Γιατί οι Έλληνες το έριξαν στη σαρδέλα και το γαύρο;
Αυτό αποκάλυψε μελέτη που εκπόνησε ο ερευνητής στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), Αργύρης Καπανταγάκης, μαζί με τη συνεργάτιδά του, Ελευθερία Παληκαρά, και παρουσιάστηκε στο 16ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ιχθυολόγων, που διεξήχθη πρόσφατα στην Καβάλα.
«Η εργασία επιδιώκει να ανιχνεύσει τυχόν μεταβολές στην καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων σε ό,τι αφορά στην κατανάλωση ψαριών και στην οικονομία της αλιείας. Για το σκοπό αυτό συλλέχθηκαν τα στοιχεία της διακίνησης των αλιευμάτων από τις σημαντικότερες ιχθυόσκαλες της χώρας και αναλύθηκε η μεταβολή των τιμών, παίρνοντας σαν χρονικά σημεία αναφοράς, το έτος 2009, το οποίο θεωρείται ότι ήταν το τελευταίο έτος πριν ξεσπάσει η κρίση και το έτος 2014, όταν η οικονομία βρισκόταν ακόμη στην καρδιά της κρίσης», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΑΠΕ ο κ. Καπανταγάκης, ο οποίος ανέλυσε συγκεντρωτικά στατιστικά δελτία αλιευμάτων από τις ιχθυόσκαλες Κερατσινίου, Μηχανιώνας, Καβάλας, Χαλκίδας και Πάτρας.
Οι ιχθυόσκαλες αυτές είναι οι σπουδαιότερες από τις 11 συνολικά ιχθυόσκαλες της χώρας και διακινούν συνολικά το 94% του συνολικού αλιεύματος που εκφορτώνεται σε αυτές.
Από τα στατιστικά δελτία ελήφθησαν οι συνολικές ποσότητες του κάθε αλιεύματος που διακινήθηκαν σε κάθε ιχθυόσκαλα και η αντίστοιχη αξία του. Στη συνέχεια, τα αλιεύματα χωρίστηκαν σε οκτώ κατηγορίες και αθροίστηκαν οι εκφορτώσεις και οι αντίστοιχες αξίες των αλιευμάτων και δόθηκε έμφαση στη διακίνηση των άγριων ψαριών, τα οποία αποτελούν τον κύριο όγκο του διακινούμενου αλιεύματος.
«Όπως προέκυψε, υπάρχει μετατόπιση των καταναλωτών στα μικρά ψάρια και ιδιαίτερα, στη σαρδέλα και τον γαύρο που έχουν και υψηλή διατροφική αξία λόγω των ευεργετικών τους Ω3 λιπαρών», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Καπανταγάκης.
Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι επειδή η ζήτηση διατηρήθηκε σε αλιεύματα χαμηλού κόστους, ευνοείται ο στόλος των γρι-γρι και αντίθετα, πλήττεται ο στόλος των συρόμενων εργαλείων και των παράκτιων σκαφών, που αλιεύουν «ακριβότερα» ψάρια, όπως μπαρμπούνια, φαγκριά και λιθρίνια.
«Η μείωση της ζήτησης γι αυτά τα ψάρια (βενθικά) ανάγκασε τους πλοιοκτήτες να μειώσουν την αλιευτική προσπάθεια και το συνακόλουθο λειτουργικό κόστος λόγω των υψηλών τιμών των καυσίμων», συμπλήρωσε ο ερευνητής.
Από την έρευνα προέκυψε, επίσης, αύξηση της συμμετοχής των υδατοκαλλιεργειών εις βάρος της αλιείας καθώς, για το έτος 2014, οι ποσότητες που διακινήθηκαν στις ιχθυόσκαλες προέρχονται κατά 77% από την αλιεία άγριων ειδών και κατά 23% από όλα τα καλλιεργούμενα είδη, ενώ η σχέση αυτή ήταν 86% προς 14% για το έτος 2009, καταδεικνύοντας την κλιμακούμενη διείσδυση των καλλιεργούμενων ειδών στην εγχώρια κατανάλωση.
«Συμπερασματικά, προκύπτει ότι παρά την οικονομική κρίση και τη σημαντική μείωση των εισοδημάτων, η συνολική ζήτηση σε ιχθυρά δεν κάμφθηκε, αλλά αυξήθηκε σε αλιεύματα χαμηλού κόστους, όπως είναι τα μικρά πελαγικά και τα προϊόντα της ιχθυοκαλλιέργειας. Αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς είναι, ότι ευνοείται ο αλιευτικός στόλος που στοχεύει στα μικρά πελαγικά ψάρια, δηλαδή τα γρι-γρι. Αντίστοιχα, πλήττεται ο στόλος των συρόμενων εργαλείων, όπως οι μηχανότρατες καθώς επίσης και ο στόλος της παράκτιας αλιείας», κατέληξε ο κ. Καπανταγάκης.