Σαν σήμερα το 1897 έγινε η Μάχη των Φαρσάλων

Ο όρος Μάχη των Φαρσάλων πέραν της ομώνυμης μάχης με τους Ρωμαίους όπως είναι ευρύτερα γνωστός, αφορά και μία μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων που διαδραματίστηκε στα Φάρσαλα κατά τον ατυχή πόλεμο του 1897
16'

Κατά την υποχώρηση από τη Λάρισα στα Φάρσαλα ο Συνταγματάρχης Δούσμανης πρότεινε στο στρατηγό Σαπουντζάκη τη συνέχιση τής υποχωρήσεως στο Δομοκό. Ο Σαπουντζάκης όμως αρνήθηκε λέγοντας ότι ήταν διαταγή τής κυβερνήσεως να μείνουν στα Φάρσαλα, επειδή φοβόταν την κοινή γνώμη. Τότε ο Δούσμανης υπέβαλε πρόταση στο Σαπουντζάκη να καταλάβουν τη λοφοσειρά τού Τεκέ στα Φάρσαλα με πέντε ευζωνικά τάγματα. H κίνηση αυτή αποσκοπούσε να θέσει μεταξύ των άτακτα συγκεντρωμένων στρατευμάτων στα Φάρσαλα και των εχθρικών ένα παραπέτασμα προφυλακών. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Δούσμανης και το Επιτελείο πίστευαν πώς Θα εξασφάλιζαν την ασφάλεια τής διαμονής τού στρατού στα Φάρσαλα. H πρόταση αυτή έγινε δεκτή. Ο Δούσμανης επίσης πρότεινε στον Αρχηγό τού Επιτελείου να καλέσει το διοικητή του 4ον τάγματος ευζώνων ταγματάρχη Αλεξάνδρου και να τον προτρέψει να αναλάβει αυτός μόνος του με το τάγμα του να καταλάβει τον Τεκέ. Ο Αλεξάνδρου δέχθηκε. Έπειτα από μερικές μέρες όμως ανέφερε πώς δεν έβλεπε για ποιο λόγο τον είχαν τοποθετήσει στο μέρος αυτό. Ζητούσε να διαταχθεί να πάει αλλού. Εκείνο που δεν είχε καταλάβει το Επιτελείο ήταν πώς ο Αλεξάνδρου, αντί να πάει στο λόφο Τεκέ που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα πάρα πέρα, πήγε στο λεγόμενο Τεκέ των Μπεκτατζίδων, πού απείχε πάνω από τέσσερις ώρες και βρισκόταν στο Ιρινί. Έτσι το Επιτελείο πίστευε ότι υπήρχε κάλυψη με τμήμα παρατηρήσεως μπροστά από το στρατό στα Φάρσαλα, ενώ δε συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Παρόλο που επιθυμία της ελληνικής κυβερνήσεως ήταν να οχυρωθεί ο στρατός στα Φάρσαλα, παραμελήθηκε και ή στοιχειωδέστερη αμυντική οργάνωση. Ο Παπαβασιλείου, μέλος τού Επιτελείου, είχε εκπονήσει ένα σχέδιο οχυρώσεως των Φαρσάλων. Το σχέδιο αυτό είχε επεξεργασθεί κατόπιν ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος υπέβαλε και νέο σχέδιο στο Δούσμανη πού έγινε δεκτό. Ωστόσο από την υποχώρηση στη Λάρισα μέχρι τη σύγκρουση των προφυλακών στα Φάρσαλα μεσολάβησε ένα δεκαήμερο αδράνειας, χωρίς να οχυρωθούν τα Φάρσαλα.

