Σοκάρει ο δολοφόνος της Δώρας Ζέμπερη: Παλέψαμε και της κάρφωσα το στιλέτο
Συγκλονίζει η κατάθεση του 58χρονου τοξικομανή που σκότωσε την άτυχη εφοριακό στο Β’ Νεκροταφείο.
Κατά την κατάθεσή του στον ανακριτή, ο δράστης περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο έγινε το φονικό, αλλά και τις κινήσεις του μετά το άγριο έγκλημα.
«Πήγα στο νεκροταφείο για να κλέψω. Την είδα τυχαία και την πλησίασα. Είδα την τσάντα της, χρώματος μπεζ, που την είχε αφήσει σε ένα πεζούλι δίπλα της. Ήθελα το κινητό για να το πουλήσω και να πάρω τη δόση μου. Αντέδρασε, με χτύπησε και προσπάθησε να διαφύγει. Τότε, θόλωσα. Έβγαλα το μαχαίρι και άρχισα να τη χτυπάω. Ήταν η κακιά η ώρα, έτυχε να έχω πάνω μου εκείνη τη μέρα ένα στιλέτο. Φοβήθηκα μη με πιάσουν. Πήρα την τσάντα και το κινητό. Μετά πήδηξα τον μαντρότοιχο και από εκεί πήγα στην Ομόνοια για να πουλήσω το κινητό».
Δείτε το βίντεο με τα όσα είπε ο δράστης
Τι είπε στην αστυνομία ο δολοφόνος
«Είδα μια νεαρή κοπέλα να κλαίει μπροστά σε έναν τάφο…την έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου. Κοίταξα γύρω μου και δεν είδα κανέναν, μόνο κάτι γριές κι αυτές αρκετά μέτρα μακριά.
Τότε σκέφτηκα να πάω να πάρω τη τσάντα της κοπέλας γιατί πίστευα ότι σίγουρα θα έχει κάποια λεφτά μέσα. Της έβγαλα το μαχαίρι, άρχισε να με τραβάει και να χτυπιόμαστε. Χωρίς να καταλάβω πώς κι ενώ παλεύαμε, τη χτύπησα με το μαχαίρι… δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες φορές, μετά η κοπέλα που ήταν ματωμένη άρχισε να τρέχει ματωμένη προς το κέντρο του νεκροταφείου φωνάζοντας βοήθεια.
Εγώ γύρισα προς τα πίσω από όπου είχα μπει κρατώντας την τσάντα της κοπέλας στα χέρια μου. Είχα σαστίσει… εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι έκανα. Είχα θολώσει, κοίταξα τα χέρια μου και είδα ότι ήταν γεμάτα αίματα. Το αίμα ήταν της κοπέλας γιατί εγώ δεν είχα χτυπήσει. Έβγαλα μια χαρτοπετσέτα και σκούπισα τα αίματα.
Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά. Κοίταξα μέσα στην τσάντα, είχε Iphone 5 με τα ακουστικά του, ένα πορτοφόλι με κάρτες και 5ευρώ. Τα είχα χαμένα εκείνη την ώρα.
Πούλησα το κινητό σε μαγαζί Πακιστανών μαζί με τα ακουστικά για 20 ευρώ. Ήμουν αγχωμένος και ιδρωμένος. Ήθελα να το πουλήσω όσο πιο γρήγορα γίνεται για να εξαφανιστώ από εκεί.
Μετά ψώνισα πρέζα από τη Βάθης και πήγα σπίτι και κοιμήθηκα για να ηρεμήσω».