Η περιπέτεια του μικρού Αφγανού και ο αγώνας για την επιβίωση του στο ταξίδι της μετανάστευσης
Τα όνειρα του μικρού Αζάζ βούλιαξαν στο λιμάνι του Πειραιάμετά από ένα περίπου μήνα που προσπαθούσε να φτάσει στην Ελλάδα με την οικογένειά του.
Της Μαρίας Γιαχνάκη
Ο μικρός Αφγανός που με την ιστορία του απεικονίζει μια σκληρή πραγματικότητα, την οποία βιώνουν χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες και μετανάστες έγινε συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε Τούρκους εμπόρους, Αφγανούς μετανάστες και Αμερικανούς ακτιβιστές λόγω της γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Μοιραία έγινε ο άνθρωπος που έπρεπε να συνεννοηθεί ακόμη και για τις μεταφορές τους από την Τουρκία στην Ελλάδα και για όλη την διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσουν μέχρι να φτάσουν στα ελληνικά νησιά.
Τον Αζάζ, για τον οποίο είχαμε αναφερθεί σε προηγούμενο ρεπορτάζ μας στο newsbomb, τον είχα γνωρίσει στην Σμύρνη όπου έμενε ήδη 20 μέρες περιμένοντας να έρθει η μέρα της αναχώρησης για την Ελλάδα.
Έφυγε κυνηγημένος από τους Ταλιμπάν, με την οικογένειά του αφού σκότωσαν τον πατέρα του.
Με τη μητέρα του, τη γιαγιά του και τον αδελφό του έφυγαν από το Αφγανιστάν για την Σμύρνη, ξόδεψαν χιλιάδες ευρώ στη μεταφορά τους και ακόμη περισσότερα στους Τούρκους εμπόρους που κάθε μέρα τους υπόσχονταν ότι θα τους περάσουν απέναντι, αλλά αυτή η μέρα δεν ερχόταν ποτέ.
Το αποτέλεσμα ήταν να παραμένουν σε ένα πανδοχείο στο ιστορικό κέντρο της Σμύρνης αλλά τουλάχιστον όχι στον δρόμο, όχι στο κρύο, όχι στην βροχή όπως χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες στην Ελλάδα που έδιναν μάχη με τις λάσπες. Όταν συναντήθηκα με τον μικρό Αζάζ του εξήγησα ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα είναι πολύ κακές λόγω των κλειστών συνόρων αλλά εκείνος μου απάντησε ότι πρέπει να περάσουν απέναντι για να συνεχίσουν την προσπάθειά τους για την Γερμανία όπου τους περίμεναν οι συγγενείς τους.
«Εδώ όσο μένουμε χαλάμε χρήματα και στο τέλος δεν θα έχουμε τίποτα να συνεχίσουμε το ταξίδι μας για την Ευρώπη. Οι Τούρκοι έμποροι ζητάνε να κάνουμε βρώμικες δουλειές αν δεν έχουμε χρήματα. Αλλά αυτό δεν επιτρέπεται στην μητέρα μου, ούτε εμείς δεχόμαστε αυτό που κάνουν άλλες γυναίκες οι οποίες για να μαζέψουν χρήματα εκδίδονται»
Με την βοήθεια του μικρού και της μητέρας του συνειδητοποίησα ότι το κύκλωμα που τους είχε αναλάβει στην Τουρκία ήταν αδίστακτο.
Τους είχαν πάρει όλα τα χρήματα ως προκαταβολή για να περάσουν απέναντι και μετά τους καθυστερούσαν για να τους αναγκάσουν να βρουν κι άλλα χρήματα για να πληρώσουν το ταξίδι τους προς την Ελλάδα.
Απέναντι από το πανδοχείο οι Τούρκοι έμποροι είχαν στήσει το στρατηγείο τους από όπου έλεγχαν τα πάντα, ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε στα πανδοχεία. Όποιος ξέμενε από χρήματα ήξερε που θα τους βρει.
Το βράδυ εκείνο η ζωή του Αζάζ και της οικογένειά του άλλαξε. Οι Τούρκοι δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι την επίσκεψή μου στο πανδοχείο των μεταναστών, ούτε την επαφή μου με τον μικρό Αφγανό. Το απόγευμα με ανάγκασαν να φύγω και το ίδιο βράδυ πήραν την οικογένεια και την μετέφεραν στο Τσεσμέ.
Το μήνυμα του μικρού ήρθε στο κινητό μου το ξημέρωμα στο οποίο μου έγραφε ότι τους μετέφεραν με αυτοκίνητο χωρίς παράθυρα σε μια περιοχή που απείχε περίπου 2 ώρες. Στο δρόμο τους σταμάτησαν αστυνομικοί οι οποίοι απλώς άνοιξαν τις πόρτες, τους είδαν μέσα στο αυτοκίνητο και μετά τους άφησαν να περάσουν σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Φτάνοντας στο Τσεσμέ έμειναν εκεί για άλλες 5 μέρες σε ένα ξενοδοχείο με πισίνα, στο οποίο έμεναν πολλοί μετανάστες.
