Βαγγέλης Γιακουμάκης: «Έκανε σχέδια για το Πάσχα...»
ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΙΚΟ ΧΑΜΟ ΤΟΥ
Tης Γεωργίας Λινάρδου
Και μιλιά έχουν τα παιδιά που σπουδάζουν στην Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων, αλλά και λαλιά! Γιατί δε μιλούν δυνατά; Μήπως διότι η κοινωνία δεν έχει έτοιμα τ’ αυτιά της ν’ ακούσει;
Οι διαστάσεις που έχει λάβει η ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη, είναι δραματικές, ανεξαιρέτως... κατεύθυνσης.
Αυτό, μεταξύ άλλων, προκύπτει και απ’ όσα λένε μεταξύ τους τα «νεαρούδια», οι φίλοι και συμμαθητές του στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων.
Πήγαν εκεί να σπουδάσουν, να εκπαιδευθούν, να βγουν στη δουλειά και στη ζωή. Χαρούμενα πλάσματα. Έκαναν τις παρέες τους, έβγαιναν μαζί, τσακώνονταν, ερωτεύονταν.
Υπήρχαν ανάμεσα τους και κάτι νταήδες, που λέει ο λόγος δηλαδή. Και;
Και όλα αυτά, μες στην εγκατάλειψη, στην αύρα μιας πάλαι ποτέ σπουδαίας σχολής, μοναδικής στο είδος της με σχεδόν εκατό χρόνια ιστορίας. Τώρα της είχαν απομείνει μόνον τα ζωντανά για τη γαλακτοκομική παραγωγή. Κάποτε είχε και δικές της καλλιέργειες και γινότανε γιορτή με τους καρπούς και τις πραμάτειες που έβγαζε η γη. Και τώρα, όμως, ακόμη και με την εγκατάλειψη, ό, τι παρήγαγαν αυτά τα παιδιά, ανάμεσα τους κι ο Βαγγέλης -σε όποιες αντίξοες συνθήκες- η Σχολή τα έδινε σε ένα ορφανοτροφείο.
Όπως λένε κάποιοι κάτοικοι στον Κατσικά και στην Ανατολή: «Στο ορφανοτροφείο της Ντουραχάνης έδιναν αυτά που έβγαζαν από τη Σχολή».
Μιλούν για ένα Μοναστήρι εκεί κοντά που το ανάστησε ένας ιερέας, «ο παπά Θανάσης» για τους παλιούς που τον ήξεραν καλά ή αλλιώς «ο γέροντας» για τους νεώτερους που δεν τον γνώρισαν. Ιδιαίτερη μορφή αυτός ο γέροντας.
Πολλοί διαφορετικοί κόσμοι είναι μαζεμένοι σε αυτήν τη σχολή, όπως άλλωστε και σε άλλες πολλές, πανεπιστημιακές η μη. Πολλές μαζεμένες οι αταξίες κι άλλο τόσο οι φόβοι της φανέρωσης τους. Τα γέλια, τα κλάματα, η ξεγνοιασιά, ο θυμός, η θλίψη ή η ευτυχία, τα μυστικά. Τίποτα περίεργο και τίποτε αλλόκοτο, δηλαδή, εάν δεν πρωταγωνιστούσε σε όλο αυτό το σκηνικό η... εγκατάλειψη και μαζί η βία που κουβαλά παρέα της.
Στα παλιά χρόνια της Σχολής, οι καθηγητές ζούσαν εκεί σε ειδικά οικήματα που υπήρχαν με τις οικογένειές τους.
Το «αδιέξοδο» μιας «κλειστής κοινωνίας», δε μπορείς να το αλλάξεις, αλλά μπορείς να το αντιπαρέλθεις όταν υπάρχουν κίνητρα, μπορείς να ξεφύγεις. Δύσκολα. Παρ’ όλα αυτά τα «νεαρούδια» συνέχιζαν να είναι χαρούμενα και ευτυχισμένα, έστω και με τις πλέον υποβαθμισμένες υποδομές και συνθήκες τόσο για την εκπαίδευση όσο και για τη διαμονή τους. Μέχρι τη στιγμή που εξαφανίστηκε ο Βαγγέλης.
Κυρίως, όμως, μέχρι την περασμένη Κυριακή. Τότε ήταν που μπήκε τέλος στην ανέφελη ξεγνοιασιά.
Κανένα απ’ αυτά τα παιδιά, παρ’ όλο που γνώριζαν και γνωρίζουν επ’ ακριβώς τι συνέβαινε εκεί πάνω, δεν υποπτεύονταν το τέλος της περασμένης Κυριακής.
Δεν ήθελαν.
