Το παιδί με το ακορντεόν...
Τι κάνει ένα παιδί από τη Ρουμανία το οποίο δεν πηγαίνει σχολείο, αλλά εκπαιδεύεται ως «street accordionist» και κλεφτάκος πορτοφολιών, όταν δε θέλει να μαθαίνει αυτά που οι άλλοι θέλουν να του μάθουν;
Της Γεωργίας Λινάρδου
Σαββάτο απόγευμα. Καιρός: μικρό καλοκαίρι στα μέσα της Άνοιξης. Σαλιγκάρια στη βροχή τα πιτσιρίκια έχουν γεμίσει την παιδική χαρά και την πλατεία με τα ψηλά δέντρα στη σκιά του Ελύτη, του Σουρή, του Παπαδιαμάντη, του Καζαντζάκη, του Βάρναλη...
Το καφενείο γεμάτο από καφέδες, μπύρες, φαγητά, τσιγάρα, χαρά, μελαγχολία, ξεγνοιασιά, έρωτες και χωρισμούς.
Λειτουργώ ως φωτογραφική μηχανή και συνειδητοποιώ πως το μόνο που παραμένει ακίνητο στο «φακό» μου, είναι ένα παλιό μαύρο ακορντεόν μ' ένα κολλημένο πλαστικό ποτήρι στην πλευρά των πλήκτρων. Μεσαίου μεγέθους ακορντεόν, λίγα εκατοστά αριστερά από την είσοδο της παιδικής χαράς.
Σηκώνομαι απ' τη θέση μου κι αρχίζω να αναζητώ τον ιδιοκτήτη.
«Σε ποιον ανήκει το ακορντεόν;»
Αρκετοί δε γνώριζαν. Όμως, οι πιστοί θαμώνες της πλατείας, ήξεραν.
«Του ...! Αυτό το ακορντεόν είναι του ...!», μου λένε κάτι μαμάδες οι οποίες πηγαίνουν καθημερινά τα παιδιά τους εκεί.
«Τον έχεις ακούσει να παίζει;» με ρωτούν.
-Οχι, δεν τον ξέρω καν.
«Α, είναι εκπληκτικός!»
-Ο ..., ποιος είναι ο ... ;
«Ένα παιδάκι του δρόμου που γυρνά με το ακορντεόν του από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα και μαζεύει μεροκάματο», μου λένε.
-Αυτός είναι ο ... ;
«Ναι».
Δέκα ετών. Κατάγεται από την Ρουμανία. Κατεβαίνει στο κέντρο με τον Ηλεκτρικό. Άγριο πιτσιρίκι. Τσακώνεται, ερωτεύεται, προσπαθεί να κλέβει, μερικές φορές φτύνει, βρίζει, χτυπά, επιτίθεται, άλλες φορές ζητά συγνώμη κι άλλες κλαίει πικρά όταν τις «τρώει». Τον παρατηρώ. Πόσο παιδί είναι κάτω από τη βίαιη ενηλικίωση του.
Σαχλαμάρες! Ο ... βγάζει αρκετά λεφτά στο «καθισιό» του.
Γιατί να μην τον βάζει κάποιος να δουλεύει; Τι το χρειάζεται το σχολείο ο μικρός, όταν μπορεί να εξελιχθεί σε πρώτης τάξεως κλέφτης ή μουσικός του δρόμου και να κουβαλά λεφτά στο σπίτι;
Ο ... είναι χαζός!
Ενώ θα μπορούσε να γίνει ο καλύτερος κλέφτης με το μυαλό που διαθέτει, προτιμά να κλαίει και να ζητά συγγνώμη κάθε που τον τσιμπούν περαστικοί να κλέβει, να ξεχνιέται γλείφοντας ένα παγωτό που τον κερνάνε, να γελάει κάθε που αποκρούει μπαλιά σ' ένα αυτοσχέδιο τέρμα μεταξύ δύο κορμών δέντρων και να νιώθει υπερήφανος με ένα ζευγάρι γάντια τερματοφύλακα που τα λεπτά του χεράκια πλέουν εκεί μέσα.
Ο... είναι τελείως ανώριμος! Αντί να κυνηγάει το μεροκάματο, κάθε απόγευμα πάει στην παιδική χαρά, παρατά το παλιό του ακορντεόν και παίζει με τους φίλους του. Τους φίλους που γνώρισε, ενώ πήγαινε για το μεροκάματο. Ξέρει την ώρα που τελειώνουν το σχολείο και κάθε απόγευμα τους περιμένει.
Πόσο απείθαρχος που είναι αυτός ο μικρός σαλτιμπάγκος;
Ο... παρατά το ακορντεόν δίπλα στη σιδερένια πόρτα της παιδικής χαράς, εκεί όπου συνήθως οι περισσότεροι αφήνουν ποδήλατα, πατίνια, δεμένα σκυλιά ή κάτι άλλο, που δε θέλουν να τους κλέψουν; Ο ... ξέρει καλά πως ότι υπάρχει σ' αυτό το σημείο δεν το πειράζει κανείς. Έτσι, αφήνει κι αυτός εκεί τα πολύτιμά του: ένα παλιό μαύρο ακορντεόν μ' ένα πλαστικό ποτήρι για να δέχεται τα κέρματα.
Κι αν μερικές φορές τις φάει απ' τον μεγαλύτερο αδελφό του ή δεν ξέρω κι εγώ από ποιον άλλον, γιατί παρατάει το μεροκάματο, πάλι εκείνος θα επιστρέψει στο παιχνίδι.
Ο ... βγάζει στο «καθισιό» του αρκετά λεφτά. Δουλεύει σκληρά. Αλλά δε θέλει ο άμοιρος να δουλεύει! Να παίζει ποδόσφαιρο θέλει στην πλατεία μίας από τις ακριβότερες συνοικίες της πόλης. Γι' αυτό τις τρώει τις «ανάποδες» τους. Είναι μόλις 10 ετών.
Αυτή είναι η ιστορία του... με το ακορντεόν του. Τι ωραία που θα' ταν να υπήρχε μία «μηχανή του χρόνου» να γύριζε τον μικρό πίσω στο '60, στην αγκαλιά του Κ. Βάρναλη ο οποίος καθισμένος εκεί δίπλα του, να του μιλούσε για την πλατεία που «χαιρότανε το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία» ή του Ο.Ελύτη να του απαγγέλλει: «Παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο. Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο»...