Παραμονή Θεοφανείων: Οι Καππαδόκες της Νέας Καρβάλης αναβίωσαν τα «Σάγια»
Η μεγάλη εντυπωσιακή φωτιά, που άναψε και φέτος παραμονή των Θεοφανίων, στο κέντρο της ιστορικής κοινότητας της Νέας Καρβάλης του δήμου Καβάλας, μπροστά από το ιερό προσκύνημα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, επιβεβαιώνει με τον πιο έμπρακτο τρόπο ότι σε αυτόν τον προσφυγικό οικισμό οι άνθρωποι, οι απόγονοι των προσφύγων από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας κρατούν ακόμα τις παραδόσεις τους, κρατούν ζωντανά ήθη και έθιμα, τιμώντας τη μνήμη των προγόνων τους. Των ανθρώπων εκείνων που πρώτοι εγκαταστάθηκαν σε αυτόν τον τόπο όταν έφυγαν κυνηγημένοι από τη Μικρά Ασία.
Τα «Σάγια» στη Νέα Καρβάλη αναβιώνουν κάθε χρόνο με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων της κοινότητας ανεξαρτήτου ηλικίας. Μια τελετουργία κι ένα δρώμενο γεμάτο συμβολισμούς και πολλές αναμνήσεις. «Τα Σάγια», εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ – ΜΠΕ) ο πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας Νέας Καρβάλης Νίκος Γκίκας, «όπως και πολλά άλλα δρώμενα που αναβιώνουν κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου στην Ελλάδα, αποτελεί μια σύνθετη τελετουργική πράξη, η οποία περιέχει και λατρευτική διάσταση και έχει ως κύριο σκοπό την ευχετηρία, δηλαδή την καλοχρονιά, στοιχείο που τονίζεται με την πυρά, τις ευχές, τους χορούς και τα τραγούδια».
Την παραμονή των Θεοφανίων, στο Γκέλβερι της Καππαδοκίας οι κάτοικοι νωρίς το πρωί πήγαιναν στην εκκλησία κι έπαιρναν τον μικρό αγιασμό, σε αντίθεση με τον μεγάλο αγιασμό που θα έπαιρναν την επόμενη μέρα των Θεοφανίων. Έπιναν αγιασμό και έφερναν και στα σπίτια τους για να ραντίσουν τα ζώα, τους κήπους τα χωράφια και τα αμπέλια.
Τα παιδιά σχημάτιζαν ομάδες για να πουν τα κάλαντα. Κάποιες ομάδες παιδιών, συνήθιζαν την ημέρα εκείνη να μεταμορφώνονται σε «Σάγια». Διάλεγαν μια μεγάλη κιλότα, μέσα στην οποία να μπορέσουν να βυθιστούν μέχρι το λαιμό. Το κεφάλι μόνο έμενε απ' έξω. Μ' ένα ζευγάρι κέρατα στο μέτωπο, μια μεγάλη σειρά από βόλους και κουδουνάκια προσδεμένο σ' αυτό το ιδιόρρυθμο ένδυμα, πήγαιναν στα ελληνικά σπίτια και φώναζαν με δύναμη: «Ήρθε η σάγια, την άκουσες;». Με επισημότητα και με την συμμετοχή όλων γινόταν το βράδυ της ίδιας μέρας το άναμμα της φωτιάς στην αυλή της εκκλησίας.
Από νωρίς οι νέοι κουβαλούσαν κληματόβεργες και άλλα ξύλα και τα σώρευαν στην αυλή της εκκλησίας. Μαζεύονταν πολλοί χωριανοί γύρω από τον σωρό και ο παπάς ρωτούσε: «Ποιος θέλει ν’ ανάψει τη φωτιά και τι προσφέρει στην εκκλησία;». Πρόσφερε ο καθένας ό,τι μπορούσε, εκείνος που θα έδινε το μεγαλύτερο ποσό, έπαιρνε το δικαίωμα να ανάψει την φωτιά.
Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά και οι άνθρωποι τριγύριζαν την πυρά χορεύοντας και τραγουδώντας. Όλοι παρακολουθούσαν την κατεύθυνση του καπνού. Αν πήγαινε Ανατολικά, ήταν καλό σημάδι, η σοδειά θα ήταν πλούσια. Αν στρέφονταν προς τη Δύση, τον Βορρά ή τον Νότο, μόνον τα σπίτια του χωριού που ήταν σ' εκείνα τα σημεία θα είχαν καλή συγκομιδή. Όταν χαμήλωνε η φωτιά, τα παιδιά πηδούσαν από πάνω τρεις φορές. Μερικοί έπαιρναν από τη φωτιά μισοκαμμένα ξύλα και τα πήγαιναν στο τζάκι του σπιτιού για γούρι. Άλλοι έπαιρναν κάρβουνα και τα φύλαγαν για να τα χρησιμοποιήσουν στο θυμιατήρι τους. Στο τέλος μάζευαν τη στάχτη και την σώρευαν πίσω από το ιερό της εκκλησίας.
Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