Σαν σήμερα το 1768 γεννήθηκε ο Γάλλος φιλέλληνας Σατωβριάνδος
Γεννήθηκε στο Σαιν-Μαλό της Βρετάνης, και μεγάλωσε στον οικογενειακό πύργο του Κομπούργκ της ίδιας περιοχής. Προερχόταν από παμπάλαια, αλλά ξεπεσμένη, αριστοκρατική οικογένεια. Σπούδασε (1777-1783) στα κολλέγια της Ντολ (Dol), Ρεν (Rennes) και Ντινάν (Dinan), όπου διακρίθηκε όλως ιδιαιτέρως, και ενώ ταλαντευόταν μεταξύ της ναυτικής και της εκκλησιαστικής σταδιοδρομίας, γίνεται ανθυπολοχαγός στην φρουρά του Καμπραί το 1786. Το 1788, λοχαγός πλέον, βρίσκεται στο Παρίσι, όπου συναναστρέφεται συγγραφείς της εποχής και δημοσιεύει τους πρώτους του στίχους στο Almanach des Muses.
Το 1789 ξεσπά η Γαλλική Επανάσταση. Ο Σατωμπριάν, συμπαθών αρχικά, γρήγορα απογοητεύεται και φεύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γνωρίσει τους θεσμούς της χώρας αυτής και προ παντός την ζωή των Ερυθροδέρμων την οποία θαύμαζε. Επιστρέφει στη Γαλλία το 1792 και παντρεύεται την Σελέστ Μπουϊσόν, μια γυναίκα που ποτέ δεν αγάπησε, απατούσε συστηματικά, αλλά ποτέ δεν χώρισε.
Την ίδια χρονιά κατατάσσεται στο στρατό των πριγκίπων (émigrés) και πολεμά εναντίον της Επανάστασης. Η γυναίκα του και η αγαπημένη του αδελφή Λουσίλ συλλαμβάνονται κατά την Τρομοκρατία και ο αδελφός του καρατομείται. Πληγώνεται στην πολιορκία της Τιονβίλ και παίρνει τον δρόμο της εξορίας, στο Λονδίνο. Ζει στην Αγγλία επτά χρόνια σε εσχάτη ένδεια, δίνοντας μαθήματα Γαλλικής και κάνοντας μεταφράσεις. Τότε δημοσιεύει το πρώτο του έργο, το Δοκίμιο για τις Επαναστάσεις, όπου εκφράζει την δυσπιστία του για την Γαλλική αλλά και για όλες τις επαναστάσεις και που πέρασε απαρατήρητο. Περί το 1798 επανέρχεται στο Ρωμαιοκαθολικό δόγμα από το οποίο είχε αποστασιοποιηθεί.
Το 1800, επωφελούμενος της αμνηστίας που παραχώρησε ο Ναπολέων, τον οποίο θαύμαζε αρχικά, επέστρεψε στο Παρίσι. Την άλλη χρονιά δημοσιεύεται η Αταλά με καταπληκτική επιτυχία, και ο Ρενέ, εμπνευσμένα από το ταξίδι του στην Αμερική. Ένας τεράστιος παρθένος κόσμος ανοιγόταν μπροστά στον αναγνώστη, η απαρχή του ρομαντισμού. Το 1802 δημοσιεύτηκε το μνημειώδες έργο του Το Πνεύμα του Χριστιανισμού, μια απολογία του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος, που συνετέλεσε στην αναβίωση του Καθολικισμού στην Γαλλία.
Ο Ναπολέων, που ήθελε να επανασυνδέσει την Γαλλία με την Καθολική Εκκλησία, τον διόρισε γραμματέα της διπλωματικής αποστολής στο Παπικό Κράτος. Αλλά το 1804, μετά την απαγωγή και εκτέλεση του δούκα ντ'Ανγκιέν, εξαδέλφου του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, παραιτείται και διακόπτει κάθε σχέση του με τον Ναπολέοντα. Στο εξής θα ζει μόνο από τα βιβλία του.
