Από την Ειδομένη στα κρατητήρια - Η διαδρομή φιλίας δύο νεαρών Γερμανών και ενός Σύρου

«Δεν μπορώ ν’ αλλάξω το παρελθόν σου ούτε το μέλλον σου. Αλλά όταν με χρειάζεσαι θα’ μαι δίπλα σου». (Χόρχε Λούις Μπόρχες)
16'

Η φιλία δύο 25χρονων Γερμανών, ενός άντρα και μιας γυναίκας, μ’ έναν 23χρονο Σύρο πρόσφυγα στην Ελλάδα, οδήγησε σε δικαστικές περιπέτειες τους τρεις νέους καθώς μεταφέροντάς τον από την Αθήνα στα ελληνοτουρκικά χερσαία σύνορα του Έβρου για να επιστρέψει στην πατρίδα του, εντοπίστηκαν από Έλληνες αστυνομικούς στον μεθοριακό σταθμό των Κήπων και βρέθηκαν κρατούμενοι.

Κατά την ανακριτική διαδικασία, σε μία υπόθεση μεταφοράς και διακίνησης πρόσφυγα, αναδύθηκε η ιστορία μιας δυνατής φιλίας, για χάρη της οποίας οι νεαροί Γερμανοί συνελήφθησαν και βρέθηκαν αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες. Μιας ιστορίας φιλίας συνολικά πέντε νέων από τη Γερμανία, τη χώρα που κατέχει ρόλο ρυθμιστή στη διαχείριση του προσφυγικού, ενός πρόσφυγα από τη Συρία, την κατεξοχήν χώρα τροφοδότησης προσφύγων και την Ελλάδα η οποία ασφυκτιά μεταξύ των συμπληγάδων της Τουρκίας και της Ευρώπης για την αντιμετώπιση των εγκλωβισμένων σε αυτή προσφύγων.

Ας δούμε όμως πως εξελίχθηκε η ανθρώπινη αυτή ιστορία, όπως την ξεδίπλωσαν, υπό τον όρο της ανωνυμίας, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι πρωταγωνιστές της.

Η αρχή της περιπέτειας

Όλα ξεκίνησαν όταν το ζευγάρι των Γερμανών με την ολοκλήρωση των σπουδών στην πατρίδα του ταξίδεψε για διακοπές στην Ελλάδα με σκοπό να συνεχίσει στην Τουρκία. Στην Αθήνα οι δύο νέοι συναντήθηκαν με άλλους τρεις φίλους- συμπατριώτες τους που είχαν καταφθάσει νωρίτερα για να βοηθήσουν ως εθελοντές, πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή.

«Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών μας αποφασίσαμε να κάνουμε ένα διάλειμμα ταξιδεύοντας οδικώς στην Ευρώπη με το αυτοκίνητο της μητέρας μου” αφηγείται ο ένας εκ των δύο συλληφθέντων και προσθέτει:

«Πήγαμε στην Αθήνα γιατί είχαμε σκεφτεί ότι αν μας δινόταν η ευκαιρία θα εργαζόμασταν εθελοντικά σε κάποιο σημείο συγκέντρωσης προσφύγων.

Δεν είμαστε μέλη μη κυβερνητικής οργάνωσης απλά βοηθήσαμε για λίγες ημέρες στο αεροδρόμιο του «Ελληνικού». Κάπου κοντά στην Αθήνα συναντήσαμε τους τρεις φίλους μας που είχαν έρθει νωρίτερα για να προσφέρουν βοήθεια στις περιοχές όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι πρόσφυγες. Μαζί τους ήταν και ο « Μοχάμεντ».

Στις μέρες που ακολούθησαν τον γνωρίσαμε, μιλήσαμε για τα σχέδιά μας να επισκεφθούμε την Τουρκία μετά την Ελλάδα. Ο Μοχάμεντ ήταν σε μία κατάσταση εσωτερικής πάλης, προσπαθώντας να αποφασίσει εάν θα παραμείνει στην Ελλάδα ή εάν θα επιστρέψει στην πατρίδα του. Είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι μας. Ένιωσα ότι είναι πολύ καλός και ειλικρινής, ήρεμος και φιλικός. Τον συμπαθήσαμε, τον λυπηθήκαμε και αποφασίσαμε να τον πάρουμε μαζί μας έως τα σύνορα.

