Το έγκλημα που συγκλόνισε τον Βύρωνα: Η ολέθρια σχέση του φοιτητή της ΑΣΟΕΕ με την στριπτιζέζ
Στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών αναβιώνει η υπόθεση δολοφονίας της νεαρής στριπτιζέζ από τον 26χρονο φίλο της, φοιτητή της ΑΣΟΕΕ, που συγκλόνισε τη φιλήσυχη κοινωνία του Βύρωνα τον Μάρτιο του 2014.
Μία σχέση πάθους και ζήλιας που οδήγησε στη δολοφονία, όπως αποδείχθηκε σε πρώτο βαθμό, της νεαρής κοπέλας και στην καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη του 26χρονου.
Όλα ξεκίνησαν όταν η άτυχη Αναστασία επέστρεψε μετά την εργασία της στο σπίτι της στον Βύρωνα τα ξημερώματα της 30ης Μαρτίου του 2014. Στο σπίτι βρισκόταν ήδη ο 26χρονος, με τον οποίο συγκατοικούσαν τους τελευταίους 8 μήνες. Οι δυο τους, αφού έκαναν χρήση ναρκωτικών και κατανάλωσαν μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, άρχισαν να λογομαχούν. Ο λόγος ήταν η επιμονή του 26χρονου να σταματήσει η κοπέλα να εργάζεται ως στριπτιζέζ σε νυχτερινά μαγαζιά και να εκδίδεται με ανθρώπους που γνώριζε στο χώρο εργασίας της.
Αρχικά άρχισαν να καυγαδίζουν στο εσωτερικό του διαμερίσματος και έπειτα βγήκαν στο μπαλκόνι όπου ο 26χρονος, εκμεταλλευόμενος τη σωματική του δύναμη, έσπρωξε, βίαια, από τον εξώστη του 5ου ορόφου την Αναστασία με αποτέλεσμα να καταλήξει στο κενό και να επέλθει ακαριαία, ο θάνατός της.
Ο 26χρονος φοιτητής, που σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς να του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό, απολογούμενος στο δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι δεν έσπρωξε την Αναστασία και δεν κατάφερε να την κρατήσει όταν την είδε να κρέμεται από το σίδερο της απλώστρας των ρούχων. Ωστόσο, η προανακριτική του παραδοχή ότι έσπρωξε ο ίδιος την Αναστασία, σε συνδυασμό με την κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα, οδήγησαν στην πρωτόδικη καταδίκη του.
Ο 28χρονος – σήμερα- φοιτητής είχε γνωρίσει τη νεαρή στριπτιζέζ το 2010, στο χώρο όπου δούλευε. Σύναψαν σχέση και από το καλοκαίρι του 2013 συγκατοίκησαν στο διαμέρισμα όπου έλαβε χώρα η ανθρωποκτονία.
Στην απολογία του, ο 28χρονος, σήμερα κατηγορούμενος υπερασπίσθηκε την αθωότητά του και μάλιστα έβαλε τα κλάματα, όταν περιέγραψε τις προσπάθειές του να κρατήσει την Αναστασία από το χέρι, ώστε να μη βρεθεί το κενό.
«Είμαι αθώος. Δεν την έσπρωξα. Δεν την πέταξα. Κλείνω τα μάτια μου και δεν θυμάμαι πως άρχισε να πέφτει. Ήρθα στην Ελλάδα στα 15. Μπήκα στο πανεπιστήμιο. Μια βραδιά πήγα με έναν φίλο μου στο μαγαζί που η Αναστασία εργαζόταν ως χορεύτρια και τη γνώρισα. Η Αναστασία τότε δεν έπαιρνε ναρκωτικά. Κάποιες φορές έπινε, γιατί δεν γινόταν διαφορετικά στο χώρο που εργαζόταν», περιέγραψε και συνέχισε λέγοντας: «Προσπαθούσα να τη βοηθήσω με ό,τι πρόβλημα είχε γιατί έμενε μόνη στην Ελλάδα. Προσπάθησα να την αποτραβήξω από τον κόσμο των ναρκωτικών, γιατί είχε αρχίσει να κάνει χρήση ηρωίνης. Έκανα και εγώ χρήση για να μπω στο μυαλό της, να βρω τρόπο να τη σώσω. Έπαιρνε χάπια γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Εκείνο το πρωί είχε μπει στο μπάνιο. Έκανε μπάνιο, έκατσε στο λάπτοπ και κοιτούσε φωτογραφίες που της είχε στείλει η μητέρα της από το γάμο του αδελφού της και μπορεί να ενοχλήθηκε που η ίδια δεν είχε κάνει ακόμη οικογένεια. Εγώ έκατσα στην κουζίνα. Κάποια στιγμή την άκουσα να φωνάζει στα ρωσικά «Μάξιμε, βοήθεια». Προχώρησα προς το μπαλκόνι και την είδα να κρέμεται. Την έπιασα από το δεξί χέρι. Δεν είχα τη δύναμη να την κρατήσω. Μου γλίστρησε. Το μόνο που σκέφτηκα ήταν να πάω στον αστυνομικό που είχαμε κάτω στην είσοδο, να του πω τι συνέβη και να ζητήσω βοήθεια».
Ο νεαρός άνδρας μίλησε και για την αρχή της σχέσης του με την Αναστασία. «Όταν τη γνώρισα ήταν άλλος άνθρωπος. Ήξερα ότι όταν μου μιλούσε άσχημα, δεν μιλούσε η Αναστασία, αλλά το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Ήξερα από ένα σημείο και μετά ότι μπορεί να είχε φύγει ο έρωτας, αλλά τη λυπόμουν, δεν μπορούσα να την αφήσω μόνη και αβοήθητη. Μεταξύ μας δεν υπήρχε ζήλια. Δεν τη ζήλευα για τη δουλειά της. Για μένα το μόνο ζήτημα ήταν το αλκοόλ και τα ναρκωτικά», είπε.