Περιμένοντας την αγκαλιά μιας οικογένειας
Του Παναγιώτη Μαυραγάνη
Αυτή είναι που μας δίνει τη δύναμη, την παιδεία και τις ηθικές αξίες για να προσπαθούμε για το καλύτερο καθημερινά. Υπάρχουν, όμως, περίπου 2.500 παιδιά, τα οποία δεν γνωρίζουν την έννοια του σπουδαίου αυτού θεσμού, αναζητούν επί ματαίω τις ρίζες τους και περιμένουν για μία ανάδοχη ή θετή οικογένεια στα ιδρύματα και στους χώρους φιλοξενίας της Ελλάδας. Ανάμεσα σε αυτά, βρίσκονται παιδιά μικρής, αλλά και εφηβικής ηλικίας, με δυσκολίες ή αναπηρίες. Η γνωριμία τους με την οικογενειακή θαλπωρή δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί και συνήθως παραπέμπεται στις… ελληνικές καλένδες, καθώς οι αριθμοί δείχνουν ότι ο ρυθμός «αποκατάστασής» τους τα τελευταία χρόνια είναι απογοητευτικός.
Ενδεικτικά, τα παιδιά που φιλοξενούνταν στο σύνολο των ιδρυμάτων που λειτουργούσαν στη χώρα το 2017, ηλικίας 0-18 ετών, ήταν -σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης- περίπου 2.000, όταν την ίδια χρονιά προχώρησαν μόλις 393 υιοθεσίες. Μάλιστα, οι κρατικές υπηρεσίες, δέχονται ετησίως πάνω από 300 αιτήσεις για υιοθεσία, αλλά, σύμφωνα με το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, οι κρατικές υιοθεσίες δεν ξεπερνούν τις…75 το χρόνο.
Η υιοθεσία στην Ελλάδα σε αριθμούς
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) το 2017 οι υιοθεσίες θηλέων ανήλθαν σε 198 πράξεις, ενώ οι υιοθεσίες αρρένων ανήλθαν στις 187, παρουσιάζοντας αύξηση 75,2% και 76,4%, αντίστοιχα. Μάλιστα, σε σύγκριση με τις 221 πράξεις του 2016, η αύξηση που σημειώθηκε το 2017 άγγιξε το 77,8%. Παράλληλα, υιοθετήθηκαν ακόμα οχτώ παιδιά, το φύλο των οποίων παρέμεινε αδιευκρίνιστο.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για υιοθεσία παιδιού για το ίδιο διάστημα, παρατηρήθηκε στη μεγάλη γεωγραφική περιοχή των Νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, καθώς και στην Αττική, με τα ποσοστά να φθάνουν το 93,8% και το 93,2% αντίστοιχα. Όσον αφορά στην ηλικία των υιοθετηθέντων, η πλειονότητα των πράξεων υιοθεσίας το 2017 αφορούσε σε τέκνα της ηλικιακής ομάδας 0-5 ετών, με τον αριθμό τους να ανέρχεται στα 227 παιδιά. Η μεγαλύτερη αύξηση, πάντως, σε σχέση με το προηγούμενο έτος σημειώθηκε στην ηλικιακή ομάδα 6-10 ετών, η οποία άγγιξε το 140%, με την υιοθεσία 60 μόλις παιδιών. Ακολουθούν τα παιδιά ηλικίας μεγαλύτερης των 19 ετών, ο αριθμός των οποίων ήταν διπλάσιος σε σχέση με το 2016 και έφθασε τα 69.
Το προφίλ των θετών γονέων
Οι θετοί γονείς, κατά κύριο λόγο, είναι δύο σύζυγοι και στην κατηγορία αυτή παρουσιάστηκε αύξηση 87,4% στις πράξεις υιοθεσίας. Η μεγαλύτερη αύξηση όμως, κατά 162,5%, παρατηρήθηκε στις υιοθεσίες από θετούς γονείς που είναι σύζυγοι του ενός βιολογικού γονέα. Όσον αφορά στη νομική κατάσταση των βιολογικών γονέων των υιοθετηθέντων τέκνων, τη μεγαλύτερη κατηγορία αποτελούν τα τέκνα που γεννήθηκαν εκτός γάμου, όπου παρατηρήθηκε αύξηση 41,3% σε σχέση με το 2016. Από τη σύγκριση των εν λόγω στοιχείων μεταξύ των δύο ετών, όμως, η μεγαλύτερη αύξηση των πράξεων υιοθεσίας, κατά 208,3%, σημειώθηκε στην κατηγορία των τέκνων που γεννήθηκαν εντός γάμου.