Εκεί τους φρόντιζαν Αμερικανοί ακτιβιστές οι οποίοι τους έδιναν φάρμακα τρόφιμα ρούχα και κουβέρτες.
«Το περιβάλλον που μένουμε εδώ μου γράφει ο μικρός ,είναι καλύτερο από το προηγούμενο αλλά η μαμά έδωσε κι άλλα χρήματα γι' αυτό στους εμπόρους μας. Το ξενοδοχείο έχει και πισίνα αλλά κανείς μας δεν ενδιαφέρεται διότι θέλουμε να φύγουμε».
Η αλληλογραφία μου με τον μικρό συνεχίστηκε μέσω τηλεφώνου, ενώ μου έστελνε φωτογραφίες για την διαμονή του, η οποία αληθινά ήταν αξιοπρεπής.
Τότε μου έκανε μια ερώτηση που άργησα να του απαντήσω διότι πραγματικά δεν ήξερα τι να του πω.
«Αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η καλύτερη λύση να μείνουμε εδώ ή να έρθουμε στην Ελλάδα; Θέλουμε να τελειώνουμε το ταξίδι αλλά τι νομίζετε εσείς;»
Έχοντας δει τις φωτογραφίες της διαμονής του στο Τσεσμέ και τις συνθήκες ντρεπόμουν να του μιλήσω για τις απάνθρωπες συνθήκες στην Ελλάδα όμως και τα σύνορα ήταν κλειστά.
«Είναι καλύτερα να μείνετε εκεί , του γράφω, στην Ελλάδα οι συνθήκες δεν είναι καλές, τα σύνορα είναι κλειστά θα εγκλωβιστείτε και δεν θα μπορείτε να ζήσετε ανθρώπινα».
Ο μικρός μου ξανάγραψε σε λίγες μέρες στέλνοντάς μου φωτογραφίες αυτή την φορά από τα Βουρλά άλλη παραλιακή περιοχή όπου βοηθούσε τους ακτιβιστές να συνεννοηθούν με τους πρόσφυγες που δεν μιλούσαν αγγλικά.
«Άργησα να σας γράψω διότι πάλι μας μετακίνησαν. Δεν μας άφησαν να φύγουμε για την Ελλάδα διότι είχε φουρτούνα, άλλωστε είχαν άλλοι προτεραιότητα. Η μαμά είπε ότι της ζήτησαν περισσότερα χρήματα. Τώρα μας βοηθούν κάτι Αμερικανοί να μπούμε σε βάρκες για να περάσουμε απέναντι».
Το επόμενο μήνυμα μου το έστειλε από τον καταυλισμό Σούδα της Χίου όπου είχε φτάσει με την βοήθεια των Αμερικανών.
Στον καταυλισμό έμεναν Σύριοι και Αφγανοί αλλά και κάποιοι Πακιστανοί. «Είναι λίγο βρώμικα εδώ γιατί οι Άραβες είναι βρώμικοι, μου γράφει στο καινούριο του μήνυμα, οι Αμερικάνοι μας μοίρασαν χάρτες στην γλώσσα μας για την περιοχή και μένουμε μέσα σε σκηνές τουλάχιστον ο καιρός είναι καλός. Κάθε μέρα έρχονται όλο και περισσότεροι μετανάστες».
Ο μικρός πάλι αναρωτιόταν στα μηνύματά του αν πρέπει να έρθει στην Αθήνα ή όχι.
«Ο Πειραιάς είναι γεμάτος , η Ειδομένη είναι σε άθλια κατάσταση. Μείνε όσο μπορείς» του πρότεινα, όμως λίγες μέρες μετά σχεδόν την ημέρα που επρόκειτο να αφιχθούν οι Τούρκοι αξιωματικοί στην Χίο, ανάγκασαν όλους τους μετανάστες να πάρουν το πλοίο της γραμμής για τον Πειραιά.
Ο μικρός Αζάζ φτάνει το ξημέρωμα της επόμενης μέρας στον Πειραιά κουρασμένος και εξαντλημένος. Στην αρχή χαρούμενος που φτάνει όλο και πιο κοντά στον προορισμό του που ήταν η Γερμανία. Όμως όταν κατάλαβε ότι όλα αυτά που του έλεγα στα μηνύματα τα βρήκε μπροστά του σοκαρίστηκε.
«Φτάσαμε στο λιμάνι του Πειραιά» μου γράφει αμέσως από το κινητό του στέλνοντάς μου φωτογραφία από το σημείο που βρισκόταν ζητώντας μου να τον βρω.
Το απόγευμα συναντώ τον μικρό και την οικογένειά του στο λιμάνι του Πειραιά ανάμεσα σε χιλιάδες πρόσφυγες. Η γιαγιά του εξαντλημένη η μητέρα με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, ο αδελφός του Αζάζ με πυρετό και αδύναμος. Ο Αζάζ κουρασμένος και αυτός αλλά δεν ήθελε να το δείξει.
