Σοκαρισμένοι οι ψαράδες στη Ρόδο - Δεν πίστευαν στα μάτια τους με αυτό που αντίκρισαν στα δίχτυα
Το ξενικό λεονταρόψαρο Pterois miles (λεοντόψαρο, devil firefish, common lionfish) πρωτοεμφανίστηκε στο Αιγαίο και συγκεκριμένα στη Ρόδο, το καλοκαίρι του 2015 και είναι τροπικό ψάρι, που κατάγεται από τον Ινδικό Ωκεανό, όπου φτάνει από την Ερυθρά Θάλασσα, τον Περσικό Κόλπο και τη Νότια Αφρική στα δυτικά, ίσαμε την Ινδονησία και τη Σουμάτρα, στα ανατολικά.
Το είδος εισήλθε στην Μεσόγειο, μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, είναι δηλαδή ένας Λεσσεψιανός μετανάστης. Ο πληθυσμός του δείχνει γρήγορη εξάπλωση στην ανατολική Μεσόγειο, για αυτό κατατάσσεται μεταξύ των χωροκατακτητικών εισβολέων. Οι συχνές αναφορές, που ο Υδροβιολογικός Σταθμός Ρόδου καταγράφει από την αρχική εμφάνισή του στην περιοχή, επιβεβαιώνουν τον εισβολικό χαρακτήρα τού είδους, όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση.
Μετά τις πρώτες υποβρύχιες παρατηρήσεις του περασμένου καλοκαιριού, ένα λεονταρόψαρο αλιεύθηκε, με δίχτυα, στις 20 Ιανουαρίου 2016 στα ρηχά νερά της περιοχής Φαληράκι κι ένα δεύτερο στη Λίνδο, στις 24 Μαΐου. Και τα δύο δείγματα εκτίθενται στο Ενυδρείο του ΥΣΡ. Ένα τρίτο άτομο εντοπίστηκε στην περιοχή Ακαντιά στις 25 Μαΐου, ενώ συντηρημένο δείγμα, πολύ χρήσιμο για τη μελέτη βιολογικών στοιχείων, διατέθηκε πριν λίγες ημέρες από ψαρά, ο οποίος το αλίευσε στη περιοχή Πλημμύρι.
Εξαιτίας των δηλητηριωδών μακρόστενων αγκαθιών που φέρει το είδος, αναφέρει στην ανακοίνωση του ο Υδροβιολογικός Σταθμός Ρόδου ενημερώθηκαν άμεσα οι εμπλεκόμενοι φορείς, οι επαγγελματίες και μη ψαράδες, καθώς και το ευρύτερο κοινό της περιοχής, ώστε να προληφθούν τυχόν ατυχήματα. Ωστόσο, επισημαίνεται στην ίδια ανακοίνωση, το λεονταρόψαρο μπορεί να καταναλωθεί όπως και το ψάρι «σκορπιός», το οποίο ανήκει στην ίδια οικογένεια και φέρει παρόμοιο δηλητήριο στις αγκάθια.
«Ζωντανά ψάρια του είδους αυτού, αλλά και άλλων που θεωρούνται «άγνωστα» ή «περίεργα» για τον επαγγελματία και ερασιτέχνη αλιέα, είναι ευπρόσδεκτα από τους επιστήμονες του Σταθμού, ζωντανά, νεκρά ή και συντηρημένα στην κατάψυξη με σκοπό την καταγραφή και τη μελέτη της πανίδας τής θαλάσσιας περιοχής, η οποία συνεχώς εμπλουτίζεται με νέα είδη» αναφέρει ο Υδροβιολογικός Σταθμός.