Οι τύποι υιοθεσίας
Στην Ελλάδα υπάρχουν τρεις τρόποι υιοθεσίας. Η κρατική, η διακρατική και η ιδιωτική, ενώ με βάση τον ισχύοντα νόμο, τα ιδρύματα στα οποία μπορεί να απευθυνθεί κάποιος για υιοθεσία είναι μόνο τα κρατικά και ανήκουν στα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας ή και σε κάποιο Δήμο. Από το σύνολο των υιοθεσιών που προχώρησαν το 2017 στην Ελλάδα, η πλειονότητα εκείνων που διευθετήθηκαν ολοκληρώθηκαν με ιδιωτικές συμβάσεις, οι 60 έγιναν μέσω του κρατικού φορέα, του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής, ενώ λίγες ήταν διακρατικές, δηλαδή με θετούς γονείς από άλλες χώρες.
Οι διακρατικές υιοθεσίες γίνονται, είτε από την Περιφέρεια, είτε από τη Διεθνή Κοινωνική Υπηρεσία. Βάσει των στοιχείων της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας σημειώνεται αυξητική τάση για διακρατικές υιοθεσίες. Την τελευταία δεκαετία ο οργανισμός έχει προχωρήσει τις διαδικασίες για 150 οικογένειες από την Ελλάδα, ενώ μέσω του κρατικού φορέα έχουν ολοκληρωθεί από το 2010 ως το 2017, 28 υιοθεσίες από διάφορα κράτη.
Αναδοχή vs Υιοθεσία
Σε αντίθεση με τις υιοθεσίες, οι αναδοχές σημειώνουν ακόμα… χειρότερες επιδόσεις. Η μεγαλύτερη μεταξύ τους διαφορά, είναι ότι η υιοθεσία ολοκληρώνεται με μία τελεσίδικη νομική πράξη, την οποία καθορίζει ο Αστικός Κώδικας. Το παιδί, δηλαδή, αποκόπτεται από τους φυσικούς γονείς και, συγχρόνως, ο θετός γονιός έχει πλήρη δικαιώματα στο παιδί, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να διατηρεί σχέσεις με τους φυσικούς του γονείς. Κατά συνέπεια, ο όρος «αναδοχή» δεν σημαίνει υιοθεσία.
Το 2017, οι αναδοχές ήταν 225, εκ των οποίων οι 35 νέες μέσα στο έτος, ενώ οι υπόλοιπες συνεχίζονταν από τα προηγούμενα χρόνια. Η αναδοχή είναι μια μορφή παιδικής προστασίας, αναγνωρισμένη από το ελληνικό κράτος, βάσει της οποίας οι ανάδοχοι γονείς έχουν αναλάβει τη φροντίδα του παιδιού, χωρίς να τους «ανήκει» η επιμέλεια νομικά. Αυτό, όμως, δεν αποκλείει την υιοθεσία του από αυτούς, ως εξέλιξη της σχέσης τους, ή η μετέπειτα ανάληψη της επιμέλειας του παιδιού. Έτσι, το παιδί μπορεί να μένει στη νέα του οικογένεια για κάποιο μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να διακόπτεται η επαφή με τους φυσικούς του γονείς. Τα περισσότερα παιδιά, ωστόσο, παραμένουν στις ανάδοχες οικογένειες και μετά την ενηλικίωσή τους.
Πληροφοριακό Σύστημα Αναδοχής – Υιοθεσίας
Αισιοδοξία, πάντως, προκαλεί το γεγονός ότι αυτές οι πράξεις υπέρτατης αγάπης, όπως είναι η αναδοχή και η υιοθεσία, απέκτησαν τη δική τους ηλεκτρονική πλατφόρμα στην ιστοσελίδα www.anynet.gr, μέσω της οποίας, όσοι ενδιαφέρονται να γίνουν ανάδοχοι ή θετοί γονείς, θα μπορούν να υποβάλουν αίτηση και να παρακολουθούν την εξέλιξη της διαδικασίας, ανά πάσα στιγμή.
Με το «Πληροφοριακό Σύστημα Αναδοχής – Υιοθεσίας» εκτιμάται ότι χρόνος αναμονής για τους υποψήφιους γονείς θα μειωθεί, από τα έξι χρόνια, στους 8 με 12 μήνες, με απόλυτα επιστημονικές και διαφανείς διαδικασίες, γεγονός που θα ενθαρρύνει πολλά ζευγάρια να κάνουν το βήμα να κάνουν οικογένεια με αυτόν τον τρόπο.