Ξέραμε ότι είχε χαρτιά νόμιμης παραμονής και μετακίνησης στο εσωτερικό της Ελλάδας, οπότε σκεφτήκαμε ότι θα έχει τη δυνατότητα να περάσει τα σύνορα όπως κι εμείς. Δεν είμαστε καχύποπτοι με τους ανθρώπους».

Στη συζήτηση παρεμβαίνει ένας εκ των φίλων τους που πρώτος γνώρισε τον «Μοχάμεντ» στην Ειδομένη.

«Έφτασα στην Ειδομένη στις αρχές Μαρτίου. Τη βραδιά που έγιναν τα επεισόδια στα σύνορα με τα Σκόπια. Όταν έφτασα είχαν τελειώσει, αλλά ακόμα μπορούσες να δεις τα σημάδια στα πρόσωπα από τα δακρυγόνα, ανθρώπους «παγωμένους» γιατί δεν ήξεραν τι ακριβώς συνέβαινε. Δεν ήταν εκεί μόνο όσοι επιχείρησαν να διασχίσουν τα σύνορα. Ήταν πολλοί περισσότεροι, οικογένειες με μικρά παιδιά.

Πήγα με τους φίλους μου με το αυτοκίνητο των γονιών μου για να μεταφέρω φάρμακα και ανθρωπιστική βοήθεια για τους πρόσφυγες. Στήσαμε μία σκηνή και προσφέραμε τσάι. Άρχισε ως κάτι μικρό και σταδιακά ο χώρος του τσαγιού έγινε σημείο συνάντησης, συναναστροφής, συζητήσεων μεταξύ των προσφύγων και εμείς να προσπαθούμε να τους ενημερώσουμε για το τι συμβαίνει και να τους στηρίξουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η Ειδομένη ολοένα και μεγάλωνε και μαζί και η σκηνή του τσαγιού και η ποσότητα και ο αριθμός των εθελοντών που βοηθούσαν. Ήταν ευχάριστο και συνάμα δραματικό γιατί οι άνθρωποι στην Ειδομένη δεν είχαν τίποτα να κάνουν. Καθημερινά με το που ξυπνούσαν έπρεπε να περιμένουν σε ουρές. Ουρά για το ντους, αναμονή σε ουρά για το πρωινό, για το τσάι. Περιμένοντας στις ουρές, αστειεύονταν, γνωρίζονταν και ενίοτε δημιουργούσαν προβλήματα, γιατί δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν. Αυτό ήταν δύσκολο για εμάς που προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε. Οργανωθήκαμε ώστε να εξυπηρετούμε ολοένα και περισσότερους και με λιγότερη αναμονή. Ετοιμάζαμε και προσφέραμε μέχρι και 6000 φλιτζάνια τσαγιού καθημερινά, όλα από δωρεές, από τη Γερμανία ή ιδιωτικές δωρεές. Εκεί, στη σκηνή του τσαγιού γνώρισα τον «Μοχάμεντ» που μιλούσε αγγλικά και προσφέρθηκε να μας βοηθήσει».

Συναισθήματα

«Θα μου λείψει το να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους», ήταν η πρώτη φράση της 25χρονης, η οποία σε όλη τη διάρκεια της πολύωρης συνομιλίας μας, απομακρύνονταν κατά διαστήματα διακριτικά για να σκουπίσει τα δακρυσμένα μάτια της.

«Στην πρώτη μας συνομιλία με τους αστυνομικούς μας έλεγαν ότι ο «Μοχάμεντ» μας κορόιδεψε, ότι μας είπε ψέματα. Ρωτούσαν πως μπορέσαμε να τον εμπιστευτούμε. Απαντήσαμε ότι τον εμπιστευτήκαμε και τον εμπιστευόμαστε και ίσως ήταν αφελές ή ανόητο αυτό που κάναμε, το να πάρουμε αυτό το ρίσκο, αλλά απλά θέλαμε να τον βοηθήσουμε. Βρισκόμασταν κάπου στην Ελλάδα προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε στα αγγλικά κάτι που δυσκόλευε την επικοινωνία και δεν ξέραμε τι μας συμβαίνει. Τι κάναμε λάθος; Ήταν σκληρό γιατί φανταζόμασταν ότι θα μπορούσαν να μας συμβούν τα πάντα. Ωστόσο το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα μετά τη σύλληψη ήταν ο «Μοχάμεντ». Σκεφτόμουν ότι εκείνος αντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα γιατί ήταν πρόσφυγας και ότι εμείς θα φεύγαμε γιατί δεν είμαστε διακινητές. Καθώς οι ώρες περνούσαν και μετά τη μεταφορά μας από το τελωνείο στο κέντρο κράτησης στις Φέρες, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι πραγματικά έχουμε πρόβλημα και τότε άρχισα να κλαίω».