Οι προθέσεις του αρχηγείου, όπως παραστάθηκαν αργότερα στην έκθεση τού διαδόχου είναι ασαφείς και αντιφατικές. Ο αρχηγός στις 14 Απριλίου έδωσε διαταγή να συγκροτηθεί ένα σώμα από πέντε ευζωνικά τάγματα, πού τέθηκαν υπό τις διαταγές τού αρχαιότερου από τούς διοικητές τους. Το σώμα αυτό Θα αποτελούσε την προχωρημένη ζώνη ασφάλειας μπροστά στα Φάρσαλα, καταλαμβάνοντας τα χωριά Δρίσκιοϊ, Τατάρ, Αλχανί καί Μπεκίδες. Επίσης, τοποθέτησε προφυλακές στον Τεκέ και στα υπόλοιπα υψώματα για ασφάλεια των οδών από Λάρισα και Βελεστίνο. Στο σώμα αυτό πού τέθηκε υπό τις διαταγές τού διοικητή τής 2ης μεραρχίας Μαυρομιχάλη δόθηκαν δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες. Την 1η μεραρχία διέταξε να εγκατασταθεί αμυντικά στο οροπέδιο Ρίζι και να επιτηρεί το στενό στο Κιτίκι. Την 2η μεραρχία τη διέταξε να καταυλιστεί στο τμήμα τής πεδιάδας μπροστά από τα Φάρσαλα με μέτωπα προς το βορειοδυτικά τής οδού Φαρσάλων - σιδηροδρομικού σταθμού. Οι προφυλακές την κάλυπταν προς τούς δρόμους Βελεστίνου και Καρδίτσας. Όλες οι πεδινές πυροβολαρχίες θα καταυλίζονταν σε παράταξη πέρα και κατά μήκος τής οδού Φαρσάλων - Δομοκού.

Οι διατάξεις αυτές έπρεπε να γίνουν μέσα στην ίδια μέρα. Στις 16 Απριλίου 1897 ο αρχηγός τού Στρατού διέταξε δύο τάγματα και μία πυροβολαρχία να καταλάβουν το Δομοκό, για να εξασφαλίσουν το αριστερό πλευρό τής παρατάξεως. Τη διοίκηση των στρατευμάτων πού βρίσκονταν από Τρίκαλα προς Πόρτα - Παναγιά ανέθεσε στον ταγματάρχη Τερτίπη. Ανέθεσε επίσης στις προφυλακές να επιτηρούν το τμήμα εκείνο πού βρισκόταν προς Κυνός Κεφαλές για να εξασφαλίσουν το αριστερό τής προς Βελεστίνο παρατάξεως. Οι διαταγές αυτές τού διαδόχου προς τις προφυλακές, τής 14ης και 16ης Απριλίου αποδεικνύουν αναποφασιστικότητα και ταλάντευση αν έπρεπε να δεχθεί η να αποφύγει τη μάχη, και ότι αρχικά δεν σκόπευε να αμυνθεί σοβαρά. Αποτέλεσμα τής ταλαντεύσεως αυτής ήταν ή διάσπαση των λίγων δυνάμεων τού στρατού, στα Φάρσαλα, Βελεστίνο, Τρίκαλα, Καρδίτσα και Δομοκό.

Η υπαγωγή των προφυλακών στο Μαυρομιχάλη ήταν αδικαιολόγητη. Άλλο σφάλμα επίσης ήταν ή ανάθεση τής διοικήσεως των προφυλακών, πού αποτελούνταν από 4 τάγματα και 4 πυροβολαρχίες, σε ένα ταγματάρχη, το Νικολαίδη. Ο ταγματάρχης αυτός διατηρούσε και τη διοίκηση τού τάγματος του. Στις 18 Απριλίου αναφέρθηκε στο Αρχηγείο πώς ή πρωτοπορία τού εχθρού είχε εμφανισθεί στο Μπαγκράτσι καί ότι το ελληνικό ιππικό είχε έρθει σε επαφή με το εχθρικό. Κατόπιν αυτού ο διάδοχος εξέδωσε διαταγή για τον τρόπο άμυνας.

Αλλά και πάλι δε δίνονταν σαφείς εντολές, ούτε στις προφυλακές ούτε στο κύριο σώμα. Η συνολική δύναμη τού στρατού στα Φάρσαλα στις 23 Απριλίου ήταν 83 λόχοι καΙ 66 πυροβόλα.

