Το όραμα του Μοναχού Κυρίλλου
Ό ιερομόναχος π. Κύριλλος διηγήθηκε το έξης όνειρο στον Γέροντα Βαρσανούφιο.
"Βρισκόμουνα σε μία πόλη. Στον δρόμο, όπως περπατούσα, μερικοί άνθρωποι πετούσαν μπροστά στα πόδια μου ξύλα σε διάφορα μεγέθη. Και με αυτά έφτιαχναν οδοφράγματα. Μα εγώ κατάφερνα και σκαρφάλωνα από επάνω και έτσι συνέχιζα την πορεία μου. Ενώ αυτοί, με τον τρόπο αυτό προσπαθούσαν να με εμποδίσουν, κανένας δεν τολμούσε να με αρπάξει, γιατί κάποια δύναμη τούς εμπόδιζε. Και έτσι κατάφερα να ξεπεράσω πολλά οδοφράγματα. Ενώ αυτοί προσπαθούσαν να μού δημιουργούν όλο και περισσότερα εμπόδια, εγώ από τον φόβο μου έτρεχα, για να μη με συλλάβουν.
Έρποντας ξεπέρασα και το τελευταίο οδόφραγμα. Και τότε βρέθηκα στην όχθη ενός μεγάλου ποταμού. Δίπλα στην αποβάθρα, αγκυροβολούσε ένα τεράστιο ατμόπλοιο. Έτρεξα προς το πλοίο. Μόλις πάτησα τα πόδια μου στο πλοίο, ξεκίνησε αμέσως. Ρίχνω μια ματιά στην ξηρά. Και τι βλέπω; Οι άνθρωποι πού πριν από λίγο με κυνηγούσαν άρχισαν να ουρλιάζουν, να βρίζουν και να σφίγγουν τις γροθιές τους απειλητικά. Όλοι οι επιβάτες τού πλοίου, μοναχοί και λαϊκοί, ήταν φιλικοί μαζί μου. Αφού διασχίσαμε μερικά χιλιόμετρα, ή πόλη πίσω μας σιγά-σιγά χανόταν.
Ξαφνικά ακούω μια φωνή να με διατάζει: Κοίτα πίσω σου! Γυρίζω και τι να δώ; Στο σημείο πού προηγουμένως στεκόταν ή πόλη, αναδύονταν τώρα τεράστιες φλόγες, στήλες καπνού, ένα καμίνι, από την γη μέχρι τον ουρανό. «Δόξα Σοι Κύριε, πού γλύτωσα από τον κόσμο», έλεγα στον εαυτό μου.
Μετά φτάσαμε σε ένα πανέμορφο μέρος. Εκεί υπήρχαν όλα τα αγαθά τού κόσμου.
Μια θαυμάσια πόλη. Τεράστιες οικοδομές. Πανέμορφοι κήποι. Οι κάτοικοι της πόλης, ντυμένοι όλοι με λευκά ενδύματα, έτρεξαν να μάς υποδεχθούν. Την στιγμή πού ετοιμαζόμουν να κατέβω από το πλοίο με φώναξαν να γυρίσω πίσω. Γιατί είπαν πώς, ακόμη δεν είχε φτάσει ή ώρα για αποβίβαση. «Καλά, και που σκέφτονται να με πάνε;» αναρωτήθηκα. «Δεν έφθασε ακόμη ή ώρα για σένα.
Πρέπει να προηγηθούν τρεις ακόμη και μετά ή αφεντιά σου. Εσύ θα είσαι ο τέταρτος στην σειρά». Και τότε άκουσα να λένε τα ονόματα τριών πατέρων.
Το πλοίο ξεκίνησε. Ξύπνησα, κλαίγοντας. Έκαμα τον σταυρό μου.
Το όνειρο αυτό, είπε ό π. Κύριλλος, το διηγήθηκα στον Αρχιμανδρίτη (= στον ηγούμενο) και σε μερικούς πατέρες. Όλοι είπαν πώς, όταν πεθάνουν αυτοί οι τρεις πατέρες, πού ακούστηκαν τα ονόματα τους, θα ακολουθήσω και εγώ, ό τέταρτος.
Αργότερα, ό π. Κύριλλος μετατέθηκε σε άλλο μοναστήρι, είπε ο Γέροντας, και μετά από τρεις μήνες πληροφορήθηκε πώς ό πρώτος από τος τρεις αδελφούς είχε πεθάνει. Δεν γνωρίζω, αν οι άλλοι δύο πατέρες, ή και ο ίδιος ζουν ακόμη. Το καλοκαίρι ακόμη ζούσε. Μα και εμείς δεν γνωρίζομε, ποιο είναι το δικό μας νούμερο."
πηγη xristianos.gr