Τα συναισθήματά του τη στιγμή της σύλληψης και όλα όσα ακολούθησαν περιγράφει και ο 25χρονος:

«Την πρώτη στιγμή της σύλληψής μας ήμουν σε κατάσταση σοκ και μόνο όταν μας εξήγησαν ότι αυτό που έγινε είναι πάρα πολύ σοβαρό ένιωσα πραγματικά πολύ φοβισμένος, γιατί ήταν η πρώτη φορά που εμπλεκόμουν σε οτιδήποτε με την αστυνομία, σε οτιδήποτε παράνομο. Μας είπαν ακριβώς ποιες είναι οι συνέπειες. Τι συμβαίνει στους διακινητές. Φυσικά σ’ αυτή την περίπτωση δεν ήταν ξεκάθαρο γι’ αυτούς τι είχαμε κάνει, απλά καθημερινά συναντούν πολλούς ανθρώπους που διακινούν άτομα και σκέφτηκαν ότι κι εμείς κάναμε το ίδιο. Σοκαρισμένος και φοβισμένος δεν μπορούσα να πιστέψω ότι όλο αυτό δεν ήταν ένα κακό αστείο, ότι δεν υπήρχαν κάπου κρυμμένες κάμερες. Τις επόμενες ώρες συνειδητοποιήσαμε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά σύνορα είναι πολύ τεταμένη. Ίσως κάπου αλλού να μην ήταν τόσο σημαντικό αυτό που έγινε, γιατί αργότερα μας είπαν ότι ο Μοχάμεντ δεν είναι τρομοκράτης, δεν είχε κάνει κάτι κακό και ότι αφέθηκε ελεύθερος. Εδώ όμως είναι σοβαρό και δεν το σκεφτήκαμε. Δεν σκεφτήκαμε την ιδιαιτερότητα της περιοχής».

Οι γονείς

«Οι γονείς μου είναι ακαδημαϊκοί. Ο πατέρας μου ιερέας. Φυσικά και δεν χάρηκαν όταν το άκουσαν», αφηγείται η εικοσιπεντάχρονη. «Τα πάντα όμως έγιναν πολύ γρήγορα. Τους μίλησα μετά την κατάθεση στον ανακριτή και όταν όλα είχαν δρομολογηθεί καλά και ήμουν ήδη ελεύθερη. Φυσικά νιώθω ντροπή που έμπλεξα γιατί το είχαμε συζητήσει πριν φύγουμε και τους είχαμε διαβεβαιώσει ότι δεν θα μεταφέρουμε πρόσφυγα γιατί είναι πολύ ριψοκίνδυνο. Τελικά αυτό ακριβώς κάναμε. Αλλά όταν έρχεσαι σε επαφή με ανθρώπους και δένεσαι συναισθηματικά δεν μπορείς έτσι απλά να πεις όχι και για μας έμοιαζε απόλυτα φυσιολογικό να τον φέρουμε τουλάχιστον στα σύνορα».

« Όταν μίλησα με τον πατέρα μου ακουγόταν ψύχραιμος. Μου είπε ότι είναι πολύ χαρούμενοι που είμαστε ελεύθεροι αλλά κατάλαβα ότι τους αγχώσαμε. Λυπάμαι ειλικρινά πολύ που έμπλεξα, που δημιούργησα πρόβλημα και σ’ αυτόν. Δεν μου αρέσει να αγχώνω τους ανθρώπους, να τους κάνω νευρικούς. Το έκανα σε πολλούς και πιστέψτε με δεν είναι αυτό που κάνουμε συνήθως».

Οι φίλοι

Και ενώ η περιπέτεια του ζευγαριού στα ελληνοτουρκικά σύνορα βρισκόταν σε εξέλιξη, πίσω στην Αθήνα οι φίλοι τους ανησυχούσαν γιατί δεν απαντούσαν στα κινητά τους τηλέφωνα. Όταν πληροφορήθηκαν το «μπλέξιμο» έσπευσαν και εκείνοι στην Αλεξανδρούπολη για συμπαράσταση.

«Προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε για να μάθουμε αν είχαν φτάσει στην Τουρκία, αλλά δεν μπορούσαμε», μας λέει ένας εξ αυτών. «Έλεγχα το κινητό μου ακόμη και στη διάρκεια της νύχτας για κάποιο μήνυμά ή κλήση τους. Τελικά κάλεσα στο τηλέφωνο του «Μοχάμεντ» στη Συρία. Απάντησαν οι γονείς του αλλά δεν μιλούσαν αγγλικά. Τηλεφώνησαν εκείνοι το απόγευμα και μας είπαν τι είχε συμβεί. Τους είχε ενημερώσει ο γιος τους μόλις αφέθηκε ελεύθερος. Είπαν ότι λυπούνται για ότι έγινε, ζήτησαν συγνώμη για τη σύλληψη των φίλων μας γιατί ένιωθαν υπεύθυνοι και μας ευχαρίστησαν για τη φιλία μας στον γιο τους. Αναχωρήσαμε από την Αθήνα για τις Φέρες αμέσως μετά το τηλεφώνημα, έπρεπε να τους δούμε, να βεβαιωθούμε ότι είναι καλά, να ενημερώσουμε τους γονείς τους και να αναζητήσουμε τον Μοχάμεντ.

Σωστό ή λάθος;

«Εμείς τους στηρίζουμε και στεκόμαστε δίπλα τους. Πιστεύω ότι όλη αυτή η κατάσταση ήταν αφελής αλλά έκαναν το σωστό. Απλά βοήθησαν έναν φίλο, γιατί αυτό να είναι πρόβλημα; Τους λέω ότι δεν χρειάζεται να απολογούνται γιατί προσπάθησαν να κάνουν κάτι καλό για έναν άνθρωπο. Πως μπορεί αυτό να είναι κάτι κακό;».

Στη συζήτηση παρεμβαίνει ο εικοσιπεντάχρονος συλληφθείς. «Γνωρίζουμε πόσο σημαντικό είναι το να βασίζεσαι σε κάποιον. Αυτό που κάναμε ήταν κάτι καλό αλλά προκάλεσε τόσα προβλήματα και στο τέλος δεν καταφέραμε τίποτα. Εμείς «κερδίσαμε» την εμπειρία της φυλακής και ο Μοχάμεντ είναι ακόμη εδώ μη ξέροντας τι να κάνει».

«Πιστεύουμε ότι αξίζει να προσπαθήσεις να αλλάξεις κάτι μόνος σου, εάν κανένας άλλος δεν προτίθεται να το κάνει. Εάν τα κράτη, η Ε.Ε. αδυνατούν να κάνουν αυτό που πρέπει, τότε όλοι εμείς οφείλουμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό τουλάχιστον για να σιγουρέψουμε ότι δεν θα υποφέρουν πολύ οι συνάνθρωποί μας»

«Το ότι οι άνθρωποι πεινάνε, υποφέρουν, εγκαταλείπουν την πατρίδα τους, είναι μόνο συμπτώματα. Σκεφτόμαστε πάντα ότι πρέπει να προσπαθείς να αναζητήσεις την αιτία αυτών των συμπτωμάτων, να δεις τη μεγαλύτερη εικόνα για να μπορέσεις να τα αντιμετωπίσεις».

Ο «Μοχάμεντ»

Η ιστορία του «Μοχάμεντ», όπως μας την αφηγήθηκε ο ίδιος, εμφανίζεται συναρπαστική.

«Στη Συρία ήμουν φοιτητής. Ήθελα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου ώστε να εργαστώ και να βοηθήσω την οικογένειά μου. Στην αρχή του χρόνου υπήρξε μία φημολογία ότι θα επιστρατευόμασταν όλοι, εξαιτίας του πολέμου, ακόμη και οι φοιτητές με αναβολή. Δεν ήθελα να πάω στο στρατό γιατί δεν θέλω να σκοτώσω ή να σκοτωθώ και αυτή τη στιγμή αυτό ακριβώς συμβαίνει στη Συρία. Τον Φεβρουάριο είχα ακόμη το δικαίωμα να ταξιδέψω, χάρη στο έγγραφο της αναβολής στράτευσης λόγω σπουδών και πήγα στην Τουρκία.

Από εκεί δεν ήρθα νόμιμα στην Ελλάδα γιατί δεν επιτρέπεται για τους Σύρους, ακολούθησα τη θαλάσσια διαδρομή όπως κάνουν χιλιάδες άνθρωποι από την πατρίδα μου για να φτάσουν στην Ευρώπη, με το όνειρο να βρουν δουλειά, να σπουδάσουν, να είναι ασφαλείς, να ζήσουν.