Στο μεταξύ ήδη από τις 15 Απριλίου 1897 ή κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη είχε παυτεί και αντικατασταθεί 3 μέρες αργότερα από κυβέρνηση ύπό το Δημήτριο Ράλλη και υπουργούς τους: Γ. Θεοτόκη Εσωτερικών, Στ. Σκουλούδη Εξωτερικών, Ανάργ. Σιμόπουλο Οικονομικών, Νικ. Τριανταφυλλάκο Δικαιοσύνης, ΑΘ. Ευταξία Παιδείας και Τσαμαδό Στρατιωτικών. Το υπουργείο Ναυτικών κράτησε ο ίδιος ο Ράλλης.

Η μάχη των Φαρσάλων χαρακτηρίζεται από έλλειψη πραγματικής διοικήσεως. Το μεγαλύτερο μέρος τού πεζικού και πυροβολικού δεν έλαβε μέρος. Αναλυτικότερα, μπήκαν στη μάχη από τις προφυλακές μόνο ένα ευζωνικό τάγμα και στην προ των Φαρσάλων μάχη το 2ο σύνταγμα καθώς και μερικοί λόχοι από τα γύρω συντάγματα. Στο πυροβολικό πεδινές πυροβολαρχίες οι 6 έριξαν μερικά βλήματα από μεγάλη απόσταση, ενώ οι ορειβατικές ούτε ένα βλήμα. Το πεδινό πυροβολικό δεν έδρασε σχεδόν καθόλου. Με την εμφάνιση τού εχθρού οι προφυλακές, εκτελώντας προηγούμενες διαταγές, υποχώρησαν. Τότε ο διάδοχος πήρε την απόφαση να αντισταθούν οι “προφυλακές ερρωμένως. Σε εκτέλεση όμως προηγούμενων διαταγών τού διοικητή της 2ης μεραρχίας, ο Νικολαΐδης είχε διατάξει ήδη την απομάκρυνση δύο ορειβατικών πυροβολαρχιών και την αποχώρηση τής πεδινής μοίρας από το Τατάρ.

Αναγνωρίσεις, ανιχνεύσεις τού ιππικού, για να διαγνωσθούν οι προθέσεις του εχθρού δεν έγιναν από την ελληνική πλευρά. Στις 8 το πρωί οι προφυλακές διέκριναν πέντε εχθρικές φάλαγγες πού προχωρούσαν προς νότο. Η 2η μεραρχία Νεσάτ κατευθυνόταν προς το Καρατσόλι ή 6η μεραρχία Χαμδή προς το Τουρκομασλί είχε διαιρεθεί σε δύο φάλαγγες. Η 3η μεραρχία Μεμδού κατευθυνόταν προς το Σούμπασι και οι 'Αλβανοί προς το Χατζή Μπέη. Κατά τις 8 προς 9 ή μεραρχία τού ιππικού προπορευόμενη τής 2ης μεραρχίας πλησίασε τις προφυλακές τού 11ου ευζωνικού που βρισκόταν στο Δρίσκτοϊ. Η φάλαγγα πού ακολουθούσε το εχθρικό ιππικό άρχισε να αναπτύσσεται. Ο διοικητής τότε του 11ου ευζωνικού συγκέντρωσε τις προφυλακές του, παρέταξε το τάγμα του στο λόφο πού βρισκόταν προς βορρά τού χωριού Δρίσκιοϊ και κράτησε για εφεδρεία τη λεγεώνα των φιλελλήνων. Στις 9 π.μ. οι πληροφορίες για όλες αυτές τις κινήσεις διοχετεύθηκαν στο Αρχηγείο. Τα τμήματα στον Τεκέ αναπτύχθηκαν. Το 9ο τάγμα των ευζώνων παρέταξε τρεις λόχους και κράτησε τον τέταρτο για εφεδρεία.

