Απόκριες και Καθαρά Δευτέρα- Ρέθυμνο: Ο «Καντής» οι «Λεράδες» και ο «Τσαγκάρης»
Τριώδιο, Απόκριες, νηστεία, δημιουργία, τέχνες, παρέες, χρώμα, ελπίδα... Το σύμπλεγμα των ημερών που περικλείεται ημερολογιακά από το «Τριώδιο» που άρχισε την Κυριακή του «Τελώνη και Φαρισαίου», διανύει την Κυριακή του «Ασώτου Υιού», την Κυριακή της «Απόκρεω» και φτάνει στην ολοκλήρωσή του την Κυριακή της «Τυρινής» ή «Τυροφάγου».
Με τον ντελάλη να ταξιδεύει σε όλο το Ρέθυμνο αλλά και τους άλλους νομούς της Κρήτης, οι Ρεθεμνιώτες καλούν τους συντοπίτες τους και όλους τους Κρητικούς να μετέχουν στον μήνα των καρναβαλικών και όχι μόνο εκδηλώσεων που πάνω από έναν αιώνα πλουτίζουν την πνευματική, καλλιτεχνική, πολιτιστική ζωή του Ρεθύμνου.
Όλα ξεκινούν με τις καντάδες, στις οποίες η λύρα, το μαντολίνο και οι μελωδίες από τις παλιές ρομαντικές εποχές δίνουν τον τόνο και το ρυθμό στον οποίο θα κινηθούν τόσο οι επίσημες εκδηλώσεις όσο και εκείνες που αφορούν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στη διάθεση στις παρέες, και στην αναβίωση των εθίμων από χωριό σε χωριό από το μεγαλύτερο έως και το μικρότερο.
Κανταδόροι και μασκαράδες, από τη Ρεθεμνιώτικη Πόρτα στην Αρχή της πόλης, την Πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη, μέχρι τον ορεινό Ψηλορείτη, από το Πάνορμο και το Μελιδόνι μέχρι το νότιο Ρέθυμνο, τον Πλακιά και το Σπίλι, στο Ρουσσοσπίτι και στον Μέρωνα, ανταμώνουν για γλέντι, χορό και συναπαντήματα κεφιού και ελπίδας όπου το ζυμάρι σε όλες του τις εκδοχές, η τσικουδιά, το καλό κρασί, οι παραδοσιακοί μεζέδες, η λύρα και οι χοροί δείχνουν το δρόμο για μία διαφορετική πιο αισιόδοξη αντιμετώπιση της καθημερινότητας, από την οποία δε λείπει και ο σεβασμός και η απόδοση τιμών στις ψυχές που έχουν φύγει μέσα από τα τελετουργικά του Ψυχοσάββατου.
Έθιμα όπως το παιχνίδι του θησαυρού, το κλέψιμο της νύφης, το μουντζούρωμα, ο Καντής, η καμήλα, οι Λεράδες, ο Τσαγκάρης, ο Αρκουδιάρης, η καμπουρόγρια, το λαϊκό δικαστήριο, ο αγιασμός του γέλιου, το λαδικό καταβρεχτήρι.
Το έθιμο του Καντή με ρίζες στον Μυλοπόταμο και στην Επαρχία του Αγίου Βασιλείου, όπου ο μπροστάρης της μεγάλης παρέας γυρνάει τα σπίτια και το χωριό και ως ένας άρχοντας έχε το γενικό πρόσταγμα.
Καλαμπούρια, φάρσες, αστεία που μπορεί να συμβούν στον καθένα που θα βρεθεί μπροστά στη παρέα.
Η καμήλα είναι το έθιμο με την αυτοσχέδια καμήλα που γυρνάει στις γειτονιές και με σκέρτσα διασκεδάζει τον κόσμο κινούμενη από δύο άνδρες που είναι κρυμμένοι κάτω από το «δέρμα της» που είναι φτιαγμένο από κουβέρτες.
Στα μουτζουρώματα, έθιμο για να ξορκιστεί το κακό και το ανεπιθύμητο, η διασκέδαση είναι μεγάλη και η φασαρία από τις φωνές μεγαλύτερη. Μουτζούρωμα όχι βρωμιά, μέσα και κάτω από το οποίο πάντα κρύβεται η ανθρώπινη πλευρά, το φως, η καθαρότητα. Όπως και στο έθιμο του εξομολόγου όπου ένας μεταμφιεσμένος σαν ιερέας, εξομολογεί και απαλύνει με χαριτωμένο τρόπο τις «αμαρτίες» και την κακοκεφιά του εξομολογούμενου, συγχωριανού του, δημοσίως.
Στους Λεράδες, συναντάμε τον έντονο ήχο από τις κουδούνες, τα λέρια που βρίσκονται κρεμασμένα στη μέση των μεταμφιεσμένων ανδρών. Χορεύουν και ζώνουν με τη θωριά τους και τον βροντερό ήχο, τους επισκέπτες και τους συντοπίτες καλώντας τους σε αλλοπρόσαλλο βηματισμό που υποδηλώνει το χορό όσων θέλουν να τρέξουν, αλλά μένουν στον ίδιο τόπο...
Όπως παρόμοια και στο έθιμο του Τσαγκάρη που όλο μπαλώνει το στιβάνι του συντοπίτη του αλλά ποτέ δεν το τελειώνει με αποτέλεσμα να μαλώνουν συνεχώς.
Σε αυτό το «παιχνίδι» όλες τις ημέρες του Τριωδίου και των Αποκριών οι γεύσεις και οι μυρωδιές έχουν το δικό τους τεράστιο κεφάλαιο που λέγεται τοπική κουζίνα, άμεσα συνυφασμένη με το πώς οι νοικοκυρές θα μπορέσουν με τα καλούδια τους και τη μαγειρική τους τέχνη, να κάνουν τους ανθρώπους γύρω τους να χαμογελάσουν απολαμβάνοντας όλα όσα στρώνονται στο τραπέζι της κάθε μέρας ξεχωριστά.
Και κάπου εκεί να βρεθεί ο χρόνος για το ασβέστωμα των τοίχων, των μπεντενιών και των πεζοδρομίων για να είναι όλα άσπρα και καθαρά, για κάθε επισκέπτη που θα βρεθεί στο σπιτικό τους ή στη γειτονιά τους.
Μέχρι το Ψυχοσάββατο που όπως πολλοί λένε οι ψυχές είναι εκεί και βλέπουν τις πράξεις των ανθρώπων. Καμία εργασία δεν πραγματοποιείται ούτε καν γεωργική μιας και οι ψυχές στεναχωριούνται όπως λένε οι παλιές ιστορίες των γερόντων. Οι νοικοκυρές κυρίως στα χωριά φτιάχνουν τα γευστικότατα κόλλυβα, πάνε στις εκκλησιές τα ευλογούν και τα μοιράζουν στους συγγενείς και φίλους για τη συγχώρεση και την ανάπαυση των ψυχών.