Η διαδρομή ήταν δύσκολη και επικίνδυνη. Φτάσαμε αφού μας περισυνέλεξε το λιμενικό για να μην πνιγούμε. Πήρα τα απαραίτητα έγγραφα για να μετακινούμαι στο εσωτερικό της χώρας και μετά από εφτά μέρες πήγα στην Ειδομένη. Ήξερα ότι εκεί ήταν σύνορα και μπορούσα νόμιμα να συνεχίσω τη διαδρομή μου. Τότε ήταν ανοιχτά, αλλά υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες σε αναμονή και περνούσες με αριθμό προτεραιότητας. Ο ρυθμός με τον οποίο άνοιγαν τα σύνορα ήταν πολύ αργός. Δεν ξέρω αν υπήρχε οδηγία γι’ αυτό, αλλά καθημερινά δεν περνούσαν περισσότερα από 30 άτομα και αρκετές μέρες μόνο 10 ή κανένας. Έμεινα εκεί για 2,5 μήνες και μετά γνώρισα έναν σπουδαίο άνθρωπο που είχε έρθει από τη Γερμανία για να βοηθήσει και γίναμε φίλοι. Βοηθούσα στη διανομή τσαγιού μεταφράζοντας και τις υπόλοιπες ώρες περπατούσαμε και συζητούσαμε. Τις περισσότερες στιγμές ένιωθα απελπισμένος, ήμουν λυπημένος γιατί δεν ήξερα ποιες ήταν οι προοπτικές μου. Θα έμενα στην Ειδομένη; Θα περνούσα τα σύνορα; Προσπαθούσα να μείνω ήρεμος, ψύχραιμος, αισιόδοξος και ο φίλος μου ήταν εκεί καθημερινά και με στήριζε.

Σου δίνει την εντύπωση ότι μπορείς να στηριχτείς σε αυτόν. Αυτό πιστεύω ότι κάνουν οι φίλοι και για εμένα είναι αληθινός φίλος. Δεν ξέρω γιατί ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους επέλεξε εμένα. Δεν μπορώ εγώ να πω τι βλέπουν οι άλλοι σε εμένα. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους από την ημέρα που έφυγα από την πατρίδα μου, αγάπησα αρκετούς από αυτούς και ίσως γι’ αυτό κάποιοι με αγάπησαν κι εκείνοι. Προσπαθώ πάντα να είμαι ευγενικός και καλός με όλους τους ανθρώπους γιατί έτσι μεγάλωσα.

Λίγο πριν φύγει με προσκάλεσε να τον ακολουθήσω κάπου έξω από την Αθήνα. Εκεί γνώρισα τους φίλους του που ήρθαν τις επόμενες μέρες. Σκεφτόμουν πάντα γιατί «κόλλησα» εδώ. Κάπως νιώθω χαρούμενος παρ’ όλα αυτά γιατί πιστεύω ότι έγινε για κάποιο σημαντικό λόγο. Έκανα φίλους που δεν θα τους αποκτούσα ποτέ ακόμη κι αν είχα όλα τα χρήματα του κόσμου. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που εγκλωβίστηκα στην Ελλάδα, ξαναβρήκα οικογένεια.

Δεν γνωρίζω την ελληνική νομοθεσία. Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω, ποια είναι τα δικαιώματά μου. Δεν γνώριζα ότι η διάσωσή μας στη θάλασσα θεωρείται σύλληψη. Ακόμη και στην αυτόφωρη διαδικασία, μετά τη σύλληψή μου στο τελωνείο των Κήπων, δεν είμαι σίγουρος για την απόφαση του δικαστή γιατί μου την ανακοίνωσαν στα αγγλικά. Δεν ξέρω τι θα συμβεί αν με ξανασυλλάβουν και για ποιο λόγο μπορεί αυτό να συμβεί. Ξέρω μόνο ότι μου επέστρεψαν τα χαρτιά μου και μου είπαν ότι μπορώ να φύγω. Να πάω που όμως;

Από την πρώτη στιγμή της σύλληψης ανησυχούσα μόνο για τους δύο φίλους μου. Σκεφτόμουν ότι εγώ ήμουν πρόσφυγας και κάποια στιγμή θα με άφηναν να φύγω. Δεν είχαν κάνει κάτι κακό, αλλά κατηγορούνταν για κάτι επειδή ήταν μαζί μου. Δεν μπορώ να ξεπεράσω ότι αυτό ήταν δική μου ευθύνη, δικό μου λάθος. Ήθελα να ζητήσω να μείνω εγώ στη θέση τους και να φύγουν. Εξηγούσα στους αστυνομικούς ότι δεν ήταν διακινητές, ήταν φίλοι μου. Τους είπα να δουν το κινητό μου, τις φωτογραφίες μας, τις κλήσεις μας. Ναι με έφεραν μέχρι τα σύνορα αλλά μετά θα περνούσα μόνος. Τώρα πια φοβάμαι να ζητήσω βοήθεια ακόμη και για να μετακινηθώ, γιατί δεν ξέρω τις συνέπειες για όποιον δεχθεί να με βοηθήσει.

