βλέποντάς τον ο άγιος τόσο τρομαγμένο, τον ρωτάει για να μάθει την αιτία του μεγάλου φόβου. Ακούει δε από αυτόν ότι κρύβεται από την οργή των αρχόντων, που τον κυνηγούσαν για να τον βρουν και να τον εκτελέσουν, διότι είχε σκοτώσει κάποιον Κωνσταντίνο που άνηκε σ' αυτήν την αρχοντική οικογένεια.
Πόνο αισθάνθηκε ο άγιος στην καρδιά του, όπως ήταν φυσικό, ακούγοντας ένα τόσο θλιβερό και πικρότατο μαντάτο, αφού μάλιστα δεν είχε και άλλον αδελφό.
Το σεπτό σκήνωμα του Αγίου Διονυσίου εκ Ζακύνθου που φυλάσσεται σε ασημένια λάρνακα στον ομώνυμο ναό στην Ζάκυνθο που είναι αφιερωμένος στην αγιοσύνη του.