Το 1806 πραγματοποιεί το περίφημο ταξίδι του σε Ελλάδα, Μικρά Ασία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και Ισπανία. Τρία βιβλία ήταν προϊόντα του ταξιδιού αυτού : Οι Μάρτυρες, ένα ακόμα θρησκευτικό έργο αναφερόμενο στους διωγμούς των πρώτων Χριστιανών, Οι περιπέτειες του τελευταίου Αβενσεράγου, νουβέλα εμπνευσμένη από την παραμονή του στην Ισπανία και τέλος η περιγραφή του ίδιου του ταξιδιού, το Οδοιπορικόν εκ Παρισίων εις Ιεροσόλυμα, όπου εκφράζεται η αρχαιολατρεία του και η συμπάθειά του για τους συγχρόνους του Έλληνες.
Η δημοσίευση μιας δριμύτατης κριτικής κατά του Ναπολέοντα, όπου τον συγκρίνει με το Νέρωνα, του στοιχίζει την εκτόπιση από το Παρίσι. Ήδη έχει αναδειχθεί σε κεντρική μορφή της αντιπολίτευσης.
Με την πτώση του Ναπολέοντα και την επιστροφή των Βουρβόνων αρχίζει η πολιτική και διπλωματική του σταδιοδρομία. Ονομάζεται Ομότιμος και διορίζεται υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου αλλά γρήγορα πέφτει σε δυσμένεια αρνούμενος να συνεργαστεί με ανθρώπους της Επανάστασης που έγιναν αποδεκτοί από την Παλινόρθωση. Η απώλεια μεγάλου μέρους της περιουσίας του και η ασθένεια της γυναίκας του υποχρεώνουν το ζεύγος να ζει φιλοξενούμενο από φίλους και θαυμαστές. Απτόητος όμως περί τα ερωτικά συνδέεται (1817) με την θρυλική Μαντάμ Ρεκαμιέ (Madame Récamier), η οποία αποτελεί γι’ αυτόν πηγή έμπνευσης και ενεργητικότητας.
Το 1818 ιδρύει την εφημερίδα Le Conservateur (Ο Συντηρητικός, 1818-1820) από την οποία ασκεί οξύτατη κριτική κατά της κυβερνήσεως από τα δεξιά. Στη νέα κυβέρνηση Βιλλέλ διορίζεται υπουργός Εξωτερικών και προσπαθεί να επιβάλει τις απόψεις του κατά της «ηθικής των συμφερόντων» και της διαφθοράς. Το 1824 αποπέμπεται από την κυβέρνηση και αναδεικνύεται σε ηγέτη της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης αρθρογραφώντας στην Journal des Débats (Εφημερίδα των Συζητήσεων), με μεγάλη απήχηση στη νεολαία, η οποία τον θαύμαζε ως συγγραφέα και ως πολιτικό. Το 1826 εκδίδεται το μυθιστόρημά του Οι Νατσέζ, εμπνευσμένο από το ταξίδι του της Αμερικής, επεξεργασμένα επεισόδια του οποίου ήταν η Αταλά και ο Ρενέ.
Το 1828 διορίζεται πρεσβευτής στην Αγία Έδρα αλλά τον επόμενο χρόνο παραιτείται. Το 1830 μετά την πτώση των Βουρβόνων, ο Σατωμπριάν αρνείται να δώσει όρκο πίστεως στον Λουδοβίκο Φίλιππο, του δευτερότοκου κλάδου (των Ορλεανιδών), και αποσύρεται από τον δημόσιο βίο.