Οι δύο πεδινές πυροβολαρχίες παρατάχθηκαν δεξιά από το τάγμα και νοτιοδυτικά από το Καραδεμερτζή. Οι δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες διατάχθηκαν να πάνε στα αριστερά πλευρά τής 2ης μεραρχίας του Μαυρομιχάλη. Το πυροβολικό τής Μεραρχίας τον Νεσάτ προχώρησε κατά τις 9 π.μ. και πήρε θέσεις μπροστά από το Δρίσκιοϊ. Από εκεί άρχισε να χτυπά τις ελληνικές θέσεις. Πίσω από αυτό ελισσόταν το πεζικό του. Το 9ο ευζωνικό αγωνίσθηκε συνεχώς πολλές ώρες, ενώ τα άλλα τμήματα υποχώρησαν πρόωρα. Το 2ο ευζωνικό τάγμα, όταν άρχισε ή μάχη συγκεντρώθηκε και κατέλαβε θέσεις άμυνας προς το δρόμο τού Αλχανί. Σε εκτέλεση προγενέστερης διαταγής του διοικητή τής 2ης μεραρχίας Μαυρομιχάλη, σύμφωνα με την οποία οι προφυλακές όφειλαν να μην απασχολήσουν σοβαρά τον εχθρό, και επίσης για να μην αποκοπεί το πυροβολικό, ή μοίρα του πεδινού πυροβολικού διατάχθηκε να υποχωρήσει και να κατευθυνθεί προς το Τατάρ. Μετά την υποχώρηση του πυροβολικού, ο ταγματάρχης Νικολαίδης διέταξε το 11ο ευζωνικό τάγμα να υποχωρήσει και να καταλάβει θέση αριστερά από το χωριό Τατάρ.

Ο διάδοχος αποφάσισε να αντισταθεί ισχυρότερα στα υψώματα αυτά και διέταξε κατά τις 10 π.μ. το Νικολαϊδη να παρουσιάσει "ερρωμένη αντίστασιν". Επίσης διέταξε το διοικητή τής 2ης μεραρχίας στις 9.40 πρωινή να ετοιμασθεί για να ξεκινήσει σε πρώτη διαταγή. Αλλά ο αρχηγός και το Επιτελείο του άργησαν να αποφασίσουν.Ο διοικητής των προφυλακών είχε ήδη δώσει διαταγές υποχωρήσεως. Έπειτα από τις διαταγές αυτές ο Νικολαίδης διέταξε τη διλοχία τού 7ου ευζωνικού να αμυνθεί ερρωμένος με την ενίσχυση και άλλης μίας διλοχίας πού βρισκόταν στους Μπεκίδες. Προς τη μοίρα τού πυροβολικού πού υποχωρούσε απέστειλε την ακόλουθη διαταγή. "Διετάχθη ερρωμένη αντίστασις εις το αριστερόν μας κέρας, αφικνείται ταξιαρχία Δημοπούλου, να λάβετε κατάλληλον θέσιν εκ νέου". Στο μεταξύ ανάμεσα στις 10:00 με 12:30 π.μ. ή κεφαλή τής 6ης μεραρχίας Χαμδή συνεπλάκη με τους ευζώνους που είχαν πάρει Θέσεις μάχης προς βορρά τού Τεκέ. Και από τις τρεις εχθρικές μεραρχίες αναπτύχθηκαν τέσσερις πυροβολαρχίες πού άρχισαν πυρά προς διάφορα σημεία που κατείχε το 9ο ευζωνικό τάγμα. Στο χρονικό αυτό διάστημα το 11ο ευζωνικό και τη λεγεώνα των φιλελλήνων υποχωρούσαν ήδη από το Δρίσκιοϊ προς το Τατάρ. Και ενώ το τάγμα των ευζώνων συγκεντρώθηκε, όπως είχε αρχικά διαταχθεί, δυτικά τού χωριού, ή λεγεώνα πήρε την πρωτοβουλία και ανέβηκε στα υψώματα τού Τεκέ, όπου άρχισε μάχη με τον εχθρό πού προχωρούσε.