«Αυτή είναι η ζωή μας μου λέει και μου δείχνει τις κουβέρτες τους στο πάτωμα. Εδώ θα κοιμηθούμε δεν έχουν να μας δώσουν σκηνές και είμαστε όλοι έξω. Τουαλέτες δεν υπάρχουν. Αν θες να χρησιμοποιήσεις αυτές που είναι στο κτίριο περιμένεις με τις ώρες την σειρά σου και όταν φτάσεις τελικά φεύγεις διότι από τις αναθυμιάσεις μπορεί να λιποθυμήσεις. Η κατάσταση είναι τραγική. Είχατε δίκιο ίσως έπρεπε να μην έρθουμε, αλλά από την Χίο μας έδιωξαν.»
Ο μικρός άρχισε να βήχει πολύ άσχημα. Τον πήγα στο γιατρό που βρισκόταν στο βαν του Χαμόγελου του παιδιού. Υπήρχε μόνο ένας γιατρός και οι μητέρες με τα παιδιά ήταν δεκάδες. Άλλα έβηχαν άλλα έκλαιγαν άλλα έκαναν εμετό. Πυρετοί, ιώσεις. Ο Πειραιάς είχε μεταμορφωθεί σε ωρολογιακή βόμβα ιώσεων.
Οι μητέρες ζητούσαν την βοήθειά μου λόγω του ότι μιλούσα αραβικά για να πω στην γιατρό τι έχουν τα παιδιά τους. Τέσσερις ώρες μετά αφού εξετάσθηκε ο μικρός και διέγνωσαν πνευμονία με πλησιάζει μια νεαρή μητέρα τριών παιδιών.
Μου ψιθυρίζει στο αυτί αν ξέρω κοντινή εκκλησία διότι είναι Χριστιανή και μου ζητάει να βρω μαγνήσιο γιατί ήταν καρκινοπαθής. Την οδηγώ σε ένα άλλο βαν με έναν γιατρό ο οποίος της δίνει το τελευταίο κουτί που είχε.
Κοιτάω γύρω μου είχε βραδιάσει. Τα τηλεοπτικά συνεργεία είχαν τελειώσει τις απευθείας συνδέσεις τους με τα κανάλια τους, τα φώτα έσβησαν κι έφυγαν. Ξαφνικά χάθηκαν και όλοι αυτοί που ήταν εδώ για να μιλήσουν για το έργο τους στους πρόσφυγες , να φωτογραφηθούν, να κάνουν δηλώσεις για την αλληλεγγύη. Πιο κει μια μικρή κλούβα μοιράζει σε μια ατέλειωτη ουρά προσφύγων σάντουιτς μέσα στα σκοτάδια.
Μικρές παρέες νεαρών μαθητών και φοιτητών είχαν ανακατευτεί μέσα στους πρόσφυγες για να νιώσουν και αυτοί ότι κάνουν την επανάστασή τους και να ικανοποιήσουν τα συναισθήματα του ακτιβισμού τους.
Ο μικρός Αζάζ έχει ξαπλώσει μέσα στις κουβέρτες βήχοντας αλλά αυτή την φορά δεν μιλάει ίσως να σκέφτεται ότι στην Τουρκία να ήταν καλύτερα αν έμενε, ή ακόμη και στο Αφγανιστάν. Όμως τώρα είναι αργά να αλλάξει γνώμη. Τα λεφτά τελειώνουν. Οι θείοι τους από την Γερμανία βαρέθηκαν να περιμένουν. Η Ειδομένη είναι γεμάτη από κόσμο. Τα σύνορα δεν ανοίγουν και δεν έχει καμία όρεξη να προσπαθήσει.
Τώρα δε λέει ότι θέλει να πάει στην Γερμανία αλλά λέει ότι θα πάει σε όποια χώρα τον δεχθούν.
Κοιτάω τον μικρό που κλείνει τα μάτια και αναρωτιέμαι η ελληνική κυβέρνηση ,κοιμάται ήσυχα που κάποιες ανθρώπινες ψυχές πνίγουν τα όνειρά τους στο λιμάνι του Πειραιά; Που κάποιες άλλες ποδοπατούν την αξιοπρέπειά τους στις λάσπες της Ειδομένης; Οι κούφιες δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού ότι όλο νικάει και ότι όλο κλείνει συμφωνίες με τον Τούρκο πρωθυπουργό ή με την Ευρωπαϊκή ένωση δεν έχουν κανένα αντίκρισμα. Ο ίδιος πρέπει να νιώθει το ίδιο υπεύθυνος όσο και η Ευρώπη , όσο και η Τουρκία σε αυτό το θέατρο του παραλόγου. Εκείνος μάλιστα θα πρέπει να νιώθει διπλά υπεύθυνος διότι εκτός του ότι βάζει σε κίνδυνο μια χώρα με όλη αυτήν την ανεξέλεγκτη κατάσταση αφήνει και χιλιάδες ανθρώπων να αιμορραγούν μαζί με τα όνειρά τους, στους δρόμους και στα λιμάνια της χώρας μην έχοντας καταφέρει ούτε μια συμφωνία για την καλυτέρευση της κατάστασης.