Ήδη από το 1817 είχε αρχίσει να γράφει το μεγαλόπνοο έργο του Απομνημονεύματα πέραν του τάφου, με την προοπτική να εκδοθεί το βιβλίο αυτό πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του. Αλλά το 1836, πιεζόμενος οικονομικά, πούλησε τα δικαιώματα σε μιαν εκδοτική εταιρεία υπό τον όρον της μεταθανάτιας έκδοσης. Η εταιρεία πούλησε με τη σειρά της τα δικαιώματα στην εφημερίδα La Presse η οποία άρχισε να δημοσιεύει το έργο σε συνέχειες. Εν πάση περιπτώσει η οριστική σε βιβλίο έκδοση ήταν όντως μεταθανάτια, το 1848. Πρόκειται για έργο αυτοβιογραφικό, μια λυρική αφήγηση της ζωής και της εποχής του, με σατιρικές αιχμές και γραφικές περιγραφές.
Το 1844 εκδίδει την Ζωή του Ρανσέ, ενός κοσμικού αριστοκράτη που αποσύρθηκε από την κοινωνία για να ιδρύσει το αυστηρότατο τάγμα των Τραπιστών μοναχών. Πρόκειται για έργο με εμφανή αυτοβιογραφικά στοιχεία και μια προσπάθεια εκτίμησης της πορείας του 19ου αιώνα.
Το 1847 πεθαίνει η γυναίκα του, την οποία σεβόταν αλλά απατούσε, και μένει μόνος με την Μαντάμ Ρεκαμιέ, την οποία αγαπούσε αλλά επίσης απατούσε.
Πέθανε κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1848 και τάφηκε κατά την επιθυμία του στο νησί Grand Be κοντά στο Σαιν-Μαλό, προσιτό μόνο κατά την άμπωτη.
Η ζωή του Σατωμπριάν ήταν ένα υπόδειγμα εντονότατων αντιφάσεων. Η σχέση του με την αγαπημένη του αδελφή Λουσίλ σκιάζεται από την υπόνοια (αν όχι την βεβαιότητα) της αιμομιξίας. Ήταν υπέρμαχος της θρησκείας αλλά ζούσε τόσο εκτός των επιταγών της που ο Λουδοβίκος ΙΗ΄ αναφώνησε κάποτε: «Πολύ θα ήθελα να γνώριζα το όνομα του εξομολογητή του κυρίου ντε Σατωμπριάν!». Ήταν μοναρχικός των άκρων και πρωτεργάτης της γαλλικής επέμβασης για την κατάπνιξη της επανάστασης στην Ισπανία, αλλά και οπαδός της ελευθερίας του τύπου και ο υπερασπιστής της Ελληνικής Επανάστασης που κατηγορήθηκε από την συντηρητική παράταξη γιατί με τα έργα του προκαλούσε επαναστατικές ανησυχίες στη νεολαία. Ήταν ένας αντιδραστικός που ενέπνευσε τον Μπάυρον και τον Ουγκώ. Ο ίδιος είχε δηλώσει : «Είμαι δημοκρατικός εκ φύσεως, μοναρχικός εξ αιτίας της λογικής και βουρβωνικός για λόγους τιμής».
Στο Οδοιπορικό του ο Σατωμπριάν, που πίστευε ότι η Γαλλία ήταν «η πρωτότοκος θυγάτηρ της Ελλάδος κατά τε την ανδρείαν, την ευφυΐαν και τας τέχνας», έψαξε αλλά δεν βρήκε την αρχαία Ελλάδα («"Λεωνίδα" έκραξα...αλλ’ ουδέν των ερειπίων επανέλαβε το μέγα τούτο όνομα» - οι μεταφράσεις του Εμμανουήλ Ροΐδη). Τους νέους Έλληνες δεν τους καλογνώρισε αλλά εκφράζει την αισιοδοξία του για το μέλλον τους βασιζόμενος στο λαμπρό παρελθόν τους αλλά και τους φόβους του για τις συνέπειες της δουλείας. Όταν άρχισε η Ελληνική Επανάσταση, συνδέθηκε με τις φιλελληνικές εταιρείες και σε νέα έκδοση του Οδοιπορικού προέταξε το Υπόμνημα περί Ελλάδος, όπου υποστήριζε από νομικής, ιστορικής και ηθικής απόψεως τα δίκαια της Ελλάδος.
Πηγή: Wikipedia