Κατά τη 1 μ.μ. σχεδόν τρεις τουρκικές μεραρχίες και ή φάλαγγα των Αλβανών επιτίθονταν κατά των Θέσεων τού Τεκέ πού κατείχε το 9ο ευζωνικού και ή λεγεώνα των φιλελλήνων. Αφού πλησίασαν οι ακροβολιστές τους σε απόσταση 400 μ., ο Νικολαίδης βλέποντας ότι εκπλήρωσε την εντολή του και μην έχοντας αρκετή δύναμη για να παρατείνει περισσότερο την αντίσταση, διέταξε το τάγμα του vα υποχωρήσει κλιμακωτά. Υποχώρησε ακόμη και ή διλοχία του 7ου ευζωνικού. Κατά τις 2 μ.μ. οι τουρκικές μεραρχίες κατέλαβαν τα υψώματα, που είχαν εγκαταλειφθεί από το Νικολαίδη και αφού τοποθέτησαν έξι μεραρχιακές πυροβολαρχίες, άρχισαν να καταπυροβολούν τούς ευζώνους, πού όχι μόνο υποχωρούσαν σταθερά προς τα Φάρσαλα με πλήρη τάξη αλλά επανειλημμένα σταμάτησαν και πυροβόλησαν κατά τού εχθρού. Στο μεταξύ ή 1η ταξιαρχία κατάφερε να ξεκινήσει στις 11.5 το πρωί, γιατί ο Μακρής καθυστέρησε να κοινοποιήσει τη διαταγή τού Αρχηγείου στο διοικητή της, που την έλαβε στις 10.32. Η ταξιαρχία, αφού πέρασε τον ποταμό Ενιπέα κοντά στο χωριό Βασλί, σε μία μόνο φάλαγγα, συναντήθηκε με τη μοίρα τού πυροβολικού, που υποχωρούσε από το Τεκέ και ή οποία την ακολούθησε. Στο μεταξύ, ενώ η 1η ταξιαρχία βάδιζε για να καταλάβει το Δρίσκιοϊ, ή 2η μεραρχία τού Νεσάτ ύστερα από την υποχώρηση τού 11ου ευζωνικού τάγματος είχε ήδη καταλάβει το χωριό, κατά τη μία το μεσημέρι.

Ο Ετέμ αρκέσθηκε στη μερική του αυτή επιτυχία, που περιοριζόταν στην εκτόπιση των Ελλήνων από τις προφυλακές τους και αποφάσισε να σταματήσει τις ενέργειες του τη μέρα αυτή. Έστειλε μάλιστα και σχετικό τηλεγράφημα προς το σουλτάνο. Αργότερα όμως, αντίθετα από όσα αναφέρει το κείμενο τής διαταγής πού είχε εκδώσει, ο Ετέμ αποφάσισε με πολλούς δισταγμούς να συνεχίσει τη μάχη. Έτσι η 6η μεραρχία άρχισε να αναπτύσσεται κατά των νέων θέσεων που είχαν πάρει οι Έλληνες. Αλλά και οι υπόλοιπες μεραρχίες έλαβαν διαταγή να προχωρήσουν. Λίγο έπειτα από τις 2 μ.μ. τα στρατεύματα τής 3ης και 6ης μεραρχίας πέρασαν πάνω από την κορυφογραμμή των υψωμάτων τού Τεκέ. Η 1η μεραρχία Χαϊρή, σύμφωνα με τη διαταγή, την οποία είχε λάβει από την προηγούμενη, όταν έφθασε στο Χατζομπασι σταμάτησε. Όταν όμως έφθασε ή νέα απόφαση τού Ετέμ ότι έπρεπε να προχωρήσει, κινήθηκε και πάλι προς τα μπρος. Κατά τις 2 μ.μ. κινήθηκαν ακόμα ή εφεδρική ταξιαρχία και ή εφεδρεία του πυροβολικού.