Τα όσα συζητούν μεταξύ τους οι συμμαθητές του Βαγγέλη δε λέγονται, δε γράφονται… Εγώ, τουλάχιστον, αρνούμαι να το κάνω. Μεταφέρω μόνον ένα γιατί, έναν πόνο για δικαίωση, έναν δυνατό θυμό.
Μην ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με παιδιά. Με μαθητές. Με σπουδαστές.
Η πλειοψηφία των σπουδαστών αυτών είναι νεαροί από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Κι όμως, μετά τον εντοπισμό της σωρού του συμμαθητή τους, ως πρωταγωνιστές αρχαίας τραγωδίας ζητούν εκδίκηση και παίζουν «κρυφτούλι» με «στοχοποιημένους» συμμαθητές τους μέσω συζητήσεων τετ-α-τετ, αλλά κυρίως μέσω κοινωνικών δικτύων.
Και παράλληλα συνεχίζουν να κλαίνε, να γελούν, να ερωτεύονται, να απογοητεύονται και να ρωτούν... τη λίμνη Παμβώτιδα, κατά πως έχει ορίσει το φευγιό τους.
Μία σκληρή βεντέτα μέσω social media ξεκίνησε πριν από λίγα εικοσιτετράωρα.
Κι εμείς τι κάνουμε; Πάμε με «παλιά εργαλεία» να συνδέσουμε το «Τι» με το «Πώς»; Το πώς η εγκατάλειψη γεννά βία; Πώς η βία σκορπά τον θάνατο; Και τι ήταν αυτό που οδήγησε τον Βαγγέλη στον θάνατο; Και όλα αυτά με κλειστά αυτιά. Μια κοινωνία... κωφάλαλων;
Τι λένε οι κάτοικοι;
Μίλησα με ανθρώπους από τον Κατσικά και την Ανατολή Ιωαννίνων. «Πενθώ». Αυτή τη λέξη την άκουσα από αρκετούς. «Ξέρεις, για εμάς υπάρχει κι ένας επιπλέον λόγος. Βλέπουμε τα φυσικά σημεία, όπου διαδραματίστηκε αυτό το γεγονός», μου περιέγραψε μία μητέρα τριών αγοριών από την Ανατολή.
Όσοι κάτοικοι από τα Ιωάννινα σχετίζονταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τη Σχολή, φοβούνται να μιλήσουν ακόμη και σε συγχωριανούς τους για το θέμα. Όχι διότι εκεί κρύβεται κάποιο μεγάλο μυστικό -πλην από αυτό της εγκατάλειψης και άλλων που οι αρχές γνωρίζουν- αλλά διότι φοβούνται την επόμενη μέρα:
«Δε θέλουμε να κλείσει η Σχολή. Δε φταίει η Σχολή για ό,τι συνέβη, οι άνθρωποι φταίνε, αυτοί που διοικούσαν. Να τους στείλουν παραπέρα, να τους πάνε στη δικαιοσύνη και ν’ αφήσουν τη Σχολή να δουλέψει».
Μου περιγράφουν μία Σχολή που πριν από κάποια χρόνια ήταν «διαμάντι» για την περιοχή. Και ακόμη είναι σπουδαία. «Έρχονται παιδιά απ’ όλη την Ελλάδα να σπουδάσουν εδώ. Κάποια είναι φτωχόπαιδα. Ζουν στο οικοτροφείο. Να το φτιάξουν δε μπορούν; Να μένουν τα παιδιά με ασφάλεια;» αναρωτιέται ένας απ’ τους κατοίκους.
Ότι και να του πω, θα του απαντήσω με την «ασφάλεια» ενός ανθρώπου που δεν είχε παιδί τον Βαγγέλη για να χρειαστεί να το θάψει σήμερα ή ενός κατοίκου που ζει χιλιόμετρα μακριά και που την Κυριακή το πρωί δε βγήκε περίπατο στον χωματόδρομο, λίγα μέτρα απ’ το σημείο που ο Βαγγέλης έσβησε...
(Σ.σ., έτσι, για την ιστορία ρωτάω): Τέλη Νοεμβρίου του 2014 η βουλευτής της ΝΔ, Άννα Μαρία Ασημακοπούλου κατέθεσε αναφορά (ΠΑΒ:2388 27 Νοεμβρίου 2014) στον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Γ. Καρασμάνη με θέμα: «Ορθή λειτουργία της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων».
Στον τότε υπουργό, κατέθεσε την επιστολή διαμαρτυρίας των μαθητών-οικότροφων της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων. Ένα από τα παιδιά που υπέγραφαν τότε τη διαμαρτυρία, ήταν και ο Βαγγέλης Γιακουμάκης.
Και μετά τι έγινε;