Σκέφτομαι τους γονείς μου, την οικογένειά μου. Προσπάθησαν να με βοηθήσουν μαζεύοντας ότι είχαν για να με βγάλουν από τον πόλεμο, για να είμαι ασφαλής. Τηλεφώνησα στον πατέρα μου και του είπα ότι με συνέλαβαν και ανησυχώ γι’ αυτόν γιατί ξέρω πόσο ευαίσθητος είναι. Όλη του τη ζωή μας φροντίζει και προσπαθεί να είμαστε ασφαλείς, να είμαστε σπουδαίοι άνθρωποι που θα κάνουμε κάτι σημαντικό στη ζωή μας. Ειλικρινά δεν μπορώ καν να φανταστώ πως αισθάνεται τώρα. Είναι μόλις 65 χρόνων αλλά στη Συρία θεωρείται μεγάλος λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε καθημερινά. Εγώ είμαι 23 αλλά τα μαλλιά μου είναι γκρίζα και δείχνω μεγαλύτερος από την ηλικία μου, γιατί έχω στην ψυχή και το μυαλό μου πολλές δύσκολες καταστάσεις αλλά πρέπει να χαμογελώ και να αισιοδοξώ για να μη γίνω αδύναμος. Ναι η ζωή μας είναι δύσκολη αλλά μπορούμε να δούμε την ομορφιά σ’ αυτήν.

Φεύγοντας από τη Συρία έκανα σχέδια αλλά φτάνοντας στην Ελλάδα κατάλαβα ότι δεν είμαι σε θέση να πάρω εγώ αποφάσεις.

Εδώ έμαθα ότι η ζωή σου επιφυλάσσει κάτι που το αγνοείς και καθημερινά τα πάντα μπορεί να αλλάξουν. Στη Συρία πιστεύουμε ότι το 90% όσων κάνουμε είναι δικές μας αποφάσεις αλλά υπάρχει κι ένα 10% που όσο κι αν προσπαθήσουμε δεν μπορούμε να το επηρεάσουμε, να το αλλάξουμε.

Δεν είμαι σίγουρος αν μετάνιωσα που έφυγα. Ξέρω μόνο ότι δεν θέλω να μετανιώσω ποτέ στη ζωή μου για κάτι που δεν έκανα”.

Μετά την ταυτοποίηση των στοιχείων του ο Μοχάμεντ αφέθηκε ελεύθερος, ενώ οι δύο φίλοι του εξακολουθούσαν να κρατούνται.

Δεν έφυγε και δεν τους εγκατέλειψε. Τους αναζήτησε και περίμενε να τους δει στην αυλή του δικαστηρίου την ημέρα της ανάκρισής τους. Όταν αφέθηκαν ελεύθεροι τους αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια ζητώντας τους συγνώμη για να εισπράξει την απάντηση «είσαι φίλος σε συγχωρούμε».

Οι φίλοι του ανέθεσαν ήδη σε δικηγόρο να τον ενημερώσει για όλα όσα θέλει να μάθει για τις επιλογές και για τη νέα του ταυτότητα, αυτή του πρόσφυγα.

Η δικαστική διαδικασία πρόκειται να ολοκληρωθεί σύντομα και οι ίδιοι αισιοδοξούν ότι θα εξελιχθεί ευνοϊκά για εκείνους. Σωστό ή λάθος, αφελές ή όχι, το ταξίδι των έξι φίλων δεν τελειώνει εδώ. Η αλήθεια της σχέσης τους αποδείχθηκε ότι δεν εγκλωβίζεται από τα σύνορα, τη θρησκεία, τη γλώσσα. Επέλεξαν να αναζητήσουν αυτά πους τους ενώνουν και όχι ότι μπορεί να τους χωρίζει. Άλλωστε ποιος μπορεί να πει με απολυτότητα που αρχίζει και που τελειώνει η νομιμότητα της προσφοράς, του ενδιαφέροντος, της αλληλεγγύης;

Σχετικές ειδήσεις