Στο μεταξύ ο διοικητής τής 1ης ταξιαρχίας, ο οποίος αφού πέρασε τον Ενιπέα βάδιζε προς το Δρίσκιοϊ, μόλις πληροφορήθηκε ότι οι Τούρκοι κατείχαν τα γύρω από το υψώματα και ότι είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν στην πεδιάδα συνέταξε την ταξιαρχία του "επί δύο γραμμών εκ πυκνών φαλάγγων". Κατόπιν ο Δημόπουλος ανέφερε στο Μακρή τη στρατιωτική κατάσταση, πού είχε να, αντιμετωπίσει, και την πρόθεση του να επιτεθεί για να καταλάβει το Δρίσκιοϊ. Μετά από πολλές αναφορές, διαταγές και επανεκτιμήσεις ανάμεσα στο Δημόπουλο, στο Μακρή και στο Αρχηγείο, ο διάδοχος ειδοποίησε το Μακρή να διατάξει το Δημόπουλο να υποχωρήσει μαζί με το 9ο ευζωνικό, και να καταλάβει αμυντικές Θέσεις νότια από τον Ενιπέα. Έτσι ματαιώθηκε το σχέδιο του Αρχηγείου "περί ερρωμένης αντιστάσεως και καταπονήσεως τού εχθρού". Στις 3.20 ο Μακρής διαβίβασε τη διαταγή τού Αρχηγείου στο Δημόπουλο. Στο χρονικό αυτό διάστημα η 1η ταξιαρχία είχε προχωρήσει προς το Δρίσκιοϊ, και απείχε από το χωριό 3.500 μ. και είχε προσβάλει με το πυροβολικό της τις φάλαγγες τής μεραρχίας τού Νεσάτ πού βρίσκονταν στις κλιτύες έξω από το χωριό. Το φράγμα πυρός τού ελληνικού πυροβολικού ήταν αποτελεσματικό και κατόρθωσε να ανακόψει την προέλαση τής 2ης μεραρχίας των Τούρκων. Το τουρκικό ιππικό το οποίο προπορευόταν από την μεραρχία Νεσάτ προχώρησε τότε και έφθασε μέχρι το χωριό Γκουσγκουνάρια. Επειδή όμως το βρήκε κατειλημμένο από ελληνικό λόχο πεζικού, άλλαξε την πορεία του και προχώρησε προς τα νοτιοδυτικά. Ο Δημόπουλος, μόλις πήρε τη διαταγή στις 3.30 μ.μ., διέταξε υποχώρηση, ειδικότερα τη μοίρα τού πυροβολικού να περάσει τον Ενιπέα και να καταλάβει θέση πίσω από το χωριό Βασιλί. Ένα τάγμα να καταλάβει το χωριό. Τέλος η υπόλοιπη ταξιαρχία να υποχωρήσει και να περάσει το ποτάμι. Αφού πραγματοποιήθηκε η υποχώρηση, η ταξιαρχία συντάχθηκε πάλι "σε δύο γραμμές" και αναπτύχθηκαν προφυλακές.

Ο Νεσάτ πασάς από την πλευρά του συγκέντρωσε τη μεραρχία του στην πεδιάδα νότια από το Δρισκόι αλλά δεν καταδίωξε την ταξιαρχία του Δημόπουλου που υποχωρούσε. Προχώρησε προς το Αχμέτ Αλή όπου διευθύνθηκε και το ιππικό του. Μετά τις 4 μ.μ. οι Τούρκοι κατείχαν τη νότια πλευρά των υψωμάτων σε μια έκταση περίπου 4.000 βημάτων γύρω από το Τατάρ. Στα υψώματα είχαν στηθεί πυροβολαρχίες και χτυπούσαν τα Ελληνικά τμήματα. Κατά το Salis Seewis οι Έλληνες υποχωρούσαν αργά σε φάλαγγα πορείας προς την κοιλάδα παρακολουθούμενοι μόνο από το πυρ. Λίγο αργότερα η 3η τουρκική μεραρχία και η 6η μαζί με 5 πυροβολαρχίες, μετά την υποχώρηση των ευζωνικών ταγμάτων, έφθασαν στον χώρο της μάχης και προχώρησαν προς την πεδιάδα καταδιώκοντας τα ευζωνικά τάγματα και απείλησαν την 1η ταξιαρχία. Η εμπροσθοφυλακή της 6ης μεραρχίας του Χαμδή προχώρησε προς τη γέφυρα Πασά – Μαγουλά και προς το χωριό Βασιλί.

