Πρώην «κάτοικος» Αμυγδαλέζας: Στην Ελλάδα ζω ελεύθερος

Περπάτησε αμέτρητα χιλιόμετρα, έφτασε στην Ελλάδα, δούλεψε, συνελήφθη, φυλακίστηκε και παρόλα αυτά επιμένει«ελληνικά»: Η ιστορία ενός ανθρώπου που διέσχισε δύο χώρες για να φτάσει στην Ελλάδα κι αντί για την «ελευθερία» που ονειρευόταν, γνώρισε τη φυλακή«σκλαβιά»της Αμυγδαλέζας όπου παρέμεινε έγκλειστος για ενάμισυ χρόνο.
3'

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ - ΑΠO ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΚΙΣΤΑΝ, ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Της Κατερίνας Αγριμανάκη

Φωτογραφίες: Γιώργος Διαμαντάκης

Μέσα σε ένα ετοιμόρροπο κτίσμα της Αθήνας ζει, εδώ και μερικές μέρες, ο Αμπάς.

Μέσα σε ακαθαρσίες, παγωνιά και πεσμένους σοβάδες. Όπως λέει, δεν τον πειράζει. Είναι το νέο του «σπίτι». Και παρότι άνεργος, άστεγος, άρτι "αποφυλακισθείς" μετά από 18 μήνες στο στρατόπεδο της Αμυγδαλέζας, εξακολουθεί να βλέπει το μέλλον του στην Ελλάδα της «ελευθερίας».

Ο Αμπάς μιλά ελληνικά καθώς είναι στη χώρα από το 2001. Δείχνει απροσδόκητη προθυμία να μιλήσει για την ιστορία του, απλώς – για προφανείς λόγους – δε θέλει να φωτογραφηθεί ούτε να γνωστοποιηθεί η ταυτότητά του και το μέρος όπου ζει.

Στην ερώτηση τι τον έφερε στην Ελλάδα, εξηγεί: «Η ελευθερία. Στο Πακιστάν δεν είναι εύκολα τα πράγματα. Σου λένε τι να κάνεις, ακόμα και πώς να σκεφτείς. Εδώ αφεντικό του εαυτού σου είσ'εσύ».

Το ταξίδι προς την πολυπόθητη ελευθερία, λοιπόν, ήταν αυτό που έχουν πληρώσει ακριβά - ακόμη και με τη ζωή τους - εκατοντάδες άνθρωποι από το Πακιστάν. Με τα πόδια, μέσω Ιράν, προωθήθηκαν από τα κατάλληλα κυκλώματα στην Τουρκία κι από κει, πέρασαν τον Έβρο για να φτάσουν στην Ελλάδα. Το ίδιο κι Αμπάς από τη Λαχόρη - τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Πακιστάν.

Όπως λέει, δούλευε στα κτήρια ιδιωτικής επιχειρήσης ως υπάλληλος καθαριότητας. Κάποια στιγμή, ωστόσο, έκλεψαν τα χαρτιά του και εν μια νυκτί βρέθηκε σε καθεστώς παρανομίας. Σε μία από τις περιβόητες «επιχειρήσεις σκούπα» της αστυνομίας, ο Αμπάς συνελήφθη και με συνοπτικές διαδικασίες οδηγήθηκε στην Αμυγδαλέζα.

Εκεί έμεινε για 18 ολόκληρους μήνες. «Ήταν δύσκολα. Τόσοι άνθρωποι στριμωγμένοι εκεί, χωρίς κινητά, χωρίς να έχουν κάτι να κάνουν. Έκανα υπομονή και σκεφτόμουν πως κάποτε θα τελειώσει».

Στο στρατόπεδο που κάποιοι μέχρι τέλους επέμεναν να αποκαλούν «κέντρο φιλοξενίας», άνθρωποι έγιναν αυτόχειρες, εξεγέρθηκαν, ξυλοποπήθηκαν, λοιδωρήθηκαν, υπέμειναν άθλιες διαβίωσης, υπέστησαν κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων τους, έφτασαν στα ανθρώπινα όριά τους.

Στην ερώτηση αν κάποια στιγμή ο ίδιος «αντιμετωπίστηκε βίαια» από τους αστυνομικούς φρουρούς, απαντά: «Εγώ όχι, ποτέ. Άλλοι άνθρωποι, ναι». Και - σαν να μετανιώνει για την απάντησή του - σπεύδει να υπερασπιστεί τους φύλακες, προσθέτοντας: «Δεν ενοχλούσα, δεν παραπονιόμουν, δεν έκανα φασαρίες, ήμουν υπομονετικός. Και οι φρουροί το οκτάωρό τους θέλουν να κάνουν και να ξεμπερδεύουν. Όταν, όμως, τα πράγματα αγριεύουν....»

Διευκρινίζει πως, επειδή γνώριζε ελληνικά και αγγλικά αλλά και λόγω της εμπειρίας του στην Ελλάδα, οι φύλακες, οι γιατροί και το προσωπικό των εγκαταστάσεων ζητούσαν τη βοήθειά του και τον εκτιμούσαν. Όπως λέει, το 24ωρο κυλούσε αργά. Με λίγη κουβέντα, λίγη μπάλα και πολλή υπομονή. Τηλέφωνα κινητά απαγορεύονταν και η τηλεόραση ήταν πολυτέλεια μόλις του τελευταίου διμήνου.

Όσο για το τι σκοπεύει να κάνει; Τα χαρτιά που έχει στα χέρια του του εξασφαλίζουν τρίμηνη παραμονή στην Ελλάδα, την οποία σκοπεύει να παρατείνει. Για επιστροφή, ούτε λόγος: «Σίγουρα δε γυρίζω πίσω», επιμένει «δε θέλω να μου λένε οι άλλοι πώς θα ζω, θέλω να είμαι ελεύθερος».

Στον αποχαιρετισμό και την ευχή για μία καλή τύχη και μία καλύτερη ζωή, ο Αμπάς χαμογελώντας, ευχαριστεί με το χέρι στην καρδιά και αποκρίνεται: «Ζωή έχουμε όλοι, χειρότερη ή καλύτερη την κάνουμε μόνοι μας».

Σχετικές ειδήσεις