Οι δύο ελληνικοί λόχοι, που πήγαν προς την γέφυρα για να υποστηρίξουν την υποχώρηση των ευζωνικών ταγμάτων, έφθασαν έγκαιρα κατά τις 4 –με 4.30 μ.μ. και παρατάχθηκαν αριστερά από την γέφυρα Πασά Μαγουλά. Η γρήγορη επέμβαση των λόχων αυτών επέτρεψε στα ευζωνικά τάγματα να περάσουν τον Ενιπέα σχεδόν χωρίς απώλειες. Ο Χασάν –Ταχσήρ πασάς εξ αιτίας των λόχων αυτών σταμάτησε τις εμπροσθοφυλακές του και αναπτύχθηκε. Τότε οι δύο λόχοι χωρίστηκαν και ο ένας κατέλαβε τον υδρόμυλο του χωριού Βασιλί που ήταν στα δεξιά της όχθης, και ο άλλος έπιασε θέσεις μέσα στο χωριό. Η μοίρα του πυροβολικού, χωρίς να το γνωρίζει ο διοικητής της 1ης ταξιαρχίας, προχώρησε προς τα Φάρσαλα. Στις 4.30 μ.μ. η 2η μεραρχία του Νεσάτ και η μεραρχία ιππικού προχωρώντας προς το Αχμέτ –Αλή πέρασαν τον Ενιπέα δυτικά από το χωριό Γκουσγκουνάρια. Ενώ η 6η μεραρχία Χαμδή προώθησε ακόμα 8 τάγματα στην γραμμή πυρός που ήταν δυτικά από τον δρόμο των Φαρσάλων. Διαταγή να υποστηρίξει με τις διαθέσιμες δυνάμεις που είχε το αριστερό της 1ης μεραρχίας. Ο Δημόπουλος στο μεταξύ υπεράσπισε την Αμπελική περισσότερο από 1 ώρα, οπότε έφτασε από τον Μαυρομιχάλη ενίσχυση ενός λόχου, ενώ πίσω ακολουθούσαν και 2 ορειβατικές πυροβολαρχίες. Αριστερά από τους μαχόμενους στο δάσος της Αμπελικής το εχθρικό ιππικό έκανε επέλαση, τελικά όμως ο εχθρός αναγκάστηκε να αποσυρθεί Υποχωρώντας άφησε ακάλυπτη τη γραμμή των ακροβολιστών του και οι αμυνόμενοι άρχισαν να τους χτυπούν. Στις 6.30 το απόγευμα σταμάτησαν οι εχθροπραξίες και από τις δύο πλευρές.

Κατά τις 7 ο αρχηγός διέταξε τα στρατεύματα να μείνουν στις θέσεις που κατείχαν. Αλλά κατόπιν ο διάδοχος, για λόγους τους οποίους στην έκθεση του αναφέρει, θεώρησε ότι ήταν επικίνδυνη η παράταση του αγώνα στα Φάρσαλα για την επομένη ημέρα. Αποφάσισε λοιπόν την υποχώρηση ολόκληρου του στρατού μέσα στην νύχτα στην ισχυρότερη θέση του Δομοκού. Στις 02:05 της 24ης Απριλίου διέταξε την υποχώρηση. Η υποχώρηση από τα Φάρσαλα στο Δομοκό πραγματοποιήθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Απριλίου με τάξη, χωρίς τα Ελληνικά στρατεύματα να παρενοχληθούν από τον εχθρό. Μόλις έφτασαν στον Δομοκό καταυλίστηκαν και εγκατέστησαν προφυλακές. Από το Αρχηγείο δόθηκε διαταγή να γίνει από αξιωματικούς του Επιτελείου μελέτη της τοποθεσίας του Δομοκού, που δεν υπήρχε.

Η κατάληψη των Φαρσάλων έγινε την χαραυγή της 24ης Απριλίου 1897 αμαχητί. Κατά την μάχη των Φαρσάλων οι μεν Έλληνες έχασαν 120 άνδρες οι δε Τούρκοι 180. Χαρακτηριστικό της μάχης των Φαρσάλων είναι ότι ενώ οι κινήσεις των Τούρκων έδειχναν πρόθεση αποκοπής του αριστερού των Ελλήνων τουναντίον, διαρκούσης της μάχης, μετεβλήθησαν σε καθαρά μετωπική επίθεση, και τούτο διότι η 1η τουρκική μεραρχία του Χαϊρή πασά υπελείφθη καθ' ολοκληρίαν.